Φέτος η εκδήλωση για την επέτειο της επανάστασης του Δασκαλογιάννη ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Το πρόγραμμα περιελάμβανε δοξολογία - ομιλίες - κατάθεση στεφάνων - απαγγελία ριζίτικου - χορευτικό από το σύλλογο ΤΑ ΣΦΑΚΙΑ, καθώς και πλούσιο σφακιανό τραπέζι.
Κεντρικός ομιλητής στη εκδήλωση ήταν ο Σήφης Μανουσόγιαννης από την Ίμπρο, πρόεδρος της Ένωσης Απανταχού Σφακιανών.
Ο χορευτικός μας σύλλογος, ΤΑ ΣΦΑΚΙΑ, τίμησε την εκδήλωση με χορό και αναφορά στους πρωτοκαπετάνιους του Δασκαλογιάννη.
Ο Νίκος Σκορδύλης καταθέτει στέφανο προς τιμήν του προγόνου του, καπετάνιου της επανάστασης. Το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιπες οικογένειες των καπετάνιων της επανάστασης.
Περισσότερα για την φιλοξενία στην Ανώπολη μετά την γιορτή της επετείου της επανάστασης του Δασκαλογιάννη.
http://delvinaki-pogoni.blogspot.gr/2013/07/blog-post_2.html
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΣΦΑΚΙΑΝΩΝ
Παραθέτουμε την ομιλία για τον Δασκαλογιάννη από τον πρόεδρο των απανταχού Σφακιανών Σήφη Μανουσογιαννάκη: “
«…Πρό τεσσάρων ετών, περιηγούμενος την Κρήτην και φθάσας εις την Ανώπολιν των Σφακίων, εσπευσα να πλησιάσω το ερειπωμένον μέγαρον του πρώτου αποστόλου της εξεγέρσεως της δούλης Ελλάδος Δασκαλογιάννη. Εγονάτισα ενώπιον του, επροσκήνησα κ` εφίλησα τους ένθεν κ` ένθεν ερριμμένους ιερούς λίθους. Το περιφανές τούτο ερείπιον, είπον, είναι αγιότερον και οσιότερον των ανακτόρων, εν οίς ενοικούσι βασιλείς και αυτοκράτορες, διότι εκ του οίκου τούτου εξήλθεν η πρώτη κλαγγή της ελευθερίας των λαών. Εκ του οίκου τούτου εξήλθεν η θεία εμπνευσις.-έγρεο φίλα μάτερ-, ενώ εκ των ανακτόρων των ισχυρών δίδεται το πρόσταγμα της σφαγής των πολιτών, δια να κορέσουν τα πάθη και την απληστίαν των οι άρπαγες των δικαιωμάτων του πολίτου. Συγκινηθείς απεχώρησα μετά δακρύων, επικαλούμενος την θείαν τιμωρίαν κατ` εκείνων, οι οποίοι κρατούν την Κρήτην δούλην, ελευθερώνοντες αντ` αυτής πολεμούσης άλλους μηδέν υπέρ της ελευθερίας απολέσαντας…..
Με αυτά τα λόγια ό μεγάλος Σφακιανός πολιτικός ,και αναμορφωτής της παιδείας στα Σφακιά μεγάλος ευεργέτης ευπατρίδης Γ. Ξενουδάκης μας περιγράφει τον θαυμασμό του, τον σεβασμό και την συγκίνηση που αισθάνθηκε επισκεπτόμενος τον ιερό χώρο που γέννησε τον επαναστάτη των επαναστατών, τον άρχοντα, τον λόγιο Ιωάννη Βλάχο (Δασκαλογιάννη).
Υπήρξε ένας από τους πλέον εγγράμματους, μορφωμένους και πολυταξιδεμένους Σφακιανούς ο Ιωάννης Βλάχος, που πέρασε στην ιστορία ως Δασκαλογιάννης. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος καραβοκύρης που τον μόρφωσε στο εξωτερικό, πιθανότατα στην Ιταλία όπου σπούδαζαν τότε κι άλλοι Κρητικοί, αφού μιλούσε την ιταλική γλώσσα.
Στην εμφάνιση ήταν άντρας μετρίου αναστήματος, ανδροπρεπής και εύχαρις σαν χαρακτήρας. Είχε φυσική ευφράδεια και έπειθε εύκολα αφού είχε το σπάνιο χάρισμα της ρητορικής ηγεσίας.
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ, δεν είχε υπηρετήσει ποτέ στις αυλές των πασάδων, όπως άλλοι πρωτοκαπετάνιοι του 1821, ούτε στρατεύθηκε σαν αρματολός. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλεί «κορυφή της κρητικής θυσίας», αλλά το ήθος, η καρτερία, η αυτοθυσία τον ανεβάζουν ψηλά στην κορυφή των αγώνων του Γένους. Ήταν υπερήφανος, ονειροπόλος, γενναίος, πλούσιος και τολμηρός! Δεν ανήκε στο είδος των ανθρώπων του πολέμου. Δεν περιεφέρετο σαν «χαΐνης», , στα βουνά, όπως οι σύντροφοί του στην επανάσταση του 1770. Ήταν ναυτικός, με δικά του καράβια και ταξίδευε από τη Μασσαλία ως τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και από το βάθος του Αδρία, την Τεργέστη, ως τα αφρικανικά λιμάνια, την Αλεξάνδρεια και την Μπιγκάζα.. Έμπορος, ταξιδευτής με πείρα του κόσμου και γνωριμίες με πρίγκιπες, μητροπολίτες, προκρίτους και διπλωμάτες ξένων χωρών. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμπατριώτες του, οι Σφακιανοί, είχαν δεκάδες καράβια στη Μεσόγειο, με βάση τον όρμο Λουτρό στο Λιβυκό, στα ίχνη του αρχαίου «διλίμενου» Φοίνικα. Οι περισσότεροι ιστορικοί και η παράδοση θέλουν τον Δασκαλογιάννη από τη γενιά των Βλάχων του χωριού Ανώπολη Σφακίων.
Αλλά ποιά ήταν η κατάσταση το 1769, δηλαδή την εποχή που ο Δασκαλογιάννης προετοίμαζε την επανάστασή του;
Οι Τούρκοι κρατούσαν έναν αιώνα την Κρήτη και τρεις αιώνες τον Μοριά και τη Ρούμελη. Τα Σφακιά, όμως, που δεν ησύχασαν ποτέ σ’ όλο το μάκρος της ενετικής κατοχής, είχαν μια περίεργη τύχη. Το 1648, ενώ είχαν υποταχθεί όλες οι γύρω επαρχίες και τα κάστρα ήταν γκρεμισμένα, δίχως το Μεγάλο, οι Σφακιανοί βοηθούσαν τον Ματθαίο Καλλέργη και τους Ενετούς στις επιχειρήσεις του Αλμυρού. Όπως μας λέει ο Τούρκος ιστορικός Ναϊμά, «βασιζόμενοι εις το ορεινόν και δύσβατον της επαρχίας των, δεν διήγον φιλησύχως και επί εποχής των απίστων (Ενετών). Δια τον λόγον αυτόν -συνεχίζει ο ιστορικός- έστειλαν οι Τούρκοι τον Κετχουντά της Ρούμελης Κουτούζ Αλή Αγά, όστις κατέλαβε το φρούριον, καταδιώξας και διασκορπίσας τους απειθείς τούτους (Σφακιανούς)». Μετά λίγα χρόνια, και συγκεκριμένα το 1658, ύστερα από συνομιλίες με τον Χουσεΐν Πασά, τα Σφακιά που μέχρι τότε ήταν φέουδο του ίδιου του Χουσεΐν, υπάγονται στο βακουφικό σύστημα. Και αφιερώνονται στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα. Στα Σφακιά φαίνεται ότι έμεινε για λίγο καιρό Τούρκος αξιωματούχος. Αλλά κανένας δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Στον όρμο του Λουτρού, που ήταν το «κεντρικό λιμάνι» των Σφακίων, υπήρχε πλούτος και μεγαλείο. Στην Ανώπολη της οποίας επίνειο ήταν το Λουτρό, η αρχοντιά ήταν έκδηλη. Και όχι μόνον εκείνη την εποχή. Στα χαρτιά των Ενετών αναφέρεται ένα μεγαλοπρεπές γεύμα του καπετάν Κατσούλη Πατεροζάπα στον γενικό προβλεπτή Κρήτης Γερώνυμο Καπέλο, ο οποίος επιχειρούσε επίσκεψη φιλίας στα Σφακιά το 1608. Στο τραπέζι αυτό, σύμφωνα με τα χαρτιά των Ενετών, ο Ανωπολίτης καπετάνιος άπλωσε τριακόσια αργυρά σκεύη (πιθανόν από αυτό το γεγονός προέρχεται και ο στίχος από το ριζίτικο τραγούδι που λέει «στέκουνε τάβλες αργυρές, στρωμνιά μαλαματένια»).
Τι λογής άνθρωποι όμως ήταν οι Σφακιανοί της εποχής αυτής, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές; Οι Σφακιανοί ήταν άνδρες ωραίοι, ευσταλείς, γενναίοι και σχετικώς ευκατάστατοι. με την ευφυΐα, την εργατικότητα και την ευελιξία τους. Δημιουργούσαν περιουσίες και σχέσεις και ξεχώριζαν στις κοινωνίες που ζούσαν σε όλες τις εποχές.
Ο Δασκαλογιάννης, όντας άριστος γνώστης της κατάστασης που επικρατούσε στην σκλαβωμένη από τους Τούρκους Κρήτη, πρέπει να γνώριζε σίγουρα ότι οι πεδινοί Κρητικοί δεν θα σηκώνονταν μαζί του. Ήταν άλλωστε, έναν αιώνα άοπλοι και άμαθοι των όπλων, σε αντίθεση με τους Σφακιανούς του, που οπλοφορούσαν από νήπια. Ακόμη: Στα Σφακιά υπήρχε μία ή και περισσότερες ομάδες καταδρομέων.
Η Ιστορία διασώζει μία με αρχηγό τον Μάρκο, γιο του καπετάν Γιωργάκη. Η ομάδα του Γιωργακομάρκου ρήμαζε τακτικά τα υποστατικά των αγάδων, πέρα από τα Σφακιά, στα αποκορωνιώτικα και τα ρεθεμνιώτικα χωριά. Επέδραμαν σαν σκιές τη νύχτα, εξόντωναν τους αγάδες και τους ανθρώπους τους και γύριζαν στα Σφακιά φορτωμένοι με «κούρσος». Ήταν δεινοί νυχτοπολεμιστές και οδοιπόροι. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν «Σεϊτάν τακιμί» και τον αρχηγό τους Δαιμονάρχη. Οι Σφακιανοί είχαν και μόνιμη αντιδικία με τον μεγάλο γαιοκτήμονα και κτηνοτρόφο Ιμπραήμ Αληδάκι, έναν απόγονο Ενετών εξωμοτών που κρατούσε όλες τις βορινές πλευρές των Σφακιανών βουνών. Είχε στήσει μιτάτα, δεκατέσσερα συνολικά, από τα σύνορα του Ρεθύμνου μέχρι τη Μαλάξα.
Ο πύργος του, παλιό ενετικό φρούριο, κτισμένο πάνω στη μοναδική έξοδο των Σφακιών, στέγαζε δεκάδες ενόπλους, μεταξύ των οποίων και χριστιανούς. Και οι ποιμένες του είχαν συνεχείς αντιδικίες με τους Σφακιανούς.
Ο Αληδάκις ήταν ο βασικός επιτηρητής των Σφακιανών και ο πληροφοριοδότης των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν τον χώνευαν οι άλλοι αγάδες της περιοχής και δεν αντέδρασαν όταν, λίγα χρόνια αργότερα, τον εξόντωσαν οι Σφακιανοί (στα 1774).
Η επανάσταση αρχίζει.
Ο Δασκαλογιάννης αφού ξεπέρασε τους ενδοιασμούς των καπεταναίων, και αφού τους βεβαίωσε ότι ο Μόσκοβος μάχεται κιόλας στα ελληνικά νερά, έφυγε για την Αδριατική και γύρισε τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου φορτωμένος όπλα και ελπίδες. «Μεσούντος του μηνός Σιεβάλ», δηλαδή το τέλος Ιανουαρίου 1770, οι Τούρκοι των Χανίων αναφέρουν στον σουλτάνο ότι, όπως αποκαλύπτουν «εξ αλλεπαλλήλων πηγών γραπταί πληροφορίαι», δεκάδες ρούσικα πλοία εισέβαλαν στη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ. Φήμες αλλά και αληθινές ειδήσεις πήγαιναν και ήρχοντο ανάμεσα στα Χανιά και την Κωνσταντινούπολη.
Μετά τις καθιερωμένες συνελεύσεις, όλοι οι «άνδρες των αρμάτων κίνησαν, φανερά πλέον, τις προπαρασκευές. Με πρόσχημα το Πάσχα, έφευγαν από τα Κάστρα και τα πεδινά χωριά οι Σφακιανοί «άποικοι» και μαζεύονταν στα Σφακιά για να αρματωθούν και να καταταχθούν στα επαναστατικά σώματα. Τουρκικό έγγραφο επισημαίνει ότι οι άπιστοι αυτοί «ανεχώρησαν κρυφίως εκ των χωρίων όπου διέμενον και συνεκεντρώθησαν άπαντες εις την επαρχίαν Σφακίων
οι Σφακιανοί οργάνωσαν το στρατόπεδό τους στο μικρό οροπέδιο Κράπη, στην έξοδο του φαραγγιού του Κατρέ, στα σύνορα με τον Αποκόρωνα. Οι επαναστατικές ενέργειες είχαν αρχίσει από πριν. ασυγκράτητοι νεαροί επαναστάτες είχαν οργανώσει συστηματικές επιθέσεις κατά των αγάδων. Την 25 Μαρτίου 1770, μια μέρα που αργότερα θα γίνει εθνικό σύμβολο, δεκάδες παπάδες πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία μετά των απαραιτήτων πυροβολισμών, κήρυξαν την επανάσταση. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη αναφέρονται ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος,ο Πρωτόπαπας ,ο Μπουρπακας , ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης και άλλοι
«Μολών Λαβέ»
Ο Δασκαλογιάννης με τους δικούς του κατέβηκε στον Αποκόρωνα, οπλισμένος αυτή τη φορά. Και στο κεφάλι του τύλιξε μαύρο κεφαλομάντιλο στη θέση του ναυτικού καλπακιού. Άλλοι καπετάνιοι πέρασαν στα Ρεθεμνιώτικα. Ο Δασκαλογιάννης έφτασε στη Μαλάξα και με το ναυτικό κανοκιάλι ερευνούσε το κρητικό πέλαγος για να ανακαλύψει τα ρούσικα καράβια που περίμενε. Λίγες μέρες πριν είχε απαντήσει με ένα «Μολών Λαβέ» στους απεσταλμένους των Τούρκων, που έφερναν πρόταση συνδιαλλαγής: «Κατ’ ουδένα τρόπον ησυχάζομεν!»
Ο σουλτάνος είχε πληροφορηθεί από τις 10 Απριλίου τις κινητοποιήσεις του Δασκαλογιάννη. Αλλά δεν ήθελε να κινηθεί χωρίς να εξακριβώσει τις πληροφορίες. Στις 7 Μαΐου του 1770 έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο αυτοκρατορικό φιρμάνι που όριζε: «Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές, ενισχύουν δε τους εχθρούς της πίστεως και προβαίνουν εις πράξεις ανατρεπτικάς… τότε πάντες υμείς εν ομοφωνία εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…».
Κατά τα τουρκικά αρχεία, στις 28 Μαΐου ο αρχηγός του στρατού που είχε εντολή να χτυπήσει τους επαναστάτες αναφέρει ότι, οι προσπάθειές του να ησυχάσει τους Σφακιανούς απέτυχαν. Ο ηγούμενος του Πρέβελη και ο επίσκοπος Αρκαδίας (Μεσαράς) που έστειλε για συμφωνίες εκδιώχθηκαν από τον Δασκαλογιάννη. Οι μάχες με τον στρατό που συγκεντρώθηκε στις Βρύσες άρχισαν τις ύστερες μέρες του Μαΐου. Οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από δυο μέρη. Από την ανατολική διάβαση, περιοχή Τσιλίβδικα – Καλλικράτης και, κατά μέτωπον από βορρά, από την Κράπη προς Ξυλόδεμα. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν νύχτα και μέρα και το αίμα πλημμύριζε τα αυχμηρά βουνά και το ιστορικό λαγκάδι του Κατρέ. Οι πρώτοι νεκροί όμως δεν ήταν ούτε Τούρκοι, ούτε επαναστάτες. Ήταν Χριστιανοί άμαχοι που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν για μεταφορείς, -σακουλιέρηδες- και τους έστηναν μπροστά από τα δικά τους τμήματα για να δεχθούν πρώτοι τα πυρά των επαναστατών.
Οι Τούρκοι εισβάλλουν
Η υπεροχή των Τούρκων σε αριθμό και η απουσία βοήθειας ανάγκασαν τον Δασκαλογιάννη να αναδιπλωθεί στα βουνά και τα περάσματα. Ο αρχηγός, απογοητευμένος από την απατηλή στάση των Ρώσων, συγκέντρωσε όλα τα τμήματα στις πύλες των Σφακιών. Ο Τούρκος σερασκέρης αναφέρει γραπτώς στον πασά του Μεγάλου Κάστρου την 20ή του μηνός Σαφέρ, 1184, δηλαδή την 6η Ιουνίου 1770 ότι «ο στρατός έφθασε εις την επαρχίαν Σφακίων» και επετέθη «κατά των ληστών» με τηλεβόλα, τουφέκια και λοιπά πολεμικά όργανα (;) κατασφάζων και εξολοθρεύων αυτούς».
Ο αγώνας ήταν σκληρός και άνισος. Αλλά ο τόπος ευνοούσε τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι έπρεπε να περάσουν από φαράγγια και άνυδρα βουνά. Οι Σφακιανοί τους περίμεναν παντού, τους αιφνιδίαζαν, κυλούσαν ακόμη και βράχους από τις πλαγιές και τους αποδεκάτιζαν. Οι στρατιώτες που προχωρούσαν συντεταγμένοι μαζί με τα υποζύγια δεν μπορούσαν να αμυνθούν σ’ αυτή την πρωτοφανή μορφή πολέμου. Οι μέρες περνούσαν. Δίψα και ζέστη βασάνιζε τους εισβολείς. Οι Σφακιανοί έδιδαν και μάχες στην είσοδο κάθε χωριού. Οι Τούρκοι περνούσαν αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς στα λαγκοπεράματα και στα ποροφάραγγα.
Οι Σφακιανοί φόρτωσαν τα μισά γυναικόπαιδα στα καράβια και τα άλλα τα κατέβασαν στα φαράγγια. Και αφού υπεράσπισαν με ηρωισμό και τον τελευταίο οικισμό, άρχισαν τον φονικό κλεφτοπόλεμο. Όμως σε μια επιδρομή στο Λουτρό οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν την πρώτη κόρη του Δασκαλογιάννη, τη Μαρία, ο Δάσκαλος πικράθηκε.
Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν χαμηλά και στρατοπέδευσαν στο Φραγκοκάστελλο όπου υπάρχει νερό, γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει με επιδρομές και ενέδρες προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Δασκαλογιάννη. Η εντολή του πασά ήταν ρητή: Να συλληφθεί ζωντανός ο αρχηγός. Αλλιώς ο στρατός, παρά τις απώλειες και τις δαπάνες, δεν θα έφευγε από τα Σφακιά.
Αλλά και οι Σφακιανοί βρίσκονταν σε τραγική θέση. Όλα τα χωριά καμένα. Τα κοπάδια, τα σπίτια, οι σοδειές λεηλατημένες. Και έφταναν οι ψυχρές μέρες του Φθινοπώρου. Σε λίγο θα κατέβαιναν χιόνια στα βουνά. Οι θάλασσες θα αγρίευαν. Τα γυναικόπαιδα θα αφανίζονταν. Μέσα σ’ αυτό το τρομερό κλίμα, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. Οι κήρυκες κραύγαζαν κάθε μέρα:
- Αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, εμείς θα φύγουμε από τα Σφακιά και θα χορηγήσουμε γενική αμνηστία. Ο Δασκαλογιάννης θα κρατηθεί για ένα διάστημα σαν εγγύηση ότι δεν θα συνεχισθεί η επανάσταση!
Ο Δάσκαλος παραδίδεται
. Την ίδια ώρα ο Δασκαλογιάννης μάθαινε τη συντριβή του σηκωμού στον Μοριά. Ελπίδα δεν υπήρχε. Γνώριζε βέβαια ότι οι Τούρκοι θα τον σκότωναν. Αλλά σαν υπεύθυνος ηγέτης σκεπτόταν κατά τον ποιητή:
«Ο ποθαμός μου στα Σφακιά πολύ καλό θα φέρει,
γιατί ο χειμώνας έρχεται, πάει το καλοκαίρι».
Τελικά, παρά τις αντιδράσεις των πρωτοκαπετάνιων του, αποφάσισε να παραδοθεί. Τον συνόδευσαν μάλιστα τιμητικά και αρκετοί από τους συντρόφους του ως τα σύνορα των Σφακιών. Αλλά οι Τούρκοι τους παγίδευσαν όλους και τους οδήγησαν στο Μεγάλο Κάστρο.
όπου βασανίστηκαν απάνθρωπα στον λιμανόπυργο του Κάστρου, αλλά τελικά όσοι επέζησαν δραπέτευσαν. Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία του Πασά με το Δασκαλογιάννη όπως, μας αναφέρει στο ποίημα του ο μπάρμπα Μπατζελιός: -σαν θέλεις Δάσκαλε Γιαννιό να μη κακαποδώσεις, πες μου ειντα ‘το γη αφορμή πόλεμο να σηκώσεις, οι Σφακιανοί δοσίματα χαράτσια δεν εδίδαν, πες μου ποιος είναι η αφορμή ‘που πεσαν στη παγίδα ….
Και ο Δάσκαλος απαντά: Αλήθεια λες οι Σφακιανοί, δοσίματα δε δίδουν και τ’ άρματα τωνε κιανιούς ποτές δε παραδίδουν. Στη Κρήτης τσ΄ άλλους Χριστιανούς απούνε στου Σουλτάνου δεν τσ’ έχετε για τίποτσι στο κόσμο τον απάνω, γι’ αυτό και εγώ ποφάσισα την Κρήτη να σηκώσω κι από τα νύχια των Τουρκών να την ελευθερώσω, πρώτα για τη πατρίδα μου, δεύτερο για τη πίστη, τρίτο για τσ’ άλλους Χριστιανούς που κάθουνται στη Κρήτη.
Τον έγδαραν ζωντανό
Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον Δάσκαλο.
- Θέλω το θάνατο σκληρό και στη μεγάλη πλατεία.
Ο «ειδικός» κάλεσε σε σύσκεψη την παρέα του και βρήκαν τον τρόπο που θα σκότωναν τον Δάσκαλο. Τον έσυραν στους δρόμους. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια απ’ όλες τις γειτονιές. Άκουσαν οι Χριστιανοί τη βοή να σηκώνεται από τις τέσσερις άκρες της πολιτείας και μαντάλωσαν τα σπίτια τους. Οι φονιάδες ξεκίνησαν για την πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου. «Ατ Μεϊντάν» την έλεγαν οι Τούρκοι. Μπροστά έσερναν τον μελλοθάνατο και πίσω ακολουθούσαν άγριοι και πολεμικοί, οι ηρωικοί γιανίτσαροι, έτοιμοι να δείξουν την ανδρεία τους πάνω στον δεμένο Δασκαλογιάννη. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.
- Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη, έλεγε ο δήμιος.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος. Και μάζευε τη δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη.
Όταν τέλειωσε ο «θρόνος» τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ’δεσαν χέρια και πόδια. Του ’δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.
Τότε ήρθε ένας γιανίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον «θρόνο», άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Φρίκιασε ο όχλος να δει τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο «ειδικός» έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος.
Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο Δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ’κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.
Η εκδίκηση
Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του. Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και αποθηριώθηκαν. Ύβρισαν τον Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή.
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου».
Το βράδυ, λέει, όταν γύριζε στο σπίτι του, νόμιζε πως τον ακολουθούσε παντού η σκιά του ήρωα, εκδικητική. Και όχι μόνο αυτός. Όλοι οι Τούρκοι, όταν τέλειωσε το κακούργημα και γύριζαν στα σπίτια τους, ένιωθαν σαν ηττημένοι. Μόλις προχώρησε το ξυράφι στο κορμί του Δασκάλου, η βασανισμένη ψυχή του βγήκε και πορεύτηκε προς τον Θεό της ήρεμη και περήφανη. Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ατ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.
Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση.
Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν (1774) και τον πανίσχυρο Αληδάκι και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του. Από τότε το ηρωικό πνεύμα δεν έπεσε στα Σφακιά. Μερικοί σύντροφοί του έφτασαν γέροντες αλλά σοφοί και γενναίοι ως το δεκάχρονο κρητικό ’21 και πρόσφεραν συμβουλές και αίμα. Η θυσία του Δάσκαλου δεν πήγε χαμένη…
Η Θυσία του Δάσκαλου είχε μεγάλο αντίκτυπο στις συνεχείς εξεγέρσεις που ακολούθησαν στα Σφακιά, στην υπόλοιπη Κρήτη αλλά και σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, γέννησε μπορεί να πει κανείς, τις επαναστάσεις του 1821 πανελλαδικά.
Πέραν αυτών, η αυτοθυσία όλων των πολεμιστών ενέπνευσε το Κούγκι, το Ζάλογγο, το Μεσολόγγι, τον μεγάλο ήρωα Χατζή Μιχάλη Νταλάνη, το Αρκάδι, την επανάσταση του 1866.
Και άστραψε τη φλόγα των συνεχών επαναστάσεων από τότε μέχρι σήμερα, ενάντια σε κάθε ξένη επιβουλή.
Αγαπητοί φίλοι και συμπατριώτες, ας κλείσουμε μέσα στη καρδιά μας το ΔΑΣΚΑΛΟ …
Ας τον έχουμε πάντα στη σκέψη μας και οδηγό μας, και ας γονατίσουμε ευλαβικά μπροστά στο μεγαλείο του, στη μεγάλη θυσία και προσφορά του για το γένος μας…
Ας αναλογιστούμε ότι όταν κάνεις μια επανάσταση δεν γνωρίζεις το αποτέλεσμα, αλλά αξία έχει να τολμάς…
Ας τολμήσουμε λοιπόν να διανθίσουμε τη ζωή μας με πράξεις γενναίες, που θα τον κάνουν υπερήφανο για τους απογόνους του
ΙΝΒ25062013