Λογοτεχνικά

1

 

Που θέ να βγει στον Ομαλό, να ν΄αναγυρισμένος,

Λακιώτη ας κάμει σύντεκνο και Σφακιανό κουμπάρο,

κι Άγιερηνιώτη αδερφοχτό, Πανηχωρίτη φίλο.

Τότες να βγει στον Ομαλό, να ν`αναγυρισμένος.

 

 

2

 

 

Τον Πλουσιογιώργη ηύρηκα στα όρη κι εκοιμάτο,


κι είχε τ`αέρι πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα,


και τ`αργυρόν του το σπαθί ώριο προσκεφαλάδι.


Και Σφακιανοί περνούσανε και Σφακιανοί του λέσι:


«Γιώργη, κι είντα γυρές επά, Γιώργη κι είντα νοδεύγεις,


είντα γυρεύεις εδεπά κι έναι βαρά η καρδιά σου;».


«Τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω,


κι εγύρεψα τα βορινά και νοτικά δεν τα `βρα,


κι έπιασ`αντάρα στα βουνά και καταχνιά στσι ρίζες,


και περπατώ θλιφτά θλιφτά και παραπονεμένα».


«Είς του Βαρσάμου το νερό απού `ν` το δεντρουλάκι,


εις το σκιανιό του δεντρουλιού στέκ` ένα κουραδάκι.


Έδε κουράδι στρογγυλό κι έδε μπροστάρους τς` έχει!


Σείσε, κουρνέ, το τσάφαρο, κι εσύ, χελιέ, το λέρι».


3


Τρία βουνά μαλώνουνε κι είναι να σκοτωθούνε,


το Κέντρος και το Σφακιανό και τ` άλλ` ο Ψηλορείτης,


κι εμήνυσε το Σφακιανό κι είπε στον Ψηλορείτη:


«Σταθείτε σεις τα δυό βουνά, μα `γω `μαι το θεριό σας».

 

 

4

 

Τρία βουνά μαλώνουνε κι είναι να σκοτωθούνε,


το Κέντρος και το Σφακιανό και τ` άλλ` ο Ψηλορείτης,


μα μήνυσεν το Σφακιανό γραφές του Ψηλορείτη:


«Κάτσετε σεις τ`άλλα βουνά, μα σαν εμέ δεν είστε,


γιατ` έχω εξήντα τρεις κορφές κι εξήντα πέντε βρύσες,


σα πάσα βρύση μια μηλιά και πάσα δυό `να πεύκο,


σε πάσα τρεις και τέσσερις έχω ένα κυπαρίσσι,


έχω κι αθάνατο νερό, τον κόσμο να ποτίσει».


5


Φωνή και κλάημαν άκουσα στση φυλακής την πόρτα,


Πολλά `κλαίγε πονετικά, παιδιά, ποια μάνα να ήτο;


Του Κωνσταντή η μάνα ήτονε π` έκλαιγε τον υγιό τζη,


Και μέσα στα κλαψίματα διπλοπαράγγερνέ του:


«Υγιέ μ`, όντε λαμπροσκολιά, που πας και λειτουργάσαι,


και που `ναι τα κονίσματα που κάνεις το σταυρό σου;».


«Τη φυλακή μ` έχω εκκλησιά, τσ` αράχνες για καντήλια,


Τα παραθύρια κόνισμα και κάνω το σταυρό μου».


«Υγιέ μου, που πασκάζεσαι και που λαμπροφοράσαι,


και που κερνάς τσι φίλους σου και τς` εδικολογίες σου;».


«Ξερό ψωμί `ν` το Πάσκα μου, γδύμνια `ν` η φορεσιά μου,


μηδέ και φίλο μου φιλώ να πω Χριστός Ανέστη».

«Θαμάζομαί σε, Κωνσταντή, ως είσαι αντρειωμένος,

πως δεν τρυπάς τη φυλακή να φύγεις των πορτάρω,

να πάρεις δίπλα τα βουνά, τση Πάνας τα μιτάτα,

και νά `χεις σπιτοκάλυβο το σπήλιο του Καλλέργη.

Ο Ρούβας το περβόλι σου και το Λασίθι ο κήπος,

κι όντε θα σπέρνεις τον καρπό, να βρίχνεσαι στη Νίδα.

Στου Ψηλορείτη την  κορφή, εκεί να λειτουργάσαι,

και νά `χεις και για δασκαλιό τσι Σφακιανές Μαδάρες».

«Μάνα, θαρρείς κι η φυλακή κάμπος της Νίδας είναι;

Με πέτρες και με σίδερα είναι γυροζωσμένη».

 

 

6

 

Μωρέ κοπελιά Σφακιανά, όσα `στεν των αρμάτω,


πιάστε τα και γρακήξετε στον Ομαρό να πάμε,


κι εκάμαν πάλι φονικόν οι γι `Αρχοντομουσούροι,


το Γιάνναρη σκοτώσασιν, το νιόν τον παινεμένο.

 

7

 

Νικόλα,κι εμπαστίσαν το πάλι το ρημοχώρι.

 

Μόνο μην είναι Σφακιανοί, κι άσ` το κι ας το μπαστίσου.

 

Τρεις πόρους έχει το χωριό κι αφήστε μου τον ένα,

 

τον ένα τον πλατύτερο, μόνο και μοναχό μου.

 

Πάλι κι αν είναι Σφακιανοί, ας έρθει κι άλλος ένας,

 

να πάει απού το Μέσα δρυ για να τσι μπροσκαδιάσει.

 

8

 

 

Αφουγκρστήτε φίλοι μου και σεις οι καλεσμένοιν

αναθιβάλω τσοι γενιές και τσ’ αναγυρισμένους*.

Αγιά Ρουμέλη Τζάτζιμοι Α - Γιάννη Μιχελάκοι

Οι Βλάχοι στην Ανώπολι χώρα Σφακιώ Στρατίκοι.

Στ’ Ασκύφου Μαυροπάτεροι οι Πατακοί στην Νίμπρο

Δασκαλιανοί στον Πατσιανό στ’ Ασφένδου είν’ οι Μπουρμπάχοι.

Αυτοί ν’ οι γι άντρες τω Σφακιώ οι γι αναγυρισμένοι’’

* Αναγυρισμένος σύμφωνα με το λαογράφο Β. Λαούρδα είναι ο καλόσειρος δηλαδή κάτι αντίστοιχο του αξιότιμου.

 

9

«Τον ανδρειωμένο μην τον κλαίς πάλι κι αν αστοχήσει


μα αν αστοχήσει μια και δυό πάλι ανδρειωμένος θάναι


πάντα ειν οι πόρτες του ανοικτές και οι τάβλες του στρωμένες ».

 

10


« Πέτε το οι γι άντρες, πέτε το τση τάβλας το τραγούδι,

 

γιατί κι η τάβλα θέλει το κι η συντροφιά αγαπά το


καλά αγαπά το,


κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χαρά μεγάλη το ΄χει


να πουν τραγούδι του σκαμνιού την τάβλα να πρεπίσουν,


την τάβλα και την συντροφιά ».

 

11

« Μάνα σαν έρθουν οι φίλοι μας, σαν έρθουν οι εδικοί μας

 

μην τωνε πεις και απόθανα και τσοι βαροκαρδίσεις

 

Στρώσε τους τάβλα να γευτούν κλίνη να κοιμηθούνε

 

στρώσε και παραπέζουλα να θέσουν τ΄αρματα τους.

 

Και το πρωί σα σηκωθούν και σ΄αποχαιρετούνε,

 

πες τους το πως απόθανα».

 

12

«Τούτες τις ημέρες το καλούν,

τούτες οι εβδομάδες

 

κι απούχει φίλο τον καλεί,

δικό του πρεμαζώνει

 

κι απούχει αγάπη στα μακριά

γράφει γράφει και μπέμπει ».

 

13

 

Άρχοντες γάμον κάνουσι , πέντε γενιές καλούσι,

Δασκαλιανούς ‘π’τον Πατσιανό και Μωριανούς ‘π’ τα’ Ασκύφου,

Νταμουλιανούς ‘π’ τον Μπρόσγιαλο και Παττακούς ‘π’ τη Νίμπρο,

Βλάχους ‘που την Ανώπολη , γενιάν καμαρωμένη.

 

14

Εις του Βαρσάμου τα νερά χρυσό δεντρόν εβγήκε

κι εις τη σκιανίδα του δέντρου σφαχτά ‘νιαι σταλισμένα .

Κι οι Σφακιανοί περνούσανε , στέκουν και τα θωρούνε .

Για ιδέ σφαχτά , για ιδέ κριγιούς , για ιδ’ όμορφους μπροστάρους,

για ιδέ κουδούνια τα φορούν αργυρογανωμένα ,

για ιδέ βοσκοί τα βλέπουσι ασημαρματωμένα,

Δεν είν ‘ αυτά τω Σφακιανω μηδέ και των Πατέρω,

μόνο ΄νιαι των εννιά αδερφω των αναγυρισμένω

κι εις το καλό κι εις το κακό πάνταν αμονοιασμένω.

Όπου ΄ν΄οι τρείς γραμματικοί κι οι πέντε καπετάνιοι ,

το Γιάννη το καλό παιδί έχουσι τυροκόμο,

ν’ αρμέγει ,να τυροκομά και να στειροχωρίζει.

Στο ‘να βουνό τυροκομά κι εις τα άλλο αναζένει

κι εις τ΄ άλλο χύνει το χουμά να μην πνιγού τα αρνιάν του ,

τ’ αρνιά και τα αρνομάντριαν του , τα στειροπρόβατάν του.

 

15

Το ριζίτικο αναφέρεται στον  Δασκαλογιώργη δικηγόρο και πολιτευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη ,

που πνίγηκε το 1912 στο χείμαρρο της Καμάρας Κισάμου.

 

Παιδιά, χορεύγου στα Χανιά γή τραγουδούν στσί Λάκκους ,

μα κλαίνε στην Ανώπολη , στο μέγαν Άι-Γιώργη,

για ένα νιό που πνίγηκε στού Πλατανιά το ρούμα.

Μα σαν τον κλαίνε στα Σφακιά , αλλού δεν τόνε κλαίνε:

«Δάσκαλε Γιώργη, Δάσκαλε , Γιώργη Δασκαλογιώργη,

μα ορφάνεψές τα τα Σφακιά».

 

16

 

Φωνήν και κλάημαν άκουσα στσή Μεσαράς τη μπάντα.

Σε ποια μεριά τση Μεσαράς , σε ποιο μέρος του κάμπου ;

Μα στο Τυμπάκι το ‘λεγε μια Σφακιανή κοπέλα,

ήκλαιγε κι αναστέναζε και τα βουνά ραίζα.

«Ειντά ‘χεις , κόρη μου, και κλαις και τα βουνά ραίζεις;».

«Τον άντρα μου σκοτώσανε».

 

17

Από λαγκάδια ανάσερνα κι ήμουν και διψασμένος

 

 

 

και γυρεύγα να βρω νερό να πιω να ξεδιψάσω

κι απάντιξε μου μια ξανθή μιας χήρας θυγατέρα

δοσ μου ξανθή τα χείλη σου   να πιω να ξεδιψάσω..

 

 

 

 

επικ 02042014

 

 

1

Αλληγορικό ριζίτικο για τους χαΐνιδες, οι χαίνηδες ήταν το υγιές κομμάτι του Ελληνισμού

στο νησί και οι τιμωροί των κατακτητών.

 

Αητέ που κάθεσαι ψηλά στ όρος το χιονισμένο,

τρώεις το δρόσος του χιονιού, πίνεις νερό κατάκρυο,

λαγό κι αν πιάσεις γεύγεσαι περδίκι και δειπνάς το,

φιλείς και κόρην όμορφη.

 

2

Τρώτε και πίνετε σήμερα αγωνιστές γιατί αύριο ίσως να μην μπορείτε πια.

 

Δεν τρώτε και δεν πίνετε

και δε χαροκοπάτε

πριν νάρθει ο Χάρος να μας βρει

να μας σε διαγουμίσει

να διαγουμίσει τσοι γενιές

και να διαλέξει τσοι άντρες

 

3

Κάλεσμα των οικογενειών κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770.

 

Δασκαλιανοί στο Πατσιανό και Μπούρμπαχοι στ Ασφένδου

Στ Ασκύφου Μαυροπάτεροι και Παττακοί στη Νίμπρο

Οι Βλάχοι στην Ανώπολη και στα Σφακιά Στρατίκοι

ελάστε στον Ομπρός Γιαλό .

 

4

Αλληγορικό ριζίτικο για τους Χαίνηδες.

Αγρίμια κι αγριμάκια μου

λάφια μου μερωμένα,

πέστε μου πουν οι τόποι σας

και που τα χειμαδιά σας.

Γρεμνά ναι μας οι τόποι μας

λέσκες τα χειμαδιά μας,

τα σπηλιαράκια τω βουνώ

είναι η κατοικιά μας.

 

5

Καλώς ανταμωθήκαμε, ούλοι , δικοί και ξένοι,

τούτον το χρόνο τον καλό , του χρόνου ποιος το ξέρει,

γή ζιούμε γή ποθαίνομε  γή πάμε σ ‘ άλλα μέρη,

πάλι καλές αντάμωσες .

 

6


Πολλοί αντρειωμένοι πιάσανε τσι Σφακιανές Μαδάρες,

Πάνω στα χιόνια κάθονται και γοργοροζονάρουν:

<< Παιδιά σα κάμει ξαστεριά και λύσουνε τα χιόνια,

Θα πιάσομε τα Κεραμειά και στα Χανιά να μπούμε,

Πάλι τση Σπλάτζιας το τζαμί να ξαναχριστιανέψει>>.

 

7

Παιδιά, κι ειντά ‘ναι η μάζωξη στό Σφακιανό τον κάμπο;

«Στην Παναγιά τη Θυμιανή, πού ‘ναι στσί Κομητάδες,

Μαζώνουντ’ ούλοι οι γι αρχηγοί, χιλιάδες οπλοφόροι ,

Πόλεμο να κηρύξουνε οι Σφακιανοί του Τούρκου.

Κι απητις ορκιστήκανε, αμέσως ξεκινούνε.

Μπαίνουν στση Νίμπρος το λαγκό και βγαίνουνε στ’ Ασκύφου,

στήν Κράπη κατεβήκανε καί πήγανε στσί Βρύσες

καί σφάζουν καί σκοτώνουνε».

 

8


«Παιδιά, κι είντα να γίνηκε στσί Σφακιανές Μαδάρες

και σκέπασέ τζι συννεφιά και καταχνιά μεγάλη

και δε λαλούνε πέρδικες και δε χτυπούν κουδούνια

και οι κοπελιές τω Σφακιανώ μέσ’ αποσφαλιχτήκαν;».

«Τρία παιδιά σκοτώθηκαν , τρείς ξακουστοί λεβέντες .

ο Σαμαρίτης έπεσε εις τα Πεστά στη μάχη,

ο Στυλιανός στη Σιάτιστα , στη Τζουμαγιά ο Προκόπης ,

και κλαί τζι ούλα τα Σφακιά».

 

9

Μια καλογρά εμήνυσε τω Σφακιανώ μαντάτο:


<< Να το κατέτε, Σφακιανοί , ούλοι , μικροί μεγάλοι,

ο νιός απού σκοτώθηκε ήταν εμένα γιός μου.

τα τρίμερα περάσανε , τα νιάημερα εφτάξα,

μα τα σαράντα δεν περνού , το Χάρο σάσε μπέμπω,

λογαριασμό να δώσετε για το κορμί του γιού μου>>.

 

10

Ριζίτικo με αναφορά στα Ασκύφου.

<< Παιδιά, κι είντα `ν` οι μπαλοτές στη Νίμπρο και στ` Ασκύφου;

Παιδιά, λαγούς ζυγώνουνε γή αγρίμια κυνηγούνε

γή πούρι γάμο  κάνουνε του καπετάνιο Σήφη;

Γενές γενές τσι προσκαλού,  σειρές σειρές καθίζου,

Δασκαλιανούς `π` τον Πατσιανό και Μωριανούς

`π` τ` Ασκύφου, Νταμουλιανούς `π` τον Μπρόσγιαλο

και  Παττακούς `π` τη Νίμπρο, Βλάχους `που την Ανώπολη,

γενές καμαρωμένες >>.

 

11

Όταν οι άρχοντες παραβαίνουν τους άγραφους νόμους, έρχεται η τιμωρία από το λαό.

Οι τρεις γιοι της Κανάκαινας Πάτερου εκτελέσθηκαν γιατί πήραν στα σοβαρά το ρόλο τους

ως φοροεισπράκτορες των Σφακίων.


<< Χριστέ, καί νά κατέβαινε βρύση απού τή Μαδάρα,

νά κατέβει κλιτά κλιτά στ ‘ ‘Ασκύφου τό λιβάδι,

νά βρεί τσί γούρνες αδειανές νά μπεί νά τσί γεμίσει ,

να πλύνουν οι ανήπλυτες , να πλύνουν κι οι πλυμένες ,

να πλύνει κι η Κανάκαινα τα ματωμένα ρούχα>>.

 

12

Που θε ν ακούσει κλαήματα κι όμορφα μοιρολόγια,

ας πάει στο ψηλό βουνό να του βρογίσ’ ο λάκκος ,

ν ακούσει την Κανάκαινα πως κλαίει τα παιδιά τζη:

<< Γερώνυμε με το ψηφί , Σήφη μου με το διώμα ,

Πώλο μου σγουρομάλλη μου , παιδιά μου ξακουσμένα >>.

 

13

Μαυροφορέσαν τα Σφακιά αφ` όνταν αποθάνα

Οι τέσσερις οι γι αρχηγοί, οι πρωτ` επαναστάτες,

Που `ναι ο Δάσκαλος Γιαννιός, ο Γιάννης ο Μπονάτος

Και ο Μιχελιδόπαπας κι ο αδερφός του ο Χούρδος

Που πολεμούσαν την Τουρκία.

 

 

Τα παρακάτω (14-15-16) ριζίτικα  αναφέρονται στην αιχμαλωσία των Σφακιανών

καπεταναίων το 1826 και στην ανεπιτυχή απόπειρα τους να αποδράσουν

από το φρούριο του Φιρκά των Χανίων το 1827.

 

14

Άρχοντες έχουν στη φλακή σα χίλιους πεντακόσιους.

Έχουν το Ρούσσιο τω Σφακιώ και τον Πωλογιωργάκη,

το Γιώργακα `που τον Πρασέ, το Δράκο `που τσι Λάκκους,

έχουν και τον Πρωτόπαπα απού το Πανωχώρι.

Μα `σπασ` ο Ρούσσιος τη φλακή.


    15

Αρχόντους έχουν στη φλακή ως χίλιους πεντακόσιους,

κι έχουν το Ρούσσιο τω Σφακιώ και τον Πωλογιωργάκη,

έχουν και τον Πρωτόπαπα, το Δράκο `που τσι Λάκκους.

Απόψε να τρυπήσομε τση φυλακής τον τοίχο

να πάμε να χτυπήσομε κατ` απού το μπεντένι,

μα μας δε μάσε πιάνουνε.

 

16

Άρχοντες έχουν στη φλακή ως χίλιους πεντακόσιους.

Έχουν το Ρούσσιο τω Σφακιώ και το Σηφογιωργάκη,

έχουν και τον Πρωτόπαπα, το Δράκο `που τσι Λάκκους.

«Δράκο μ`, απού `σαι ξακουστός κι είσαι και παλικάρι,

Απόψε θα τσακίσομε τση φυλακής τσί πόρτες».

 

17

Τον ανδρειωμένο τ΄άρματα δε πρέπει να πουλιούνται

μα πρέπει να γυαλίζονται στο όβγορο να κρεμιούνται

να τα θωρούν κι άλλοι νιοι πάντα να τσι θυμούνται.

 

18

Ριζίτικο που αναφέρει την προσπάθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

για στήριξη και βοήθεια από τους Δυτικούς.

Όντεν εδικονίζετο ο Κωσταντής στα ξένα

τσι ρούγες ρούγες περπατεί κι' εις τα στενά διαβαίνει.

Βάνει τα ράσα κούντουρα κι' εφάνη το σπαθί του

κι' εφάνη το χρυσό σπαθί και τ΄αργυρό φουκάρι.

Βασιλοπούλα το θωρεί από ψηλό παλάτι:

- Δεν είν' αυτός καλόγερος μηδε και διακονιάρης

μόνό ΄ναι βασιλόπουλο, μεγάλου Ρήγα γένα.

19

Μα είντά 'χεις, καπετάνιο μου, κι είσαι συλλογισμένος;

Σε φονικό σ' ελέξανε η σε σισιναμέντο;».

«Μαγάρι να 'τον φονικό, να 'τον σισιναμέντο, μόνο μ' ελέξα οι γι αφεδιές

και με ζητούν στη χώρα. Φράγκους εγώ δεν προσκυνώ».

20

Ριζίτικο που αναφέρεται στις  σημαντικές  οικογένειες της αποτυχημένης επανάστασης του Κανδανολέων  εναντίων των Ενετών.

Ποιος είδε Κόντη σύνδικο,


Καντανολέ ρετούρη,

και Πάτερο γραμματικό,

Μουσούρο καντσιλέρη.

21

 

 

Στον ουρανό χορεύουνε στον Άδη κάνουν γάμο

και βγήκαν και καλούσανε όλους τους πικραμένους

Χριστέ να με καλούσανε και με το πικραμένο

να φτιάξω πράσινα κεριά και αλεξιμνιές λαμπάδες

να τσ' αναβά να γύριζα τον Άδη γύρου γύρου

να δω τσι νιούς πως κοίτουνται τσι γέρους πως κοιμούνται

να δω και τα μωρά παιδιά.

22

Χριστέ να σπούσαν οι φλάκες, να φύγω απού το Κάστρο

να πάρω δίπλα τα βουνά, να βγω στον Ψηλορείτη

να μου βγορήσουν τα Σφακιά, τσ' Ανώπολης ο κάμπος

ν' ακούσω αρμάτω ταραχή, φωνές αντριωμένων

Χριστέ μου κι ας επόθαινα....

23

Δεντρί να μην ανοίξετε, Πεύκοι να μαραθήτε

Δεν κάθομαι στόν ίσκιο σας, μήτε λημέρια κάνω.

Μα καρτερώ μιάν Άνοιξη, του Μάη καλοκαίρι

Να βγώ απάνω στά βουνά, στόν καθαρό άέρα.

Να βρώ τή πάχνη του χιονιού, να πιώ να δροσερέψω

Να άκούσω και άετού φωνή...

 

24

Αυγή τσ' αυγής θα σηκωθώ που του βουνού τη ρίζα

να σύρω να ξημερωθώ βουνό μου στην κορφή σου

να κάμω κύκλο στην κορφή, βόλιτα στη Μαδάρα

να βρω μια πέτρα ριζιμιά να διπλωθώ να κάτσω

να σύρω κλέφτικη φωνή να πρεμαζώξω κλέφτες...

25

Τα μάθια  μου αναντράνηξα κάτω στσοι ανύδρους κάμπους.

Θωρώ ναν ποταμό  θολό, θολό και βουρκωμένο,

Κι ανάμεσα στον ποταμό  θωρώ ναν καβαλλάρη,

Άσπρος  ο νιός , άσπρα  φορεί, μαύρο χει καβαλλάρη.

Χώνετ ο μαύρος  ως τ΄αυχιά, κι ο νιος ως το λουρίν του..

 

παραλλαγή του παραπάνω ριζίτικου.

 

Τα μάθια μ' αναντράνισα κάτω στσ' ανύδρους κάμπους,

θωρώ 'ναν ποταμό θολό, θολό καί βουρκωμένο.

Κι απού τον δει τρεχάμενο, λέει τον καί κοιμάται,

κι εκείνος σέρνει μέσαν του δέντρα ξεριζωμένα καί σέρνει κι έναν νιόν καλό,

συνωροπαντρεμένο, κι ακόμη ο γάμος του βαστά κι οι τάβλες του

'ν' στρωμένες κι ακόμης τα στεφάνιαν του του λιβανιού μυρίζουν,

του λιβανιού καί του κεριού καί τ' άγιον Ευαγγέλι.

Κι ανάμεσα στον ποταμό θωρώ 'ναν καβαλάρη,

άσπρος ο νιος, άσπρα φορεί, μαύρό 'χει καβαλάρη,

 

26

H γυναίκα του Μόρου είναι αιχμάλωτη των γεννίτσαρων.

 

- Κάτω στο Δαφνηπόταμο, στη δαφνηποταμίδα,

Τούρκοι περάσαν και πολλοί, τρακόσιοι γεννιτσάροι

και σέρνουν και μια λυγερή, του Μώρου τη γυναίκα.

Κι ο Μώρος ήτο στα μακριά, απάνω στη Μαδάρα

σαν όνειρ' ονειρεύτηκε σαν άνθρωπος του είπε:

Μώρο μου τη γυναίκα σου κι οι Τούρκοι την επήρα

τσιμπού-ν-τη και φιλού-ν-τηνε και μασκαρεύουνε-ν-τη

κι η μάνα τση των ακλουθά, τσαγκρουνομαδησμένη.

Αμέσως εσηκώθηκε, μ' εξή ντα παληκάρια

και στη-μ-προσκάδα στάθηκε, τη λυγερή-ν-επήρε

και μπήκε εις τον πόλεμο με το σπαθί στο χέρι

και τρεις χιλιάδες έσφαξε, πριν να 'ρθει μεσημέρι

ένα κουτσό κι ένα στραβό, άφησε για χαμπέρι

να πα να πούνε του Πασά, να στείλει κι άλλο ασκέρι.

 

(Η άψογη απόδοση του στο yutube από τον Νεκτάριο Μπούχλη

https://www.youtube.com/watch?v=Gx1Ms-N9kVE&x-yt-ts=1421914688&x-yt-cl=84503534 )

 

 

ΙΝΒ 21092013

ΕΠΙΚ 20102014

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 377 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση