κ’ ἐσέρνασι κ’ ἀλόγατα κ’ αὐτά χιλιμιντρίζουν,
καί 'σάν θεριά 'ς τσοί Σφακιανούς ἀπάνω γιουρουντίζουν
κ’ ἄπ’ ἤς ἐσκότωσ' ὁ Μπρασί 'νιούς ἄσπρου καβαλλάρη,
τ’ ἄλογο τόν ἐζύγωνε, γυρεύγει νά τόν φάη.
εἰς ἕνα πρίνο ‘χώστηκεν ἐκεῖ καί τρυγυρίζει,
ὄφκαιρα τ' ἀσημάρματα καί πού νά τά γεμίζη.
καί σιάζει τοῦ μιά κοπανέ μέ τή σκουλομαχαίρα,
τή κεφαλή τοῦ 'μοίρασε καί πάει πέρα πέρα.
Μά ‘πιάστει κ’ ὁ Μανούσακας 'ς τόν πόλεμον ἐκεῖνο,
μέ μιά Τουρκάλα, 'που ἤτονε θερειό 'σάν ἕνα πρίνο,
καί παίζει τσή μία μαχαιρέ, 'βρίστει τήν εἰς τή μέση,
καί δυό κομμάθια 'γείνηκε πριχοῦ 'ς τή γῆ νά πέση.
Κ’ οὖλοι Στρατίκοι, Πατακοί, Σκορδύλοι, κ' ὅσοι ἄλλοι,
ἀπού τσοί Τούρκους δυό καί τρεῖς κάνου δίχως κεφάλι.
οὔλους τσ’ ἐσυγυρίσασι 'ς τσοί πρίνους ἀπό κάτω,
μά 'κεῖ 'σκοτώθην κ’ ὁ Ξηρᾶς ‘ς τή κούρτα 'ς τό μιτάτο.
τσή Μέσα Νιάτος τό σελλί κ’ εἰς τοῦ Καταστρωμένου,
oι Τοῦρκοι μιά ταϋτερινή συναυγωπά προβαίνου,
κ' ἀρποῦνται μέ τσοί Πάτερους καί μ' ἄλλους Ἀγορίτες,
κ’ ἐπέσασι πενήτα δυό ‘ς τσοί νταύκους κ’ εἰς τσή τρύπες.
Πότες 'ς τή Νιάτο πηαίνουσι, πότε 'ς τοῦ Σκοῦντζο βγαίνου,
καί πότε 'ς τήν Ἀγκαθοπή, 'ς τή Βίγλαν ἀνασέρνου.
εἰς τά Σκαφίδια 'βρίσκουνται, 'ς τοῦ Διωματάρη φτάνου,
κ’ ὅπου κ’ ἄν τύχου Σφακιανοί πόλεμο τῶνε κάνου. 546/1032
κ’ ἄν δέ τῶν κάνουν πόλεμο, θά ἠμποῦν εἰς τσ’ ἀμμουδάρες
νά ὑπᾶ νά τσοί μαζώξουσιν οὔλους γυναῖκες κ’ ἄντρες.
Ἐδέτσι παραδέρνουσι κ’ ὅλο 'λιγολαούσι,
Τούρκους χιλιάδες ἑκατό μονάχοι πολεμούσι.
Μά 'γραψε πάλιν ὁ πασάς εἰς τό Δασκαλογιάννη,
λόγια πολύ λυπητερά μέ πράσινο μελάνι.
«Δάσκαλε Γιάννη τῷ Σφακιῶ, ἔλα νά μ’ ἀνταμώστης,
καί τά πουλιά 'π' ἀγρίγεψες νά ἰδῆς, ἄν τά ‘μερώσης,
Δάσκαλε Γιάννη, Δάσκαλε, ἐμένα νά γροικήσης,
τά παλληκάρια τῷ Σφακιῶ οὖλα θά τ' ἀφανίσης.
Ποῦ εἴν’ ὁ Μπέης τοῦ Μωρηᾶ, κ’ ὁ Μπέης 'πού τή Μάνη,
ἀπού σᾶς ἐγελάσανε αὐτοῖν’ oι Μοσκοβάνοι;
ὁ Βλάχος ἔναι ‘ς τή Βλαχιά, τήν ἔπαθ' ὁ Μανιάτης,
καί ἤ 'Ρουσσία κάθετε ‘ς τά μέρη τά δικά της.
Ὀγλήγορα νά καταιβής νά μήν ἀργοπορήσης,΄
καί τά Σφακι’ ἀνωφέλευτα μή τ’ ἀποξεκληρίσης
'ς τά γράμματά μου πίστεψε, ‘ς ὅτι κ’ ἄν 'ναί σού εἰπούσι,
ν' ἀφήσης πάλι 'ς τά Σφακιά ἄντρες νά κατοικούσι.
‘Σάν ἔρθης νά ‘μιλήσωμε, κ’ ἐπά ν' ἀνταμωθοῦμε,
οὖλα θέ νά συμπαθηστού καί φίλοι θά γενοῦμε».
Καί βάνει καί τόν ἀδερφό τοῦ Δάσκαλου τοῦ Γιάννη,
'ποῦ σκλάβον τόν ἐπιάσανε κ’ αὐτόν οἱ Μουσουλμάνοι,
γιά νά τοῦ γράψη μιά γραφή, νά τόνε συβουλέψη,
εἰς τοῦ πασᾶ νά καταιβῆ, μαζύ του νά φιλέψη.
μή σιοξεβγάλη τά Σφακιά, πού ἠπῆρε 'ς τόν λαιμόν του
κ’ ἄν δέ τ’ ἀκούση 'γλήγορα κρίμα μιστό δικόν του.
Γράφει κ’ ἐκεῖνος μιά γραφή, πέπει τήν τ’ ἀδερφοῦ του,
(τό σελαμέτ' ἐγύρευγεν ὁ δόλιος τ’ ἀπατοῦ του). 574/1032
νά μήν ἀργήση, λέει του, εἰς τοῦ πασᾶ νά φτάξη,
(καί ‘σά δέν ἐφοβούτονε μήν ἤθελε τό γράψη).
νά μήν ἀργήση 'ς τοῦ πασᾶ νά ὑπάη δίχως ἄλλο,
ποῦ θά τόν κάμη πρίτζιπα καί ντερεϊλή μεγάλο.
μά 'ς τή γραφή 'ποκατωθειό κάνει τρία σημάδια,
νά μήν ὑπάη 'ς τοῦ πασᾶ τοῦ τά 'λεγαν καθάρια,
τά τρία Μ. τοῦ 'λέγασιν ἄν 'πά νά προσκυνήση,
εἰς τά Σφακι' ἄλλη μία βολά δέ θά ξαναπατήση.
Πᾶν τοῦ Δασκάλου τή γραφή πιάνει καί τή διαβάζει,
τά ‘μμάθια τοῦ δακρίζουσι καί βαρειαναστενάζει.
—«Ἐγώ θά ὑπάω ‘ς τοῦ πασᾶ, μαγάρι νά μέ πνίξη,
μή σιοξεβγάλη τά Σφακιά κ’ οὖλα νά τ’ ἀφανίση.
κ’ αὐτάνα ‘π’ ἀπομείνασι νά πάρω ‘ς τό λαιμό μου,
καλλιά νά μέ κρεμάσουσι, τό θέλει κ’ ὁ Θεός μου.
ὁ ποθαμμός μου ‘ς τά Σφακιά πολύ καλό θά φέρη,
γιατ’ ὁ χειμώνας ἔρχεται πάει τό καλοκαίρι.
‘ς τά χιόνια 'πάνω οἱ Σφακιανοί οὖλοι νά μή χαθούσι,
γιατί θέ νά ‘ρθῆ καί καιρός νά μάσε δικηωθούσι.
ἐλάστε παλληκάρια μου ἐπά νά φιληθοῦμε,
κ’ ἡ γιάδικ’ ὥρα ‘πλάκωσε πού θέ νά χωριστοῦμε,
ἐλάστε, ὄσ' ἀπομείνετε νά σᾶς ἐπαραγγείλλω,
τοῦ Τούρκου μή πιστεύγετε ἄν κάνη καί τό φίλο,
καί σεῖς παιδιά κ’ 'γγόνια σας, ὀχθρούς τσοί Μουσουλμάνους,
‘σά πάντα κ’ οἱ κυροῦδες σᾶς τσή Κρήτης τσοί τυράννους.
ὥστε νά στέκου τά Σφακιά καί Σφακιανοί νά ζιούσι,
τσοί Τούρκους νά τσοί μάχουνται κ’ νά τσοί πολεμούσι.
εἰς τσή μαδάρες οὖλοι σας σταθήτ' ὅσο 'μπορείτε,
τά χιόνια νά πετρώσουσι καιτές νά καταιβητε. 602/1032