Λογοτεχνικά

Ριζίτικα της στράτας και της τάβλας

1

 

Που θέ να βγει στον Ομαλό, να ν΄αναγυρισμένος,

Λακιώτη ας κάμει σύντεκνο και Σφακιανό κουμπάρο,

κι Άγιερηνιώτη αδερφοχτό, Πανηχωρίτη φίλο.

Τότες να βγει στον Ομαλό, να ν`αναγυρισμένος.

 

 

2

 

 

Τον Πλουσιογιώργη ηύρηκα στα όρη κι εκοιμάτο,


κι είχε τ`αέρι πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα,


και τ`αργυρόν του το σπαθί ώριο προσκεφαλάδι.


Και Σφακιανοί περνούσανε και Σφακιανοί του λέσι:


«Γιώργη, κι είντα γυρές επά, Γιώργη κι είντα νοδεύγεις,


είντα γυρεύεις εδεπά κι έναι βαρά η καρδιά σου;».


«Τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω,


κι εγύρεψα τα βορινά και νοτικά δεν τα `βρα,


κι έπιασ`αντάρα στα βουνά και καταχνιά στσι ρίζες,


και περπατώ θλιφτά θλιφτά και παραπονεμένα».


«Είς του Βαρσάμου το νερό απού `ν` το δεντρουλάκι,


εις το σκιανιό του δεντρουλιού στέκ` ένα κουραδάκι.


Έδε κουράδι στρογγυλό κι έδε μπροστάρους τς` έχει!


Σείσε, κουρνέ, το τσάφαρο, κι εσύ, χελιέ, το λέρι».


3


Τρία βουνά μαλώνουνε κι είναι να σκοτωθούνε,


το Κέντρος και το Σφακιανό και τ` άλλ` ο Ψηλορείτης,


κι εμήνυσε το Σφακιανό κι είπε στον Ψηλορείτη:


«Σταθείτε σεις τα δυό βουνά, μα `γω `μαι το θεριό σας».

 

 

4

 

Τρία βουνά μαλώνουνε κι είναι να σκοτωθούνε,


το Κέντρος και το Σφακιανό και τ` άλλ` ο Ψηλορείτης,


μα μήνυσεν το Σφακιανό γραφές του Ψηλορείτη:


«Κάτσετε σεις τ`άλλα βουνά, μα σαν εμέ δεν είστε,


γιατ` έχω εξήντα τρεις κορφές κι εξήντα πέντε βρύσες,


σα πάσα βρύση μια μηλιά και πάσα δυό `να πεύκο,


σε πάσα τρεις και τέσσερις έχω ένα κυπαρίσσι,


έχω κι αθάνατο νερό, τον κόσμο να ποτίσει».


5


Φωνή και κλάημαν άκουσα στση φυλακής την πόρτα,


Πολλά `κλαίγε πονετικά, παιδιά, ποια μάνα να ήτο;


Του Κωνσταντή η μάνα ήτονε π` έκλαιγε τον υγιό τζη,


Και μέσα στα κλαψίματα διπλοπαράγγερνέ του:


«Υγιέ μ`, όντε λαμπροσκολιά, που πας και λειτουργάσαι,


και που `ναι τα κονίσματα που κάνεις το σταυρό σου;».


«Τη φυλακή μ` έχω εκκλησιά, τσ` αράχνες για καντήλια,


Τα παραθύρια κόνισμα και κάνω το σταυρό μου».


«Υγιέ μου, που πασκάζεσαι και που λαμπροφοράσαι,


και που κερνάς τσι φίλους σου και τς` εδικολογίες σου;».


«Ξερό ψωμί `ν` το Πάσκα μου, γδύμνια `ν` η φορεσιά μου,


μηδέ και φίλο μου φιλώ να πω Χριστός Ανέστη».

«Θαμάζομαί σε, Κωνσταντή, ως είσαι αντρειωμένος,

πως δεν τρυπάς τη φυλακή να φύγεις των πορτάρω,

να πάρεις δίπλα τα βουνά, τση Πάνας τα μιτάτα,

και νά `χεις σπιτοκάλυβο το σπήλιο του Καλλέργη.

Ο Ρούβας το περβόλι σου και το Λασίθι ο κήπος,

κι όντε θα σπέρνεις τον καρπό, να βρίχνεσαι στη Νίδα.

Στου Ψηλορείτη την  κορφή, εκεί να λειτουργάσαι,

και νά `χεις και για δασκαλιό τσι Σφακιανές Μαδάρες».

«Μάνα, θαρρείς κι η φυλακή κάμπος της Νίδας είναι;

Με πέτρες και με σίδερα είναι γυροζωσμένη».

 

 

6

 

Μωρέ κοπελιά Σφακιανά, όσα `στεν των αρμάτω,


πιάστε τα και γρακήξετε στον Ομαρό να πάμε,


κι εκάμαν πάλι φονικόν οι γι `Αρχοντομουσούροι,


το Γιάνναρη σκοτώσασιν, το νιόν τον παινεμένο.

 

7

 

Νικόλα,κι εμπαστίσαν το πάλι το ρημοχώρι.

 

Μόνο μην είναι Σφακιανοί, κι άσ` το κι ας το μπαστίσου.

 

Τρεις πόρους έχει το χωριό κι αφήστε μου τον ένα,

 

τον ένα τον πλατύτερο, μόνο και μοναχό μου.

 

Πάλι κι αν είναι Σφακιανοί, ας έρθει κι άλλος ένας,

 

να πάει απού το Μέσα δρυ για να τσι μπροσκαδιάσει.

 

8

 

 

Αφουγκρστήτε φίλοι μου και σεις οι καλεσμένοιν

αναθιβάλω τσοι γενιές και τσ’ αναγυρισμένους*.

Αγιά Ρουμέλη Τζάτζιμοι Α - Γιάννη Μιχελάκοι

Οι Βλάχοι στην Ανώπολι χώρα Σφακιώ Στρατίκοι.

Στ’ Ασκύφου Μαυροπάτεροι οι Πατακοί στην Νίμπρο

Δασκαλιανοί στον Πατσιανό στ’ Ασφένδου είν’ οι Μπουρμπάχοι.

Αυτοί ν’ οι γι άντρες τω Σφακιώ οι γι αναγυρισμένοι’’

* Αναγυρισμένος σύμφωνα με το λαογράφο Β. Λαούρδα είναι ο καλόσειρος δηλαδή κάτι αντίστοιχο του αξιότιμου.

 

9

«Τον ανδρειωμένο μην τον κλαίς πάλι κι αν αστοχήσει


μα αν αστοχήσει μια και δυό πάλι ανδρειωμένος θάναι


πάντα ειν οι πόρτες του ανοικτές και οι τάβλες του στρωμένες ».

 

10


« Πέτε το οι γι άντρες, πέτε το τση τάβλας το τραγούδι,

 

γιατί κι η τάβλα θέλει το κι η συντροφιά αγαπά το


καλά αγαπά το,


κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χαρά μεγάλη το ΄χει


να πουν τραγούδι του σκαμνιού την τάβλα να πρεπίσουν,


την τάβλα και την συντροφιά ».

 

11

« Μάνα σαν έρθουν οι φίλοι μας, σαν έρθουν οι εδικοί μας

 

μην τωνε πεις και απόθανα και τσοι βαροκαρδίσεις

 

Στρώσε τους τάβλα να γευτούν κλίνη να κοιμηθούνε

 

στρώσε και παραπέζουλα να θέσουν τ΄αρματα τους.

 

Και το πρωί σα σηκωθούν και σ΄αποχαιρετούνε,

 

πες τους το πως απόθανα».

 

12

«Τούτες τις ημέρες το καλούν,

τούτες οι εβδομάδες

 

κι απούχει φίλο τον καλεί,

δικό του πρεμαζώνει

 

κι απούχει αγάπη στα μακριά

γράφει γράφει και μπέμπει ».

 

13

 

Άρχοντες γάμον κάνουσι , πέντε γενιές καλούσι,

Δασκαλιανούς ‘π’τον Πατσιανό και Μωριανούς ‘π’ τα’ Ασκύφου,

Νταμουλιανούς ‘π’ τον Μπρόσγιαλο και Παττακούς ‘π’ τη Νίμπρο,

Βλάχους ‘που την Ανώπολη , γενιάν καμαρωμένη.

 

14

Εις του Βαρσάμου τα νερά χρυσό δεντρόν εβγήκε

κι εις τη σκιανίδα του δέντρου σφαχτά ‘νιαι σταλισμένα .

Κι οι Σφακιανοί περνούσανε , στέκουν και τα θωρούνε .

Για ιδέ σφαχτά , για ιδέ κριγιούς , για ιδ’ όμορφους μπροστάρους,

για ιδέ κουδούνια τα φορούν αργυρογανωμένα ,

για ιδέ βοσκοί τα βλέπουσι ασημαρματωμένα,

Δεν είν ‘ αυτά τω Σφακιανω μηδέ και των Πατέρω,

μόνο ΄νιαι των εννιά αδερφω των αναγυρισμένω

κι εις το καλό κι εις το κακό πάνταν αμονοιασμένω.

Όπου ΄ν΄οι τρείς γραμματικοί κι οι πέντε καπετάνιοι ,

το Γιάννη το καλό παιδί έχουσι τυροκόμο,

ν’ αρμέγει ,να τυροκομά και να στειροχωρίζει.

Στο ‘να βουνό τυροκομά κι εις τα άλλο αναζένει

κι εις τ΄ άλλο χύνει το χουμά να μην πνιγού τα αρνιάν του ,

τ’ αρνιά και τα αρνομάντριαν του , τα στειροπρόβατάν του.

 

15

Το ριζίτικο αναφέρεται στον  Δασκαλογιώργη δικηγόρο και πολιτευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη ,

που πνίγηκε το 1912 στο χείμαρρο της Καμάρας Κισάμου.

 

Παιδιά, χορεύγου στα Χανιά γή τραγουδούν στσί Λάκκους ,

μα κλαίνε στην Ανώπολη , στο μέγαν Άι-Γιώργη,

για ένα νιό που πνίγηκε στού Πλατανιά το ρούμα.

Μα σαν τον κλαίνε στα Σφακιά , αλλού δεν τόνε κλαίνε:

«Δάσκαλε Γιώργη, Δάσκαλε , Γιώργη Δασκαλογιώργη,

μα ορφάνεψές τα τα Σφακιά».

 

16

 

Φωνήν και κλάημαν άκουσα στσή Μεσαράς τη μπάντα.

Σε ποια μεριά τση Μεσαράς , σε ποιο μέρος του κάμπου ;

Μα στο Τυμπάκι το ‘λεγε μια Σφακιανή κοπέλα,

ήκλαιγε κι αναστέναζε και τα βουνά ραίζα.

«Ειντά ‘χεις , κόρη μου, και κλαις και τα βουνά ραίζεις;».

«Τον άντρα μου σκοτώσανε».

 

17

Από λαγκάδια ανάσερνα κι ήμουν και διψασμένος

 

 

 

και γυρεύγα να βρω νερό να πιω να ξεδιψάσω

κι απάντιξε μου μια ξανθή μιας χήρας θυγατέρα

δοσ μου ξανθή τα χείλη σου   να πιω να ξεδιψάσω..

 

 

 

 

επικ 02042014

 

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 305 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση