Ο Άγιος Ιωάννης ευρίσκεται μετά το χωριό Αράδενα και είναι μέσα σε δάσος. Από εδώ έχουν την καταγωγή τους οι οικογένειες Βαρδινογιάννη, Πολυράκη, Χατζημαρινάκη, Χούρδοι, Ποποδάκοι κ.α. Απογραφή 2001 κάτοικοι 65.

Πως περιγράφει το χωριό ο Παπαδοπετράκης:

Οικείται δ΄από 40 οικογενείας τρεφομένας ανέτως εξ όσων και οι γείτονες. Αλλ΄ούτοι, εκτός των πολυάριθμων ποιμνίων

έχουν εκτός των Σφακίων και κτήματα σπουδαία και μεγάλας αρύονται τας ωφελείας. Αρδεύονται δε από βαθύτατα πηγάδια

μετά πολλού κόπου. Το χωρίον τούτω ως εκ του καθαροτάτου κλίματος παράγει άνδρας ωραίους………

Ούτοι τραγουδώσι κάλλιον παντός άλλου τα Σφακιανά* λεγόμενα τραγούδια, άτινα μετά την επιμιξίαν του 1821

διεδόθησαν και εις τας ομόρους** επαρχίας.  Διαπρέπει δε ενταύθα και η οικογένεια των Βαρδίδων***

Γρ. Παπαδοπετράκης Ιστορία Σφακίων 1888

 

*  Τα σημερινά ριζίτικα λεγόμενα  
**  Διπλανές, Κοντινές
*** Βαρδινογιάννη (Βλέπε οικογένειες)

 

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ( Του φίλου Γιάννη Πολυράκη).


Εμέ το χωριουδάκι μου κουκκίδα είν’ στο χάρτη

ο `Αη-Γιάννης τω Σφακιώ στη ρίζα τση Μαδάρας,

μα φύγαν οι αθρώποι του σε μήκη και σε πλάτη.

Κόριζα είχαν στην ψυχή στη δίψα τση λαχτάρας,

να βρούνε τόπο χλοερό πέρα από την Κράπη

και’ γιναν ξένοι δυστυχώς στα ξένα της αντάρας,

μα δεν ξεχνούν τον τόπο τους…

 

Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Γιάννη Πολυράκη για το χωριό του,  θεωρώ ότι αξίζει να το μοιραστώ μαζί σας.
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

(Περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια του χωριού μου
`Αγ. Ιωάννης, στα ορεινά Δυτικά Σφακιά)

Λένε πως τ’άψυχα δεν έχουνε λαλιά,
δεν έχουνε αισθήματα κι αισθήσεις,
λένε πως είναι νεκρή φύση.

Τότε, γιατί μου μίλησε η πέτρα,
γιατί με καλοδέχτηκε το χώμα
σαν άφησα τα ίχνη των πατούσων;

Γιατί εστένεψε ο δρόμος σαν με είδε
και θάρρεψα θα μ’αγκαλιάσει
σαν μπήκα στο γνωστό σοκάκι;

Γιατί μου κούνησε το πεύκο τα κλαδιά,
γιατί η λυγαριά μου το φανέρωσε
πως φτιάξανε φωλιές τ’αγριοπούλια;

Γιατί μου έγνεψε και η ελιά
και μ’άπλωσε το γνώριμο κλαδί της
να δέσω τη σκοινόκουνιά μου πάλι;

Γιατί το κυπαρίσσι με φοβήθηκε
σαν μ’είδε να σιμώνω τον κορμό του
κι ας μη κρατούσα κείνο το τσεκούρι;

Είναι, γιατί η πέτρα και το χώμα,
η λυγαριά, το κυπαρίσσι κ’η ελιά,
το πεύκο, το σοκάκι,
είναι οι μοίρες μου.

Αυτές με καλοδέχτηκαν
σαν βρέθηκα στα μέρη τους,
και ‘γω εγνώρισα τον κόσμο
με της μορφής τους τη θωριά.

Εκείνες με συντρόφεψαν στα πρώτα ζάλα
και γεύτηκαν την άγουρη σπιρτάδα,
το δάκρυ, τη χαρά, το γέλιο, το παιχνίδι
σιμά τους τα’ζησα λεπτό-λεπτό.

Εγώ μεγάλωσα και κείνες μου’δωσαν
κάτι η καθεμιά από τη φύση της,
γι’αυτό και μέσα μου φυτρών’ο σπόρος
από το πεύκο, την ελιά, το κυπαρίσσι,
στο λιγοστό το χώμα με τις πέτρες.

Σαν μ’είδαν ύστερ’από τόσα χρόνια
με τη σιωπή τους μίλησαν μόνο σε μένα,
στη γλώσσα που’ξεραν αυτές, κι εγώ.

 

 

ai_giannis__3.jpgai_giannis__1.jpg