Το ποίημα αναφέρεται στο γενάρχη της οικογένειας Κελαιδή και στο τάμα του να οικοδομήσει

τον ναό του Τιμίου  Σταυρού στο Μουρί Σφακίων.

 

 

Πάσι κι ας χίλιοι χρόνοι μπλιό. Ενας καραβοκύρης

έζηε στα μέρη τω Σφακιώ, μεγάλος νοικοκύρης.

Οι Σφακιανοί οι προεστοί τον είχασι μπροστά τους

κι ήτονε Άρχοντας σωστός, μέσα κι ανάμεσά τους.

Στη Χώρα είχε γονικό, καράβια στη γιαλιά

κι έκανε τη μ-πειρατική, απ’ ούλους πλιά καλιά.

Λέσιν τον βεργολυγερό, πανέμορφα ντυμένο

με τα ελέη πλούσια, πολύ γραμματισμένο.

Ούλες τσοί μέρες πούστεκε στου καραβιου τη μ - πρώρα,

δεν έπαυγε το στόμα ν - του να τραγουδεί μιαν ώρα.

Μα ετραγούδιεν όμορφα, πανώργια, μαγεμένα,

κι ΄όσοι τον είχασ’ ακουστά, τα είχασι χαμένα.

“Δεν τραγουδεί - ελέγασι - μα κελαϊδεί θαρρείς”

κι απόμεινέ - ν - του τόνομα “Αρχοντας Κελαϊδής”.

Μια μέρα που δεν είχασι να πάσι για ταξίδι

το τόξ’ αρπάζει το βαρύ και γκάβγει στο κυνήγι.

Τσοί ράχες - ράχες πορπατεί και τσοι κορφές διαβαίνει,

τσ’ ισιάδες γρήγορα περνά, φαράγγια κατεβαίνει.

Νωρίς τ’ απομεσήμερο βρέθηκε σ’ ένα ν - τόπο

απού δεν ξαναπάτησε ο πόδας των ανθρώπω.

Ούλα τριγύρω άγκριγια κι η γ - ερημιά μεγάλη.

Η κάψα εκουζούλαινε, την κεφαλή καζάνι.

Το στόμα ν - του ‘χε ξεραθή, η γλώσσα ν - του στεγνώσει,

νερό στα γύρω πουθενά για να τονε γλιτώσει.

Αποσταμένος έκατσε κάτω από ‘να πρίνο

κι έλεγε από μόνος του : “εδά, είντα θα γίνω;”

Πως εν’ η μέρα του Σταυρού, ήρθε στη θύμησή ντου.

Στη χάρη που εώρταζε, κάντει τη μ - προσευκήν του:

“Τίμιε Σταυρέ, βοήθα μου! Δος μου λίγο νεράκι

και γω στον τόπο τούτονέ, σου χτίζω ‘κλησιδάκι”.

Δεν είχε πη τη μ - προσευκή κι ομπρός του εν’ αγρίμι

εξεπετάχτηκε γιοργά - το λόγο ντου να κρίνει.

Ξεχνά τη δίψα ο κυνηγός, το τόξο ντου ξεντώνει.

Βρίστ’ η σαϊτα τ’ αγριμιού, ντελόγκο το σκοτώνει.

Σιμώνει ν - του ο Κελαϊδής, θωρεί - το σκοτωμένο

κι είντα να δει; Τίμιε Σταυρέ! Το μούσι ν - του βρεμένο…

Σημάδι πως εκειά σιμά, πηγή ‘τονε κρυμμένη

και το ωζό απού ’ξερε, την είχε πριν βρωμένη.

Ψάχνει ζερβά, ψάνει δεξιά ψάχνει πάνω και κάτω,

βρίστει τη φλέγα του νερού κρυμμένη σ’ ένα βάτο.

Πίνει καλά, δροσίζεται και κάνει το σταυρό ν - του.

Θάμα ‘χει κάμει ο Σταυρός ο Τίμιος ομπρός του!

Κι όπως ο Τίμιος Σταυρός του έκαμε το θάμα,

ετσά γιοργά κι ο κυνηγός κάνει κι αυτός το τάμα.

Έχτισ’ εκειά την εκκλησιά, ζωγράφισε τσοι τοίχους

κι ηρέμησεν ο τόπος ‘πά, με τση καμπάνας τσ’ήχους.

Στσή πόρτας το ανώφυλλιο καράβι ζωγραφίστη

να δείχνει ποια ’ταν η δουλειά, εκείνουνά του χτίστη.

Δίπλ’απού το καράβι ν - του και κυνηγό κι αγρίμι

και τόξο ζωγραφίσασι - στο νου μας ν’ απομείνη.

Σαν έχτισε την εκκλησιά, ο Κελαϊδής εσκέφτη,

έχτισε σπίθια ολόγυρα και ίδια ‘κειά εστέφτη.

Παράτησε τα κύματα και έγινε βουνίσιος,

έφερ’επά σόι, δικούς, μα και φαμέγιους πλήθος.

Ογρήγορα εγίνηκε “Μουρί το Σφακιανό”

χωργιό που εορτάζουσι τον Τίμιο Σταυρό.

 

 

 

 

ΙΝΒ09012014