Καλώς ορίσατε

 

Με μοναδικό γνώμονα την αγάπη μου για τα Σφακιά, και θέλοντας να γνωρίσουν οι νεότεροι, στοιχεία από την παράδοση και την ιστορία του τόπου των προγόνων μας, δημιούργησα τα

"ΣΦΑΚΙΑ - Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ"

Ως ελάχιστη προσφορά σ' αυτούς που με την θυσία τους ή με το πνεύμα τους έκαναν τα Σφακιά να βρίσκονται στα υψηλότερα βάθρα της ελευθερίας και της παράδοσης.

 

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ν. ΒΟΥΡΒΑXΗΣ

 

Η παρακάτω ρίμα αναφέρετε στη περίοδο των Ορλωφικών 1770 και συγκεκριμένα στην επανάσταση που διεξάχθηκε από τους Σφακιανούς  με αρχηγό τον Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη. Το σύνολο των στίχων είναι 1032.

Γράφτηκε 16 χρόνια μετά τα γεγονότα από τον Αναγνώστη Σκορδύλη με την υπαγόρευση του θείου του Παντζελιού.  

 

 

 

Θέ μου, καί δός μου φώτισι, καρδιά ‘σάν τό καζάνη,

 

νά κάτσω νά συλλογιαστῶ τό Δάσκαλο τό Γιάννη.

 

Θέ μου, καί δός μου λογισμό καί μπόρεσι, ν’ ἀρχίξω,

 

τό Δάσκαλο τόν ‘ξακουστό πρικια1 νά τραγουδήξω.

 

Θέ μου, καί δός μ’ ἀπομονή καί νοῦν εἰς τό κεφάλι,

 

ν’ ἀναθιβάλλω καί νά εἰπῶ καί τῶν Σφακιῶν τά βάλη.

 

 

Ἦτον ὁ μπέης τσή Βλαχιᾶς κ’ ὁ μπέης ‘πού τή Μάνη,

 

κρυφομιλίες εἴχασι μέ τό Δασκαλογιάννη

 

απού ‘τόνε ξεχωριστός σέ πλούτη κ’ ἀξιωσύνη,

 

μέ τήν καρδιά τοῦ τό ‘θέλε τή Κρήτη ‘Ρωμηοσύνη

 

κάθε Λαμπρή καί Κυριακή ἔβανε τό Καπέλλο,

 

καί τοῦ Πρωτόπαπα ‘λέγε «τό Μόσκοβο θά φέρω

 

νά τά συδράμη τά Σφακιά τσοί Τούρκους νά ζυγώξουν,

 

καί γιά τή Κόκκινη Μηλιά δρόμον νά τῶν ἐδώσουν

 

μά κ’ ὁποιοί τωνε θέλουσι ‘ς τήν Κρήτη ν’ ἀπομείνουν,

 

σταυρό νά προσκυνήσουσι καί χρισθιανοί νά γείνουν».

 

μά ‘λέγε κ’ ὁ Πρωτόπαπας «Δάσκαλε τά λογιάζεις,

 

θά τά σκλαβώσης τά Σφακιά μ’ αὐτά ‘ποῦ λογαριάζεις

 

κ’ ἄν ‘αἵ τό μάθ’ ὁ βασιλειᾶς, Τουρκιά θά μάσε φέρη,

 

νά δίδωμε δοσίματα, ‘σάν κ’ εἰς τά Κάτω μέρη

 

νά δίδωμε δοσίματα, νά δίδωμε χαράτζια

 

μή μάσε πέψ’ ὁ βασιλειᾶς χιλιάδες μπαϊράκια

 

νά δίδωμαι δοσίματα, χαράτζια κάθε χρόνο,

 

μή μάσε πέψη καί Τουρκιά, νά μάσε ζώση πόνο.

 

Δάσκαλε Γιάννη, σώπασε, τή Κρήτη μή ξεβγάλης,

 

τά παλληκάρια τῶν Σφακιῶν εἰς τή φωθιά θά βάλης».

 

«Σώπαιν’ ἐσύ Πρωτόπαπα μ’ ἀκόμη δέ σού τό ‘πά,

 

ἐγώ θά ὑπάω τό σταυρόν εἰς τῶν Χανιῶ τή πόρτα,

 

ἐγώ θά ὑπάω τό σταυρό ‘ς τή πόρτα νά κολλήσω,

 

καί μέ τσή λεμονόκουπες ὄξω θά τσοί πορίσω.

 

 

 

 

Δέ δίδω 'γώ δοσίματα, δέ δίδω 'γώ χαράτζια,

 

κι’ ἄς μᾶς ἐπέψ’ ὁ βασιλειᾶς χιλιάδες μπαϊράκια

 

ἄς μᾶς ἐπέψ' ὁ βασιλειᾶς ἀσκέρια καί πασάδες,

 

μά ‘χουσιν ἄντρες τά Σφακιά κ’ ἄξιουσ πολεμιστάδες

 

ἔχουσιν ἄντρες τά Σφακιά ἄξιους καί παλληκάρια,

 

οὔλης τσῆ Κρήτης τή Τουρκιά νά τῆνε φᾶν τά ψάρια,

 

οὔλης τσῆ Κρήτης τή Τουρκιά ‘ς τή θάλασσα νά ρίξουν,

 

καί λίγους νά τσ' ἀφήσουνε 'ς τσή χῶρες νά γυρίσουν

 

καί μέ τσοί πρώτους του Μωρηᾶ ἔχομε συφωνίες,

 

τσοί Τούρκους νά τσοί διώξωμε νά ὑπάσι τσή Χιντίες.

 

Μέ τσή Βλαχιᾶς τό πρίτζιπα ἔχομε 'μιλημένα,

 

Τοῦρκο νά μήν ἀφήσωμεν 'ςτό τόπο μᾶς κιανένα

 

κ’ ὅ Μόσκοβος ὀγλήγορα καράβια θέ νά πέψη,

 

τσοί δουλωμένους τσοί 'Ρωμηούς μέ μιᾶς νά ξεμιστέψη.

 

Δείχνει του καί τά γράμματα ποῦ ‘χ’ ἀπού τή 'Ρουσσία,

 

κ’ ἀπό τό Μπέη τοῦ Μωρηᾶ καί Μπέη τσή Βλαχίας

 

ποῦ μέσα κεῖ τοῦ λέγασι «Δάσκαλε χαζιρεύγου,

 

καράβια 'πού τή Μοσκοβιά κ' ἀσκέρια θά κατέβου,

 

καί 'σάν ἀκούσης πόλεμο σέ τοῦτα δά τά μέρη,

 

νά ξεκινήσης τό εὐτύς μέ οὖλο σου τ' ἀσκέρι.

 

Τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ ‘ς τσοί Τούρκους νά μολάρης,

 

νά μή τωνε χωστή πεζός μουιδέ καί καβαλλάρης

 

καί τή Τουρκιά οὖλοι μαζύ νά τῆνε πολεμοῦμε,

 

'λεύτερη τή πατρίδα μᾶς ὀγλήγορα νά ἰδοῦμε».

 

«Ἄκουσες δά, Πρωτόπαπα, τά πράμματα πῶς ‘πάσι,

 

οὔλ' οἵ ‘Ρωμηοί θά σηκωθοῦν καί τή Τουοκιά θά φάσι

 

μά θέ νά περιμένωμε γιά νά χαζιρευτούσι,

 

τά κάτεργα τοῦ Μόσκοβου κάτω νά καταιβούσι.

 

 

 

 

Καί τές χαρά 'ς τσοί Σφακιανούς εἰς τόν καιρόν ἐτοῦτο,

 

γιατί θά 'λευτερώσουσι τή Κρητ' ἀπό τό Τοῦρκο»·

 

ἐτότες κ’ ὁ Πρωτόπαπας κουνεῖ τή κεφαλή του,

 

συλλογιασμένος 'βρίσκεται πολλά θωρ' ἤ ψυχή του.

 

«Δάσκαλε Γιάννη, λέει του, ἔλα ‘ς τό λοϊσμό σου,

 

οὔλης τσῆ Κρήτης τό λαό θά πάρης 'ς τό λαιμό σου.

 

καί θέ νά βάλης τά Σφακιά, ἐκεῖ 'πού δέ χωρούσι,

 

οὔλ' οἵ πασάδες κ’ ἡ Τουρκιά ἐπά θά μαζωχτούσι.

 

κ’ ὥστε νά 'ρθούν τά κάτεργα κ' ὅ Μόσκοβος νά φτάξη,

 

δέ θά 'χη σπίτι Σφακιανός εἰς τά Σφακιά νά κάτση,

 

τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ θέ νά 'λιγολαΐσουν,

 

καί χῆρες κ’ ὀρφανά παιδιά ὀπίσω τῶν θ' ἄφησου.

 

τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ ἄδικα θά χαθούσι,

 

καί τά Σφακι' ἀνωφέλευτα θά ὑπᾶ νά σκλαβωθούσι».

 

Καί παίρνει τό μπινίσι του, πάει ‘ς τή ἐκκλησιά του,

 

γιά νά διαβάση τό 'σπερνό, ταχυά τή λειτουργιά του.

 

καί παίρνει τό μπινίσι τοῦ πάει ‘ς τή ἐκκλησία,

 

παράκλησι γιά τσοί 'Ρωμηούς κάνη 'ς τήν Παναγία.

 

Μά ‘ρθασι πάλι γράμματα καί τοῦ Δασκαλογιάννη,

 

πῶς ἐσηκώθηκ' ἡ Βλαχιά, κ’ ἡ 'Ρούμελη κ’ ἡ Μάνη

 

πῶς τόν Μωρηά Μοσκόβικες ἁρμάδες τριγυρίζου,

 

κ' εἰς τή στερηά σιμώνουσι, τά κάστρα φοβερίζου

 

κ’ εἰς τά νησιά πηγαίνουσι, τριγύρου σολατζάρου,

 

κ’ οὖλα τά κάστρα τῶν Τουρκῶν 'γλήγορα θέ νά πάρου.

 

Καθίζει, γράφει γράμματα μέ μπένα καί μελάνη,

 

νά μαζωχτοῦν οἱ γέροντες κ' οὔλ' οἱ μεγαλουσιάνοι·

 

γράφει σέ οὖλα τά Σφακιά, γιά νά πρεμαζωχτούσι,

 

νά τῶνε δείξη γράμματα κ’ ἀπηλογιά νά ‘πούσι, 86/1032

 

 

 

 

νά τῶνε δείξη γράμματα ‘ποῦ 'ρθασιν ἀπό ‘πάνω,

 

κ’ εἰς τό Μωρηά ‘σηκώσασι πόλεμο τοῦ Σουλτάνο.

 

Μαζώνουνται κ’ oι γέροντες κ’ οὔλ’ oι μεγαλουσιάνοι,

 

κ’ ἄπ' ἤς ἐμαζωχτήκασι, γυρίζει καί τῶν κάνει·

 

«ἄρχοντες νά γροικήσετε τό βιαστικό χαμπέρι,

 

ἐπλάκωσεν ὁ Μόσκοβος εἰς τοῦ Μωρηᾶ τά μέρη.

 

ἀπό καιρό σᾶς τό 'λεγα γιά νά χαζιρευτοῦμε,

 

τή Κρήτη τή πατρίδα μᾶς 'λεύτερη νά τή 'δούμε».

 

Κ’ ὄντιμως ὁ Πρωτόπαπας εἶχε 'λιγάκι γνῶσι,

 

κ’ ἐγύρισε καί λέει του «νά μήν ἤθελε σώση.

 

γιατ' ἀπό χρόνους ἡ Τουρκιά 'λίγ' ἀφορμή τή θέλει,

 

νά 'βγή νά κάμη τά Σφακιά ἐδέτσ’ ἀπού τά θέλει».

 

Μά 'κείνος βάγνει τή γραφή 'πού τοῦ 'ρθεν ἀπό 'πάνω,

 

πῶς ἐσηκώσανοι 'Ρωμηοί πόλεμο τοῦ Σουλτάνο.

 

καί βγάνει καί τά γράμματα 'ποῦ 'χεν ἀπού τή Μάνη

 

πῶς ἐκαταῖβ' ὁ Μόσκοβος κάτ’ ἀπού τό ποτάμι,

 

κ’ ἐφτάξαν τά καράβια τοῦ κ’ ἐπιάσα τά Μπουγάζια,

 

κ' ἄλλα 'ρθασιν εἰς τό Μωρηά γιά νά φυλάγουν βάρδια.

 

κ' ἄπ' ἤς τῶν τ’ ἀποδιάβασεν ὁ Δάσκαλος, 'ρωτά τσοί,

 

νά εἰποῦν κ’ αὐτοί τή γνώμη τῶν κ' ἴντα βουλή νά πιάση.

 

Κ’ ἐκεῖν’ ἀποκριθήκασι, πῶς θέ νά τ’ ἀκλουθούσι,

 

τσή 'Ρωμησύνης τόν ὀχθρό οὖλοι νά πολεμούσι.

 

«Δάσκαλε Γιάννη, σπούδαζε, καί κάμ’ ὅτι σ' ἀρέσει,

 

πριχοῦ σηκώσ' ὁ βασιλειᾶς Τουρκιά νά μάσε πέψη,

 

μά ‘μεῖς χαζίρικ' εἴμεσταν ‘ς τόν πόλεμο νά 'μπούμε,

 

τή Κρήτ’ ἀπού τά βάσανα 'λεύτερη νά τή δοῦμε.

 

'Ἅρματα δέ μᾶς λείπουνται καί μονετζιά 'ναι πλήθια,

 

τή Παναγία θά 'χωμε καί τό Χριστό βοήθεια». 114/1032

 

 

Λέει τωνε κ’ ὁ Δάσκαλος «εὐτύς ν' ὄρδινιαστουσι,

 

καί νά μονομεριάσουσι κάτω νά καταιβούσι,

 

ν’ ἀρχιξουσι τό πόλεμο, γιατ’ ὁ καιρός σπουδάζει,

 

κ’ ὁ Μόσκοβος τό 'πάτησε τσή Πόλις τό μπουγάζι».

 

Πιάνει, βουλλόνει μία γραφή, πέμπει τή τοῦ Σουλτάνο,

 

γιά νά σηκώση τή Τουρκιά ἀπού τή Κρήτ’ ἀπάνω,

 

γῆ νά σηκώση τή Τουρκιά ἀπού τά τρία κάστρη,

 

γῆ θά τοῦ κάμη πόλεμο κ’ οὖλα θά τά χαλάση.

 

Μά ἔμαθε τό κ' ὁ πασάς, ἄπ' ὤριζε τσή χῶρες:

 

πῶς 'ς τά Σφακιά 'σηκώσασι σαντζάκια καί παπιόρες.

 

Σ τό 'Ρέθεμνος κ’ εἰς τά Χανιά τό μουκαρέμι φτάνει,

 

καί πέμπει καί τοῦ βασιλειά 'ς τήν Πόλι τό φερμάνι·

 

Νά ζῆς, ἀφέντη βασιλειά, καί πές μου πῶς νά διάξω,

 

γῆ νά τά’ ἀφήσω τά Σφακιά, γῆ οὖλα νά τά κάψω;

 

γιατ' ἔξεμυιγιαστηκασι νά πάρουν ἴσια κάτω,

 

κ’ οὔλη τή Κρήτη 'γλήγορα θά κάμουν ἄνω κάτω.

 

Πόλεμον ἐσηκώσανε τσοί Τούρκους νά ζυγώξου,

 

σταυρό νά προσκυνήσουσι γῆ οὔλους νά τσοί σκοτώσου.

 

Πόλεμον ἐσηκώσασι κεφάλι τσ' ἀφεδιᾶς σου,

 

νά παρουσι τσοί τόπους σου, νά διώξου τά παιδιά σου.

 

καί καθ' ἡμέρα βιαστικά μας πέμπουσι μαντάτα,

 

νά φύγωμεν ὀγλήγορα, νά 'φήσωμε τά κάστρα,

 

νά τῶν ἐπαραιτήσωμε κλειδιά καί τοπανάδες,

 

νά ὑπᾶμε νά μισέψωμεν ἀσκέρια καί πασάδες.

 

Μά γράφει τοῦ κ' ὁ βασιλειᾶς ἀνήμενε 'λιγάκι,

 

καί ἄς τσοί κ’ ἄς ἐσηκώσανε πόλεμο καί σαντζάκι. 140/1032

 

 

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 223 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση