Λογοτεχνικά

                     1

Μοιρολόι της Ανωπολίτησας μάνας  για το θάνατο του γιού της,
που έπεσε στη μάχη του Κουρνά το 1770.
Ήταν ο πρώτος νεκρός της επανάστασης Δασκαλογιάννη.

          
«Μαρμαρωμένο σε θωρώ  Πωλιό μου ,

αγρίμι τω Μαδάρω κι εδικό μου.

Μιλώ σου και δε μου μιλείς , κλωνάρι μου,

πιάνω σε, και μου φεύγεις παλικάρι μου.

Που πάεις με τέθοιαν άνοιξη, καλέ μου,

που πάεις με τέθοιον ήλιο , σύντροφέ μου»;

 

               2

Μοιρολόι της Πατακίνας πεθεράς του Παύλου Ζαμπέτη 1770

 

 Γιέ μου , θλιφτή παραγγελιά σου φερν’ απού τα όρη ,

χαιρετισμό μιάς άμοιρης , που να ‘ ρθει δεν εμπόρει .

Ξαθά μαλλιά π’ανάθρεφε , επά και χρόνια τόσα,

να στρώνει προσκεφάλι σου , κι ιδέ πως αποδώσα.

Κάθε κλωνί κι απαντοχές τσι σύγκοψε ολπίδα.

μα οψές ουλες τα απαντοχές τσι σύγκοψε η λεπίδα.

Ρωτώ τον καπετάνιο σου, το Δάσκαλο το Γιάννη,

όντεν αθούσι τα κλαδιά , πόλεμο γιάντα κάνει,

και παίρνει ο ήλιος πούλουδα και παλικάρια ο Χάρος ,

και τα παντέρμα τα Σφακιά διπλόν το ‘ χουν το βάρος.

   

                     3

 Φωνήν και κλάημαν άκουσα στσή Μεσαράς τη μπάντα.

Σε ποια μεριά τση Μεσαράς , σε ποια μεριά του κάμπου;

Είς το Τυμπάκι το ΄λεγε μια Σφακιανή κοπέλα,

κι έκλαιγε τον υγιούκα τζη κι έκλαιγε τον υγιό τζη:

«Γιέ μου, που σ ‘ ηύρ’ ο Χάροντας κι εμαχαιρόσφαξέ σε;

Κι α σ’ ηύρε στο ζευγάρι μας , να το ξεζευγαρώσω,

κι α σ’ ηύρε στο κουράδι μας , να το ξετσαφαρώσω ,

κι α σ’ ηύρε στο περβόλι μας , νερό να μην του δώσω,

κι α σ’ ηύρε εις την εκκλησιά, να μην τη λουτρουήσω ,

κι α σ’ ηύρηκε στη γειτονιά , να μην τη χαιρετήσω».

«Μάνα, λουτρούγα τσ’ εκκλησιές , χαιρέτα τσί γειτόνους,

μά μένα μ’ ηύρε ο Χάροντας στα’ αγάπης μου την πόρτα».

 

                           4

 

Μοιρολόι της μάνας για το γιός της που έπεσε στο γκρεμό και κρεμάσθηκε νεκρός σε ένα δένδρο.

 

«Έθαψα ‘γω κι απ’ αρρωσιά, έθαψα κι από μπάλα 

πέντε ‘σαν κι αποθάνασι ούλα μιτσά, μεγάλα. 

Σα το δικό σου τον καημό, άλλο καημό δεν είχα 

να σε θωρώ να κρέμεσαι τη μέρα και τη νύχτα. 

Πνιγμός, γκρεμνός του τσιφτελή, του τυχερού είν΄ η σφαίρα, 

μα ‘σένα σου ‘τανε γραφτό να λιώσεις στον αέρα.» 

 

                                   5

 

Μοιρολόι της μάνας του Σήφη Λιάπη για το θάνατο του:

« Έξεν υγιούς εγέννησα και τα έξε αντρειωμένους,

και τα έξε μου τσί φέρασι στην τάβλα σκοτωμένους.

Μα σύ ‘σουν ο καλύτερος , Σήφη μου παινεμένε,

κι ούλοι οι Τούρκοι τρέμασι εσένα, αντρειωμένε.

Απού τσί Τσιριντάνηδες αν είχα σου βαρούσι,

δεν ήτον παραπόνεση, γιατί κι αυτοί πονούσι.

Μα ‘να θεριό που το ‘τρεμε Ανατολή και Δύση ,

κρίμα ‘τον ένας κακουλές να μου το καταλύσει ».

 

                           6

  Σπάνια ο άνδρας μοιρολογεί όπως παρακάτω:

 Επόθανες , επόθανες , μηλιά μου ,

φεύγεις και που μ’αφήνεις , κοπελιά μου;

Τάσσω σου, γυναικούλα μου , καλή μου,

άλλη να μην ξανοίξω, φρόνιμή μου.

Γλυκιά μου γυναικούλα μου, γλυκιά μου,

σήκω και ξάνοιξέ με , μυρισά μου,

και άνοιξε τα ‘ αχείλι σου , καλή μου,

και παρηγόρησέ με , φρόνιμή μου.

 

                  

 

 

 

 

 

 

 

 

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 49 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση