Στο χωριό Εμπρόσνερος Χανίων ζει και έχει τον πύργο του ένας φοβερός γενίτσαρος με το όνομα Αληδάκης.
Ο πλούτος του είναι τεράστιος, τραγούδι αφιερωμένο στο τέλος του γενίτσαρου γράφει: «Μητάτα* 24 έστενε στην αράδα» το χειρότερο όμως, είναι οι ανομίες του σε βάρος των πεδινών χριστιανών.
Ο Αληδάκης έχει στενέψει πολύ την κτηνοτροφική περιοχή των Σφακιανών και δεν διστάζει να τους φοβερίζει με τον στρατό του.
Παρόλο που έχουν περάσει μόνο τέσσερα χρόνια από την μεγάλη καταστροφή της επαρχίας, οι Σφακιανοί συναθροίζονται και αποφασίζουν πόλεμο κατά του Αληδάκη.
Αυτός ο πόλεμος θα γίνει με την βοήθεια των γυναικών οι οποίες απαίτησαν την συμμετοχή τους. Έχουν βλέπεται μείνει λίγοι οι Σφακιανοί και οι γυναίκες τους έχουν ήδη πάρει το βάπτισμα του πυρός από την προηγούμενη επανάσταση άρα δεν μπορούν να τους αρνηθούν.
Ο ποιητής της εποχής Γεωργής Πάτερος γράφει:
Μά είπε κ’ η Πατσουροζαμπιά κ’ εμείς θ’ αρματωθούμε,
κ’ η Νικολέτα, κ’ η Χρουσή «θέ νά σας ακλουθούμε,
μαζί νά πολεμήσωμε, μαζί κ’ αν ‘αι χαθούμε,
κ’ εμείς εβαρεθήκαμε τσοί Τούρκους νά γροικούμε»
ούλες μαζί θέ νά ‘ρθωμε φωνιάζ’ η γι’ αρχοντούλα,
μέ τή Λουπασσο-Κατεργιά καί παπαδο-Σοφούλα.
« Γυναίκες, σεις να κάτσετε μαζί με τα παιδιά σας,
μα σας κάτω ‘ς τον Πρόσνερο, δεν έναι η δουλειά σας
ογλήγορα ‘ς τά σπίθια σας, των λεν’ οι πολεμάρχοι,
μα μεις του Πύργου την Τουρκιά την τρώμε και μονάχοι.
- Μα μεις δεν απομένομε, μαζί σας θ’ ακλουθούμε,
τση Ρωμηοσύνης τον οχθρό κ’ εμείς θα πολεμούμε.
- Άς έρθου, σα δε γίνεται, μα η πρώτη των δεν έναι ».
Οι Σφακιανοί για να αποφύγουν τα θύματα από την μεριά τους έστειλαν δύο από τους καλύτερους σκοπευτές τους το Καραβάνο και το Μπουζή να εκτελέσουν τον Αγά το πρωί που έβγαινε στο παράθυρο, όμως και των δύο τα όπλα λόγω υγρασίας δεν πυροβόλησαν. Έτσι αναγκάσθηκαν να πολιορκήσουν τον πύργο του γενίτσαρου, και μετά από αγώνα και θυσίες τον νίκησαν και κατάστρεψαν τον πύργο ο ίδιος δε έπεσε μαχόμενος.
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΗΡΩΙΔΕΣ
Μά κλαίουσι κ’ οι Σφακιανοί καμπόσους αντρειωμένους,
λειοντάρια ‘ς τήν παλληκαργιά, ‘ς τόν πόλεμ’ αξιωμένους.
κλαίσι τό Μπουζο-Θόδωρο, ‘που ‘χέ μεγάλο νάμι,
καί τό’ Φλέ-φλέ τό Σταβιανό, καί τόν Πατερογιάννη.
τόν Κανακό-Γερώνυμο, απού ‘τόν αντρειωμένος,
κ’ ήτο καί νειός μονοχογυιός, περίσσεια χαϊδεμένος.
κλαίσιν τό Σκορδαλ’ Αντρούλη, τόν όμορφο παιγνιώτη,
μαζί μέ τόν παπά-Βαρδή, καί τόν παπά τό Χιώτη. 460
καί τόν Σπαντιδο-Κωνσταντή, καί τόν Σηφο-Μανώλη,
τόν Μπριλογιάννο-Θόδωρο, ‘που τόν ‘παινούσαν όλοι,
καί τό Νικόλα-Μαλαντρή, τό ‘Ρούσιο, απού τό Θόλος.
καϋμένος ο Βαφό-Κωστας, κ’ ο Μπήργερος ο Πόλος.
κλαιν τή Βουρβαχο-Κατσουλή, μέ τήν μακρέ πλεξούδα,
από ‘πολέμ’ αντρείστικα, κ’ ας ήτο κοπελούδα.
κλαίσι καί τήν Σγουραφελλιά, πώκανε τά λαγούμια,
κ’ έκανε τά παιδιά ‘ρφανά, χηράδες τά χανούμια.
οπού τήν ηβρ’ η μπολοτέ κ’ έπεσεν εις τό δώμα,
καί πέρν’ η μπόρμπερη φωθιά καί τηνε κάνει λυώμα. 470
καί γλήγορα θά κλάψουσι καί τόν Ζαμπετο-Γιώργη,
καί τόν Μιχαλιουδό-Πόλο, καί τό Βάρδο-Κοκόλη,
καί τόν Μπουνατο-Μιχελή, κ’ έχου μεγάλη πίκρα,
κ’ αυτοί βαρέ ‘ς τόν πόλεμον περίσσεια ‘βαρηστήκα.
Ερείπια του πύργου στέκονται ακόμα για να θυμίζουν μια ακόμα θυσία.
* Μητάτο. Αυτόνομη γεωργοκτηνοτροφική μονάδα