Λογοτεχνικά

Λιάπης Σήφης, Χαίνης οπλαρχηγός.

Λιάπης Σήφης. Ήρωας Χαίνης οπλαρχηγός. Βλέπε εδάφιο Προσωπικότητες - Αγωνιστές.

Το ποίιημα υπάρχει στη Βιβλιοθήκη Βουλής Ελλήνων, και έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα ΛΕΥΚΑ ΟΡΗ 17 Αυγούστου 1894

 

 

Λιάπη, λιοντάρι ατρόμητο της Κρήτης ξακουσμένο,


Λιάπη, καμάρι μας κρυφό, παιδί αντρειωμένο,


κορμί γεμάτο λεβεντιά, γεμάτο από χάρη,


σαν του Μαγιού το δροσερό και τρυφερό χορτάρι.


Τους Τούρκους κατατρόμαζες με μόνο τ' όνομά σου,


προτού προβάλλεις να σε δουν ζωσμένο τ' άρματά σου,


Με τ' αλαφρό σου το σπαθί στο μάλαμα ντυμένο,


και το βαρύ τουφέκι σου στ' ασήμι βουτημένο.


Παράμερα η μανούλα σου σ' έχασε η καημένη,


χύνει ποτάμια δάκρυα, αχ! τη δυστυχισμένη.


Τρέχει δεξιά, τρέχει ζερβά, φωνάζει νύχτα - μέρα,


Λιάπη! παιδί μου, πρόφτασε γιατ' άρχισε η φοβέρα.


Κάμε φτερά και πέταξε στο Κρητικό το χώμα,


να σώσεις τη μανούλα σου απ' του θεριού το στόμα.


Με την ευχή της Παναγιάς αυτό να θανατώσεις,


και τη γαλάζια του Σταυρού Σημαία να σηκώσεις.


Σε χάσανε τ' αδέρφια σου βγαίνουν αρματωμένα,


παίρνουν τους κάμπους, τα βουνά, μα στέκουν λυπημένα.


Γιατί φωνή ακούστηκε να λέει συναχθείτε,


τον Λιάπη εσκοτώσανε, στα μαύρα φορεθείτε.


Κατάρα νά 'χει ο φονιάς, η γη να μην τον λυώσει,


το αίμα οπού έχυσε, μ' αίμα να το πληρώσει.


Την κεφαλή του δήμιος να κόψει με το χέρι,


να του τρυπήσει την καρδιά φαρμακερό μαχαίρι.


Γυρίζουν τα λιοντόκαρδα με μάτια δακρυσμένα,


Στην Εκκλησιά πηγαίνουνε, πέφτουν γονατισμένα.


Την προσευχή τους κάνουνε μ' ευλάβεια κι αγάπη,


για την ψυχή του ανδρείου των και ζηλεμένου Λιάπη.

 

ΙΝΒ 19042011

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 74 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση