Ήθη και Έθιμα

ΓΕΝΝΗΣΗ

Η γέννηση

Όταν μια γυναίκα ήταν έγκυος της πήγαιναν οι γειτόνισσες όταν είχαν καλό φαί ένα  πιάτο <για την ξένη ψυ>,

για το χατίρι δηλαδή του παιδιού που βρισκόταν στην κοιλιά της.

Η μαμή που την έλεγαν και μαστόρισσα ήταν  αυτοδίδαχτη  κι έπιανε τα παιδιά όταν γεννιόνταν.

Το φαρμακείο της ήταν γλυκάνισος, απήγανος και χαμόμηλο. Για να βγάλει η <λουχούνα>

(η γυναίκα που μόλις γέννησε) πολύ γάλα, της έδιναν θολόσταση(αλεύρι διαλυμένο σε πολύ νερό),

που για να πίνεται έβαζαν μέσα ζάχαρη,κύμινο,σισάμι κ.λ.π.

Τη γέννηση του αγοριού την υποδέχονταν πάντα με χαρμόσυνους πυροβολισμούς,

κάτι που δε γινόταν όταν γεννιόταν κοριτσάκι. Τις πρώτες μέρες της γέννησης ερχόταν στο σπίτι ο παπάς

και ευχολογούσε και τη μάνα και το παιδί. Ύστερα από λίγες μέρες πήγαινε η μάνα το παιδί στην εκκλησία

και το εκκλησίαζε με το όνομα που σκέφτονταν να του δώσουν . Μέχρι να περάσουν σαράντα μέρες από τη γέννα 

η μάνα δεν έπρεπε να διασκελίσει κατώφλι ξένου σπιτιού. Τις πρώτες μέρες μετά τη γέννηση πήγαιναν

οι δικοί να το δουν και να το, <ξεχωρίσουνε>, δηλαδή να του βάλουν στη φασκιά δώρα, χρήματα ή κάτι χρυσό.

Το παιδί το τύλιγαν στο θώρακα με μια ταινία από διπλό καμποτένιο πανί, που είχε πλάτος  δώδεκα πόντους

και μήκος ένα και είκοσι μέτρο περίπου, το φασκιόνι. Μετά του έβαζαν διάφορα πανιά, που τα έλεγαν κωλόπανα,

και μετά το τύλιγαν  ολόκληρο εκτός από το κεφαλάκι  με τη φασκιά  για να γίνει ντρέτο σαν το κυπαρίσσι.

Όταν το παιδί το πήγαινε η μητέρα του για πρώτη φορά σε ένα σπίτι του έβαζαν λίγη ζάχαρη στο κεφάλι.


Ένα τραγουδάκι για την πορεία της ζωής

Το παιδί όντε γεννάται, σαν τ’οπωρικό λογάται.

Δεύτερο μήνα είν’καλά ν’αρχινίζει  να γελά.

Σ’τσοι πέντε μήνες κάθεται και στα’έξε μετακάθεται.

Εις τσ’ εφτά να μην ντραπεί, στσι πεζούλες να σταθεί.

Στσ’εννιά μήνες ζάλο κάνει και στσοι δέκα λέξη βγάνει.

Δεκαοχτώ χρονών αντράκι ψιλοδρώνει το μουστάκι.

Στσ’εικοσπέντ’ αθεί και δένει,

Στσοι τριάντα κατασταίνει. Σκέφτετ’ αν έχει λογικό

Για το δικό του σπιτικό.

Στσοι πενήντα για βουλή,αν έχει κεφαλή καλή.

Στσ’ εξήντα είναι φανερό πως έφυγε ο καλος καιρός

Στσ’ εβδομήντα δε φελά μόνο το ψωμί χαλά

Στσ’ογδόντα  σέρνεται κακά δε φέγγει μουδέ δε γροικά.

Οι γι-ενενήντα είν’πολλοί ν-του. Τον βαριούνται κι οι δικοί του.

  

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 272 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση