Σελίδες 1-30
ΗΛΙΑ ΣΤΥΛ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
Υποστράτηγου Υγειονομικού ε.α.
Αμ. Επίκουρου καθηγητή ιατρικής.
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ - ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΔΩΝ
ΣΦΑΚΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΑΘΗΝΑ 2000
1
ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ
Στην μνήμη του Καπετάν ΜΑΡΚΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
(που αποτέλεσε και τη βασική πηγή ιστορικών πληροφοριών ως προς
την καταγωγήν της οικογένειας Σκορδυλών - Ζαππέτηδων -
Δεληγιαννάκηδων - Βαρδουλάκηδων)
Το παρόν διατίθεται από τον συγγραφέα ΔΩΡΕΑΝ στα μέλη της οικογενείας, καθώς και
στους συγγενείς και φίλους που θα το ζητήσουν.
2
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ-ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΔΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ
Η οικογένεια Δεληγιαννάκηδων - Βαρδουλάκηδων είναι μία από τις
επιφανέστερες οικογένειες των Σφακίων Κρήτης. Σύμφωνα με ιστορικά
στοιχεία που έχουν παρθεί από ιστορίες της Κρήτης, εγκυκλοπαιδικά λεξικά
και το "ΛΙΜΠΡΟ του ΖΑΠΠΕΤΟΒΑΡΔΗ", γενεαλογικό βιβλιάριο
γραμμένο το 1750, έλκει την καταγωγή της από τον παλαιότατο αρχοντικό
οίκο των Ζαππέτηδων ή Σκορδύληδων της Ανώπολης Σφακίων, που
ήταν απόγονοι του Κωνσταντίνου Σκορδύλη, απογόνου του αυτοκράτορα
του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκά.
Κατά τον Δ.Λισμάνη1, μέλη της αρχοντικής οικογένειας των
Σκορδυλών της Κωνσταντινουπόλεως, που είχε συγγένεια τόσο προς την
οικογένεια των Φωκάδων, όσο και προς εκείνη των Κομνηνών, που έδωσαν
τους αντίστοιχους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, εστάλησαν σε δύο περιόδους
στην Κρήτη. Την πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το
961 μ.Χ, μετά την ανάκτηση της Κρήτης, που την κατείχαν σχεδόν 2 αιώνες
οι Άραβες-Σαρακηνοί, μαζί με άλλους άρχοντες και Έλληνες και Αρμενίους
χριστιανούς αποίκους, με σκοπό να τονώσει τον μαραθέντα ελληνισμό της
Κρήτης. Τη δεύτερη φορά εστάλησαν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β!
Κομνηνό, το 1182, οι παραμείναντες στην Ιστορία ως « δώδεκα
αρχοντόπουλα » (ή αρχοντόπουλοι) βυζαντινοί πρίγκηπες, μαζί με το γιο
του αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, μεταξύ των οποίων και ο ιππότης
Κωνσταντίνος Σκορδύλης, απόγονος του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά
και συγγενής του αποστείλαντος αυτοκράτορος Αλέξιου Β! Κομνηνού, με
τους εννέα γιους και αδελφούς του. Σκοπός της δεύτερης αυτής αποστολής
ήταν " να καταστείλουν την ανταρσίαν της οποίας ηγείτο το εκ της πρώτης
μετοικεσίας αρχοντολόγιον " κατά τον Ψιλάκη2 και " να κρατούν (δια του
γοήτρου, της επισημότητος και του πλούτου) εις ησυχίαν και υποταγήν τους
αεί ανήσυχους Κρήτας ".
Στον Κωνσταντίνο Σκορδύλη δόθηκε ως τιμάριο ολόκληρη η περιοχή
των Λευκών Ορέων, με τους προς Αποκόρωνα και Σέλινο πρόποδες των
(Φραγκοκάστελλο, Καλλικράτης, Αλίκαμπος, ποταμός Αποκορώνου, Φρε,
Όρη Τριαμάτη, Κουστογέρακο, Σούγια). Από αυτόν έλκουν την καταγωγή
των οι μεγάλες οικογένειες των Σφακίων, που διακρίθηκαν στους
επόμενους αιώνες και μέχρι τις μέρες μας (παλιότερα : Ψαρομήλιγγοι,
Παπαδόπουλοι, Καψοκαλύβοι, Λογκίνοι, Κυριακόπουλοι, Κοντοί, Λιγνοί,
1 Δημ. Λισμάνη, Βυζαντινές οικογένειες της Κρήτης στην'Υδρα. Δελτίον Εραλδικής και Γενεαλογικής
Εταιρείας Ελλάδος, σελ. 123-254, Αθήνα 1992.
2 Ψιλάκη Βασ. " Ιστορία της Κρήτης " Χανιά 1909, σελ.747-748.
Γρηγ. Παπαδοπετράκη: Ιστορία Σφακίων, σελ. 45 - 46
Φούμηδες, Σεβαστοί, Βασιλόπουλοι, Κομνηνοί, Τραχυνοί Λουμπίνοι -
επονομασθέντες και Σαρακηνοί. Νεώ
τεροι απόγονοι: οι Δασκαλιανοί από τους Παπαδόπουλους, οι
Μοριανοί από τους Πάτερους, Βλάχοι, Βουρδουμπάδες, Παττακοί,
Σιριντάνηδες, Στρατηγοί, Παπαδιανοί) .
Γενάρχης της οικογένειας των Δεληγιαννάκηδων-Βαρδουλάκηδων
αναφαίνεται επί Ενετοκρατίας ο Αναστάσιος Ζάππας Σκορδύλης, από την
Ανώπολη Σφακίων, δεύτερος ανηψιός (γιος πρώτου εξαδέλφου) του
Γενικού Αρχηγού της κατά των Βενετών μεγάλης επανάστασης του 1570 (ή
κατ' άλλους 1528) Καντανολέου και Υπαρχηγός της επανάστασης εκείνης.
Είχε την ίδια τύχη με τον αρχηγό Καντανολέοντα και όλους τους γιους και
συγγενείς τους, που σφαγιάστηκαν από τους Βενετούς εις Αλικιανού, όταν
εκείνοι με δόλο τους αδρανοποίησαν, βάζοντας στο κρασί τους δηλητήριο
στο τραπέζι του γάμου του γιου του Καντανολέοντα, με την κόρη του
πλούσιου Βενετού Μολίνη. Όταν, ζαλισμένοι από το δηλητήριο, είχαν
αποκοιμηθεί οι 500 προσκεκλημένοι Σφακιανοί και Σελινιώτες, ειδοποίησαν
οι Βενετοί τους έξω από το χωριό ευρισκόμενους με στρατό αξιωματικούς
Βενετούς, που επιτέθηκαν και τους κατέσφαξαν και κρέμασαν, όπως και
τους αρχηγό και υπαρχηγό, θείο και ανηψιό Καντανολέοντα και Αναστάσιο
Ζάππα Σκορδύλη με όλους τους γιους και συγγενείς των.
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο δισσεγγονός
του Αναστάσιου Ζάππα Σκορδύλη, Ιωάννης Ζαππέτης Σκορδύλης, σε μία
εξέγερση των Λευκορειτών κατά των Τούρκων, ονομάσθηκε Δελή
Γιάννης, αντί Ζαππετο-Γιάννης, εξ αιτίας της μεγάλης τόλμης που επέδειξε.
Η ονομασία αυτή έμεινε σαν επώνυμο στο γιο του, που εγκαταστάθηκε στο
Ασφένδου Σφακίων και στους εγγονούς του της Ανώπολης Σφακίων,
Ζαππετο Βαρδή Δεληγιάννη και Ζαππετογιώργη Δεληγιάννη, γιους του
ακολουθούντος, πρώτου Ζαππετογιώργη.
Ο Γεώργιος Ζαππέτης Σκορδύλης. Πρωτοκαπετάνιος των
Λευκορειτών, 1690 - 1730. Εγγονός του προηγουμένου, στην Ανώπολη.
Ο Γεώργιος Γ. Ζαππέτης ή Ζαππετογιώργης-Δεληγιάννης, γιος του
προηγούμενου, είναι ο πρώτος από τους Λευκορείτες που αναγνωρίσθηκε
«Καπετάνιος» από τις Τουρκικές αρχές, πενήντα ολόκληρα χρόνια πριν από
την επανάσταση του Δασκαλογιάννη του 1770
4. Απ' αυτόν κατάγονται εν μέρει οι Βαρδουλάκηδες (οι λοιποί από τον αδελφό του Βαρδή, που
ακολουθεί) καθώς και οι Ζαμπετάκηδες, Ζαχαριάδες και Σεϊμένηδες
5. Κατά νεώτερες πληροφορίες μας, γενάρχης του κλάδου Ζαχαριάδων είναι
4 Κριάρη : Ιστορία Κρήτης.
5 Εμμ. Ζαμπετάκη : Οι καθηγητές Χατζηδάκηδες και η γενιά τους. ΑΜΑΛΘΕΙΑ, Τεύχος 39, 1979, Άγιος
Νικόλαος Κρήτης.
ΦΩΤΟ 1
Εις μέσον της φωτογραφίας είναι οι Ρεθυμνιώτες - Αργυρουπολίτες Αρχηγο-Καπετάνιοι των
Επαναστάσεων της Κρήτης, και των Εθν. Αγώνων Μακεδονίας και Ηπείρου, Πάππους,
Πατέρας, και υιοί Δεληγιάννηδες ή Βασούληδες. Εις την άνω σειράν είναι οι προγονοί των.
Αρχηγο-Καπετάνιοι-Βαρδουλέδες ή Δεληγιάννηδες από την Ανώπολιν των Σφακίων. Και εις
την κάτω σειρά είναι οι θείοι των Αρχηγο-Καπετάνιοι Δεληγιάννηδες ή Μπίκηδες από το
Ασφένδου των Σφακίων. Εκ τούτων όλων πέντε έπεσαν μαχόμενοι κατά των Τούρκων και
Βουλγάρων και επτά πληγώθηκαν. Οι επιζήσαντες ημείφθησαν ηθικώς και υλικώς με
ανωτέρους Στρατ. Βαθμούς και με τα μετάλλια των Αγώνων και πολέμων ως και με μία μικράν
σύνταξιν ισόβιον.
Πρώτη σειρά: 3ος εξ αριστερών ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΑΠΠΕΤΗΣ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. 4ος
ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΣ ή ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ (ΒΑΡΔΟΥΛΟΜΑΝΟΥΣΟΣ).
Τελευταία σειρά εξ αριστερών: 1ος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. 2ος
ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. 3ος Σ Η Φ Η Σ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. 4ος ΣΤΡΑΤΗΣ
ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣΤΡΑΤΗΣ (ο ήρως του Φραγκοκάστελλου). Κέντρον:
Μέσον κάτω ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΣΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. Μέσον πάνω ΒΑΣΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ.
Αριστερά άνω ΚΑΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Κάτω ΜΑΡΚΟΣ I . ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Δεξιά άνω ΓΕΩΡΓΙΟΣ I . ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, κάτω ΗΛΙΑΣ I . ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ.
4
ο Ζάχαρης Μανούσου Βαρδουλάκης (πρώτος γιος του Βαρδουλομανούσου)
που αναφέρεται εκτενώς πιο κάτω στους αρχηγούς του 1821 -1830.
Ο Βαρδής Γ. Ζαππέττης ή Ζαππετοβαρδής Δεληγιάννης, από την
Ανώπολη Σφακίων, αδελφός του προηγουμένου, διακρίθηκε ως οπλαρχηγός
Σφακίων, στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 κατά των Τούρκων
και θυσιάστηκε μαζί με το Γενικό Αρχηγό Δασκαλογιάννη και τους
Οπλαρχηγούς Βούρβαχη και Πρωτόπαππα, πρώτους εξαδέλφους του από τις
μητέρες των, αδελφές του πατέρα του, στο Ηράκλειο, μετά την κατάπνιξη
της επανάστασης. Γενεαλογικό του βιβλιάριο που συντάχθηκε το 1750, με
τίτλο "ΛΙΜΠΡΟ ΤΟΥ ΖΑΠΠΕΤΟΒΑΡΔΗ" και που βρισκόταν στις αρχές
του 20ου αιώνα στα χέρια του δισέγγονου του Στρατηγού και Γερουσιαστή
Κυριακούλη Γ. Βαρδουλάκη, από τους Μολάους Λακωνίας και από το
οποίο αντέγραψε στοιχεία ο άλλος δισέγγονος του, Καπετάνιος Μάρκος
Ιωάνν. Δεληγιαννάκης, από την Αργυρούπολη Ρεθύμνης, αποτέλεσε την
κύρια πηγή των γενεαλογικών πληροφοριών που προηγήθηκαν. Από το
γάμο του Ζαππετο Βαρδή Δεληγιάννη με την κόρη του δεύτερου εξαδέλφου
του, δισέγγονου του πρώτου Δεληγιάννη, Γεωργίου Δεληγιαννάκη, που
διέμενε στο Ασφένδου Σφακίων, αδελφή του Νικολάου Γ. Δεληγιαννάκη ή
Μπίκου, που ακολουθεί, απέκτησε πέντε γιους, που θα αναφερθούν
παρακάτω (τους Μανούσο Βαρδουλάκη-Δεληγιαννάκη, ή
Βαρδουλομανούσο, Βάσο Βαρδουλέ ή Δεληγιαννάκη, Αναγνώστη Βαρδή
Βαρδουλάκη ή Δεληγιαννάκη, Νικόλαο Βαρδή Βαρδουλάκη ή
Δεληγιαννάκη και Ιωάννη Βαρδή Βαρδουλάκη ή Δεληγιαννάκη.
Ο Νικόλαος Γεωργίου Δεληγιαννάκης, που γεννήθηκε στο Ασφένδου
Σφακίων το 1745 (1745 - μετά το 1828), ανηψιός των παραπάνω,
Ζαππετοβαρδή και Ζαππετογιώργη Δεληγιάννηδων, που ονομάσθηκε και
Μπίκος, επειδή ήταν σκληρός πολεμιστής (ονομασία που διατήρησαν σαν
παράνομα και οι απόγονοι του ) πήρε μέρος και αυτός σαν οπλαρχηγός στην
επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770. Τον βρίσκουμε ξανά να πολεμά
σε ηλικία 76 ετών, το 1821, με τους παρακάτω γιους του, αρχηγούς
Ρεθύμνης και να είναι « ο πρώτος που τον πάτηξε » το πύργο της
Επισκοπής Ρεθύμνης την 19 Ιούνη 18216. Στην έμμετρη αφήγηση
γεγονότων της επανάστασης 1821-1830 του γιου του Σήφη Δεληγιαννάκη ,
αναφέρεται κατ' επανάληψη να δίνει γνώμες και συμβουλές στο μεγαλύτερο
γιο του, Αρχηγό Σήφη Ν. Δεληγιαννάκη, σε διάφορες στιγμές του αγώνα.
Τελευταία αναφορά το 1828.
Με τους γιους του {Σήφη, Ανδρέα, Μανώλη, Θεόδωρο, Στρατή,
Γιώργη, Μάρκο (επονομαζόμενους και Μπίκηδες) και Γιάννη και Βαρδή
(επονομαζόμενους και Δούρους)} και τους γιους του θείου και γαμβρού του
6 Ντίνου Κονόμου : « Προκήρυξη Μελχνσεδέκ και αποσπάσματα για την επανάσταση του 1821». Πρακτικά
Γ! Κρητολογικού Συνεδρίου, σελίς 140.
7 Υπό δημοσίευσιν από τον γράφοντα.
ΦΩΤΟ 2
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ
Ε Ι Σ Τ Η Ν ΠΡΩΤΗΝ ΣΕΙΡΑΝ. 1η Ο Ιωάννης Βάσου Δεληγιαννάκης ή Βασούλης. Αρχηγός της Δυτ. Επαρχίας
Ρεθύμνου Κρήτης του 1866-68, 1889 και 1896-97. Εγεννήθη το 1816 εις Ασφέντου των Λευκών Ορέων των
Σφακιών, απεκατεστάθη το 1845 εις Αργυρούπολιν Ρεθύμνης και απεβίωσε και ετάφη κηδευθείς δημοσία δαπάνη
εκεί το 1906.
Ο 2ος είναι ο πατέρας του 1ου, ο Βάσος Βαρδουλές ή Δεληγιαννάκης. Οπλαρχηγός το 1821-31. Εγεννήθη εις
Ανώπολιν Σφακίων το 1771, αποκατεστάθη εις Ασφέντου το 1785 και απέθανε και ετάφη εκεί το 1845 (1). Ο 3ος
είναι ο θείος του 1ου, ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα του, ο Μανούσος Βαρδουλές ή Δεληγιαννάκης, ένας
από τους 5 Στρατάρχας της Κρήτης το 1821-31, εγεννήθη εις Ανώπολιν των Σφακίων το 1768, απεκατεστάθη
μετοικήσας εις Μολάους της Λακωνίας το 1835 και απέθανε και ετάφη εκεί, κηδευθείς δημοσία δαπάνη το 1858.
Συνταγματάρχης της Φάλαγγος. Τούτου απ' ευθείας εγγονός είναι ο Στρατηγός γερουσιαστής Λακωνίας Κ.Γ.
Βαρδουλάκης.
Ο 4ος είναι ο παππούς του 1ου και πατέρας του 2ου και 3ου, Βαρδουλές Ζαμπέτης ή Σκορδύλης. Οπλαρχηγός το
1770. Εγεννήθη και απέθανε εις Ανώπολι. Ή τ ο δε υιός του Πρωτοκαπετάνιου των Λ ε υ κ ο ρ ε ι τ ώ ν , 1690-1750,
Γεωργίου Ζαμπέτη-Σκορδύλη, απογόνου του Υπαρχηγού της κατά των Βενετών τελευταίας Επαναστάσεως του
1570 Αναστασ. Ζαππέτη-Σκορδύλη, απαγχονισθέντος μετά του πρώτου ξαδέλφου του Γενικού Αρχηγού
Καντανολέου.
Ε Ι Σ Τ Η Ν Β ΣΕΙΡΑΝ, 5ος, 6ος, 7ος και 8ος οι θείοι του 1ου (πρωτοξάδελφου του πατρός του) ο Γεώργιος,
Ιωάννης, Σήφης και Στρατής Δεληγιαννάκη δ ε ς ή Μπίκηδες, αρχηγοί του 1821-31 και του 1841, Εκ τούτων ο
Γεώργιος εφονεύθη μαχόμενος εις Αρμενόκαμπον Ρεθύμνου το 1822, ο Ιωάννης στην μάχη του Αρκαδίου την 17
Ιανουαρίου 1822, καθ' ήν κατέστρεψαν οι Δεληγιάννηδες τον Γενίτσαρον Γετήμ. Αλή, με όλο το Σώμα του, οι
άλλοι δύο, μετοικήσαντες εις Μήλον, Συνταγματάρχες της Φάλαγγος, απέθανον και ετάφησαν εκεί (2). Του Σήφη
εγγονός είναι ο οπλαρχηγός Νίκος Δεληγιαννάκης. Ε Ι Σ Τ Η Ν Γ ΣΕΙΡΑΝ, 9ος, 10ος, 11ος και 12ος είναι οι υιοί
του 1ου, ο Κανάκης, ο Γεώργιος, ο Μάρκος, και ο Ηλίας I. Δεληγιαννάκηδες οι γεννηθέντες και κατοικούντες εις
την Αργυρούπολιν του Ρεθύμνου, Οπλαρχηγοί και Αρχηγοί εν Κρήτη, Μακεδονία και Η π ε ί ρω το 1889, το 1896-
97, 1904-1908 και 1912-13. Εκ τούτων ο τελευταίος Αξιωματικός του 2ου Συντάγματος Μεραρχίας Σερρών,
σκοτώθηκε δια το μεγαλείον και την τιμήν της Ελλάδος εις το Σκρα Μακεδονίας την 17η Μαίου 1918.
(1) Εις το «Νεκτροταφείο Δεληγιαννάκηδων» στην Αργυρούπολη Ρεθύμνου υπάρχει επιγραφή με ημερομηνία
θανάτου την 11-1-1874.
(2) Ο Στρατής απέθανε και ετάφη στη Μονεμβασία την 10 Ιανουαρίου 1874.
5
από αδελφή Ζαππετοβαρδή Δεληγιάννη που ακολουθούν, εισέρχεται η
οικογένεια Δεληγιαννάκηδων - Βαρδουλάκηδων πρωταγωνιστικά στην
επανάσταση 1821 - 1830, εποχή από την οποία αυξάνονται και τα διαθέσιμα
ιστορικά στοιχεία.
Ο Γεώργιος Νικολάου Δεληγιαννάκης ή Μπίκος (1792 - 1822) γιος
του παραπάνω, γεννήθηκε το 1792 στο Ασφένδου Σφακίων.
Η ιστορική του πορεία από τις παραμονές και την έκρηξη της
επανάστασης του 1821, μέχρι τον θανάτου του το 1822, δείχνει από τα
διατιθέμενα στοιχεία να είναι κοινή με εκείνη των αδελφών του, που θα
αναφερθούν στη συνέχεια και που τον διαδέχθηκαν στην αρχηγία όπως θα
αναφερθεί (Σήφη, Στρατή, Θεόδωρο) ή σκοτώθηκαν στις υπό την αρχηγία
του επιχειρήσεις στο Αρκάδι το 1822 (Ιωάννη, Μανώλη).
Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στην έμμετρη (αδημοσίευτη εν πολλοίς)
αφήγηση των επαναστατικών γεγονότων από τον αδελφό του Σήφη, που
γράφτηκε το 1861, όπου συχνά γίνεται μνεία "των Ντεληγιάννηδων", χωρίς
μικρά ονόματα, οσάκις περιγράφονται επιχειρήσεις όπου συμμετείχαν και
εκινούντο τα Σφακιανά (Ασφενδιωτών) και Ρεθυμνιώτικα τμήματα, στα
οποία αρχήγευαν οι Δεληγιαννάκηδες. Γίνεται π.χ μνεία για μπαϊράκια όπως
και εφοδιοπομπές (τζεπχανέδες) των Ντεληγιάννηδων.
Μυήθηκε, όπως και οι αδελφοί του Σήφης και Στρατής, στις αρχές του
1821 στη Φιλική Εταιρεία, από το Νικόλαο Βαρελτζόγλου, « πρώτον
απόστολον της ελληνικής Εταιρείας από τους εν Κωνσταντινουπόλει
επιτρόπους της Φιλοελληνικής Εταιρείας ».
Μετέχει με τους αδελφούς του στην επαναστατική συγκέντρωση
πρώτον στις 7 Απριλίου 1821 στα Γλυκεία Νερά, μετά στις 15 Απριλίου
στο Λουτρό και τέλος στην Παναγιά Θυμιανή, κοντά στο χωριό Κομιτάδες
Σφακίων, την 17 Ιουνίου, ημέρα Κυριακή, όπου ελειτουργήθησαν οι
συγκεντρωμένοι αντιπρόσωποι των Σφακίων και εκήρυξαν την κατά των
Τούρκων επανάσταση, αρχίσαντες αυθημερόν επιχειρήσεις. Στη
συγκέντρωση αυτή του ανατέθηκε η αρχηγία του χωριού του Ασφένδου και
της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης και του απονεμήθηκε ο ανώτατος γι' αυτήν
την εποχή βαθμός του Πεντακοσίαρχου ή Στρατηγού.
Την ίδια ημέρα 17 Ιουνίου 1821, μαζί με άλλα σώματα και
αρχηγούς, επιτίθενται κατά των συγκεντρωμένων στο Ζουρίδι Ρεθύμνης, με
σκοπό να εισβάλλουν στα Σφακιά Τούρκων και τους διασκορπίζουν,
πολεμώντας πεντακόσιοι Σφακιανοί εναντίον 4.000 Τούρκων του Ισμαήλ
Αγά, τον οποίο και φονεύουν. Την επομένη, 19 Ιουνίου περιέρχονται τα
μέχρι το Ρέθυμνο χωριά, όπου βρίσκουν ελάχιστους Τούρκους, αφού οι
άλλοι έσπευσαν να κλεισθούν στο Φρούριο της Ρεθύμνης και την 20
Ιουνίου επιτίθενται, καταλαμβάνουν και πυρπολούν τον Πύργο της
Μεγάλης Επισκοπής Ρεθύμνης, που τον πάτησε πρώτος ο μετέχων στις
επιχειρήσεις παρά τα 76 χρόνια του, πατέρας του Νικόλαος.
ΦΩΤΟ 3 Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ 4 ΓΙΟΥΣ
1 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. (Παρατσούκλι γ ι α τον σκληρό πολεμιστή) Οπλαρχηγός στην
Επανάσταση του 1770. Πατέρας των 2, 3, 4, και 5.
1 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. Αρχηγός Ρεθύμνης το 1821-22. Πεντακοσίαρχος. Πορθητής
-: ν Αρκαδίου το 1822. Σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1822 στον Αρμενόκαμπο Ρεθύμνης.
. : ΣΗΦΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. Αρχηγός Δυτ. Ρεθύμνης 1822-1830. Συνταγματάρχης της Βασ.
Φάλαγγος των Αγωνιστών. Εγκαταστάθηκε και απέθανε στη Μήλο το 1874, 106 ετών.
-ι. ΣΤΡΑΤΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣΤΡΑΤΗΣ. Αρχηγός Ανατ. Ρεθύμνης 1822-30. Ο Ή ρ ω ς του
Φοοιγκοκάστελλου. Συνταγματάρχης της Φάλαγγος Αγωνιστών. Εγκαταστάθηκε στη Μήλο και απέθανε το 1874 εις
ηλικ. 76 ετών στη Μονεμβασιά. Φρούραρχος Μονεμβασιάς.
5. ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Οπλαρχηγός το 1821, υπό τον αδελφό του Γεώργιο σκοτώθηκε την 17/1/1822
ττην εκπόρθηση του Αρκαδίου.
6
Την 21-23 Ιουνίου εκκαθαρίζουν την ύπαιθρο της Ρεθύμνης και
τρεπόμενοι προς Άγιον Βασίλειον συνάπτουν την 24ην Ιουνίου νικηφόρο
μάχη στην οποία εφόνευσαν τον Τούρκο αρχηγό Δελή Μουσταφά, ενώ
άλλοι αρχηγοί εισβάλλοντες στην Αμπαδιά συνάπτουν καταστρεπτική για
τους Αμπαδιώτες Τούρκους μάχη την 28 Ιουνίου.
Στις 29 Ιουνίου με άλλους αρχηγούς προσβάλλουν στο χωριό Γάλλος
Ρεθύμνης επί 4 ημέρες με σημαντική επιτυχία 1500 Τούρκους που βγήκαν
από το Ρέθυμνο για να προσβάλλουν τα Σφακιά.
Υπό την πίεση μεγάλης τουρκικής δύναμης, τουλάχιστον 12.000
ανδρών, κατά τον Σήφη Δεληγιαννάκη 24.000, που ήλθαν από το Ηράκλειο
για να καταστρέψουν τη βάση της επανάστασης στα Σφακιά, υποχωρούν τα
δρώντα στο Ρέθυμνο σώματα προς τα Σφακιά, όπου, αφού εξασφαλίζουν τις
οικογένειες των, εγκλωβίζουν τους Τούρκους στο οροπέδιο του Ασκύφου
και καθώς αυτοί επιχειρούν να εγκαταλείψουν τα Σφακιά προς τον
Αποκόρωνα τους επιτίθενται και συνάπτουν την 4 Ιουλίου 1821 φονικότατη
μάχη στο « λαγγό του Κατρέ », όπου εφονεύθησαν άνω των 1.000
Τούρκων, έναντι 7 μόνον Σφακιανών και εγκαταλείφθηκαν ως 10.000 ζώα.
«Επτακόσιοι, κακώς εξοπλισμένοι Σφακιανοί καταδίωξαν 12.000 καλώς
συντεταγμένους και εξοπλισμένους Τούρκους σ' αυτή την μάχη » κατά τον
Γάλλο συγγραφέα Τ. Περώ. Την επομένη, 5 Ιουλίου 1821, με τους αρχηγούς
Αναγν. Μανουσέλη, Ρούσσο Βουρδουμπά, Πωλογιωργάκη,
Μανουσογιαννάκη και άλλους, εξοντώνουν στο μικρό οροπέδιο της
Αμπέλλου, μεταξύ Ασκύφου και Ασφένδου Σφακίων το τουρκικό Σώμα των
Γερλήδων, από την Ιεράπετρα, του Γερλή Τζαηρλασή, δυνάμεως 960
ανδρών κατά τον Ψιλάκη, 850 κατά τον Σήφη Δεληγιαννάκη. Κατά τον
τελευταίο " μόνον 7 " εγύρισαν στον τόπο τους, Είχαν φιλοδοξήσει να
μοιρασθούν τη δόξα της άλωσης των Σφακίων με τους προηγούμενους
12.000.
Από τις 2 αυτές μάχες εκυριεύθησαν 2.000 όπλα, με τα οποία
εξοπλίσθηκαν οι Ριζίτες και βοηθήθηκε σημαντικά η συνέχιση του αγώνα,
κατά τον Σήφη Δεληγιαννάκη.
Στα τέλη Ιουλίου 1821, με τους αρχηγούς Α. Πρωτοπαππαδάκη, Ρ.
Βουρδουμπά, Π. Μανουσέλη, Αν. Μανουσογιαννάκη, Καυκαλοσήφη,
Πωλογιωργάκη, Γ. Τσουδερό και Ρουστικιανό και 3.000 μαχητές,
συγκεντρώνονται στον ανατολικό Αποκόρωνα (Κουρνοπατήματα) και από
την 1η-5η Αυγούστου 1821 μάχονται εναντίον πολλαπλασίων Τούρκων
στον Αλμυρό, Κουρνά, Κάστελλο, Δράμια, Πάτημα και πιεζόμενοι
υποχωρούν προς υψηλότερες μαδάρες, με συνέπεια μεγάλες καταστροφές
στον Αποκόρωνα από τους Τούρκους, τις οποίες ακολούθησε η καταστροφή
των Σφακίων τον Αύγουστο του 1821 και τρίμηνος ανακωχή μεταξύ των
7
αντιμαχομένων. Οι Ρεθύμνιοι, εκτιμώντας τη δράση του, τον ονομάζουν
Γενικό Αρχηγό της επαρχίας των. 8. ( 8. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη )
Συμμετέχει μετά την καταστροφή των Σφακίων στην ανασυγκρότηση
των επαναστατικών δυνάμεων περί το Ρέθυμνο, με τους αδελφούς του και
άλλους αρχηγούς και στον εκ νέου περιορισμό των Τούρκων στην πόλη της
Ρεθύμνης, όπου και δρουν, όταν στα τέλη Οκτωβρίου 1821 φθάνει στην
Κρήτη ο ορισθείς από την Κεντρική Επαναστατική Επιτροπή της Ελλάδος
πρώτος Γενικός Διοικητής ή Έπαρχος Κρήτης, Μιχαήλ Κομνηνός
Αφεντούλης ή Αφεντούλιεφ.
Συμπεριλαμβάνεται στους πρώτους 9 αρχηγούς στους οποίους ο
ανωτέρω απένειμε τον ανώτερο τότε βαθμό του Πεντακοσιάρχου
(=Ταγματάρχου) το Δεκέμβριο του 1821 (κατά τον Παππαδοπετράκη την
9/11/1821).
Στις μάχες του Νοεμβρίου 1821 εφονεύθησαν οι αρχηγοί των Τούρκων
Ρεθύμνης Γλυμηδαλής, ο σερασκέρης της Μεσαράς Αγριολήδης και ο
σερασκέρης της Ρεθύμνης Ρεστέμης. Μόνον εις τον αφανισμό του
τελευταίου δεν ήτο παρών και ο αδελφός του Σήφης, που όμως
συμπολεμούσε σ' όλες τις προμνησθείσες μάχες.
Επικεφαλής 60 Σφακιανών, κατά την επιχείρηση ανακαταλήψεως της
Μονής Αρκαδίου, που πρόσφατα είχαν καταλάβει οι Τούρκοι του
περιβόητου Γετήμ Αλή, εισέρχεται την 17 Ιανουαρίου 1822 από υπόγειο
θυρίδα (ή υπόνομο) που εγνώριζε, στον περίβολο της Μονής και εκτύπησε
εκ των νώτων τους προσβαλλόμενους από τους άνδρες των Πωλογεωργάκη,
Μανουσέλη, Μελιδόνη και Μαυροθαλασσίτη Τούρκους του Γετήμ Αλή και
τους εξοντώνει. Στην επιχείρηση αυτή σκοτώθηκε « ο ανδρειότατος
αγωνιστής Ιωάννης Δεληγιαννάκη ς, αδελφός του ». Κατά άλλες ιστορικές
πληροφορίες και ο δεύτερος αδελφός του, ο Μανώλης σκοτώθηκε στην ίδια
μάχη.
Στη συνέχεια την 26 Ιανουαρίου 1822, με τους Μανουσέλη και
Τσουδερό, αποκρούει τους 2.000 Ρεθύμνιους Τούρκους του Γλυμηδαλή,
που έσπευσαν να εκδικηθούν την πανωλεθρία του Γετήμ Αλή, στη μάχη στα
Ακόνια, στην οποία και σκοτώθηκε και αυτός ο ονομαστός Τούρκος
αρχηγός.
Πρωτοστατεί, ως αρχηγός της επαρχίας, με σύμπραξη και άλλων
αρχηγών, στα μέσα Φεβρουαρίου 1822, σε ενέδρες και αψιμαχίες πέριξ της
Ρεθύμνης και στη νικηφόρο εκστρατεία κατά των εισβαλλόντων εις το
Αμάρι, Τούρκων.
Στα μέσα Απριλίου 1822 μετέχει στις υπό τον Γάλλο λοχαγό και
χιλίαρχο της ελληνικής Επανάστασης Βαλέστρα ατυχείς επιχειρήσεις, με
σκοπό την κατάληψη της πόλεως και του φρουρίου Ρεθύμνης, εις τους
άνδρας του δε ανήκε ο « πελώριος και ατρόμητος Σφακιανός Ανδρέας
Βούρβαχης » που προσπάθησε τελευταίο: να διασώσει τον
τραυματισθέντα και στη συνέχεια φονευθέντα από τους Τούρκους
Βαλέστρα, την 14 Απριλίου 1822.
Τον Ιούνιο 1822 μετέσχε στην επίθεση κατά του Τυμπακίου Μεσαράς
και στις πολυήμερες μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσαράς.
Τον επόμενο μήνα μετέχει στις πολυήμερες μάχες αναχαίτισης του
προελαύνοντος προς τα Σφακιά Αιγυπτίου Χασάν Πασά, που τον
εξανάγκασαν να υποχωρήσει την νύκτα της 6ης Αυγούστου 1822 από τα
Σφακιά.
Τον Οκτώβριο 1822 προσέτρεξε με άλλους αρχηγούς σε βοήθεια των
απειλουμένων Λασηθιωτών.
Τέλος, τον Οκτώβριο (κατά τον Ψιλάκη και τους Ζαμπέλιο και
Κριτοβουλίδη) ή τον Νοέμβριο (κατά τον Παππαδοπετράκη) του 1822,
έπεσε σε ενέδρα (ζουρίδα) τούρκικη στην περιοχή των Αρμενων Ρεθύμνης
και εφονεύθει, μαζί με άλλους 12 ή 20 Σφακιανούς. Τη σημασία της
εξολόθρευσης του εόρτασαν οι Τούρκοι του Ρεθύμνου με 5 κανονιές από το
κανόνι της Πόρτας του Ρεθύμνου, όταν τον πήγαν στην πόλη, εορτάζοντας
για το θάνατο του (αναφέρεται το γεγονός από τον αδελφό του Σήφη).
Κρίνουμε καλό να περατώσουμε την εξιστόρηση, με το σχόλιο των
Ζαμπελίου - Κριτοβουλίδη περί του ανδρός.
« Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Δεληγιαννάκης ήτο και αυτός γέννημα των
ορεινών Σφακίων εκ του χωρίου Ασφένδων, είς ων των προαχθέντων εξ
αρχής σχεδόν της επαναστάσεως, δια την ικανότητα, ανδρείαν και
στρατιωτικήν του αρετήν, εις τον βαθμόν του πεντακοσιάρχου, τον οποίον
απέδιδε τότε εις τους αξιότερους η διοίκησις της Κρήτης. Ανήρ φιλότιμος,
με συμπεριφοράν καλήν, επροσπάθει να συμμορφώνεται με τα ήθη των
ανθρώπων εκείνων, μεθ' ων ενόμιζε συμφέρον να σχετισθεί, προσπαθεί να
συνοικειούται περιποιητικώς με τους στρατιώτας τους οποίους ωδήγει, διό
και ηγαπάτο υπ' εκείνων και συνηνδραγάθη πολλάκις. Ο Γ. Δεληγιαννάκης
ήγε τότε το τριακοστόν περίπου έτος της ηλικίας του » .
Ήτο μνηστευμένος, κατά τον Ψιλάκη « με την ωραία μοναχοκόρη του
Ρεθυμνίου επισήμου πατριώτου Χατζή Ιωάννου Δαμβέργη ». Οικογενείας
που συνεισέφερε πολλά στον αγώνα 1821 - 1830.
Στην αρχηγία τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωσήφ.
Συνέπραττε πάντοτε και ο νεώτερος αδελφός των Στρατής, ο οποίος,
όντας άγαμος, τον διαδέχθηκε και στον αρραβώνα με τη Δαμβέργη. Ίσως
αυτό υποδεικνυόταν και από τα έθιμα της εποχής.
Ο Σήφης Νικολάου Δεληγιαννάκης (1768-1874) ήταν πρωτότοκος
από τους 9 γιους του Νίκου Δ. Βρίσκεται από την αρχή στην πρώτη γραμμή
του αγώνα 1821-1830, έχοντας μυηθεί μαζί με τους αδελφούς του Γεώργιο
και Στρατή στη Φιλική Εταιρεία, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγούμενη
παράγραφο, που αναφέρεται στο Γεώργιο Δεληγιαννάκη.
9
Στις 7 Απριλίου 1821, μετέχει με τους αδελφούς του Γεώργιο και
Στρατή στη συνέλευση στα Γλυκεία Νερά και στη συνέχεια στις 15
Απριλίου στο Λουτρό των πρωτεργατών της επαναστάσεως και στις 17
Ιουνίου 1821 στην κύρηξή της στην Παναγία Θυμιανή.
Συνέπραττε με τους αδελφούς του, όπως σχολιάσθηκε στην παράγραφο
που αναφέρεται στο Γεώργιο Δεληγιαννάκη και μετά το θάνατο εκείνου, τον
Οκτώβριο 1822, τον διαδέχεται στην Αρχηγία της περιοχής Ρεθύμνης μαζί
με τον αδελφό του Στρατή.
Λίγες ημέρες πριν από την κήρυξη της επανάστασης, όταν οι Τούρκοι
επιχειρούσαν να αφοπλίσουν τα Σφακιά χωρίς πόλεμο, απευθύνθηκαν σ'
αυτόν δύο κρυπτοχριστιανοί από τα Ρούστικα, με επιστολή και τον
πληροφορούσαν για σχεδιαζόμενη εισβολή στα Σφακιά κατά την Τρίτη
ημέρα του μπαϊραμιού, που υπολογίζεται στην έμμετρη αφήγηση του ότι
ήτο η 17 Ιουνίου 1821. Η πληροφορία αυτή εξώθησε στην συγκέντρωση
στην Παναγία Θυμιανή, την κύρηξη της επανάστασης και έναρξη των
εχθροπραξιών την ίδια εκείνη ημέρα στα δυτικά χωριά της επαρχίας
Ρεθύμνης από τα σώματα των Ανατολικών Σφακιανών χωριών Ασφένδου-
Καλλικράτη (σώματα Δεληγιαννάκηδων - Μανουσέληδων).
Την 4 Ιουλίου 1822 υπογράφει ως «Καπετάν Σήφης Ντεληγιαννάκης»,
με άλλους 7 επιφανείς Σφακιανούς επιστολή προς τον πρώτο Αρμοστή
Αφεντούλιεφ, στην οποία τον παροτρύνουν να συλλέξει πληροφορίες και να
φροντίσει για ενισχύσεις από όπου δύναται.
Με το υπ' αριθμόν 129 /9-9-1822 έγγραφο της "Προσωρινής
Διοικήσεως Κρήτης", υπογραφόμενο από το "Γενικό Έπαρχο Κρήτης"
Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλιεφ προάγεται από το βαθμό του
τριακοσιάρχου σε εκείνο του πεντακοσιάρχου « διά τας καλάς και πολλάς
προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του ... και προ πάντων διά την ένδοξον
αριστείαν, την οποίαν προ ολίγου έκαμεν εις τα Ρεθεμνιώτικα » .
Την 27 Οκτωβρίου 1822 συνυπογράφει το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου
39 έγγραφο της Προσωρινής Διοικήσεως Κρήτης-Επαρχίας Σφακίων, στο
Λουτρό, ως πεντακοσίαρχος μαζί με άλλους 6 πεντακοσιάρχους και 10
προύχοντες και ιερείς, με το οποίο επιβάλλονται φόροι στο εμπόριο και στα
λάφυρα πολέμου, με σκοπό την οικονομική ενίσχυση του αγώνος.
Τέλος Μάιου 1823 μετέχει, όπως και οι αδελφοί του Ανδρουλής και
Στρατής στις τριήμερες μάχες, προς εκδίωξη των Τούρκων από την
Κάνδανο Σελίνου, υπό την ηγεσία του νεοαφιχθέντος (την 23 Μαίου 1823)
αρμοστού Κρήτης Τομπάζη.
Με το υπ' αριθμόν 12 / 1-7-1823 έγγραφο καλείται επειγόντως να
προσέλθει αμέσως ως αναγκαίος εις τον Αρμοστήν Μανώλην Τομπάζην.
Την 15 Ιουλίου 1823 πρωτοστατεί στην νικηφόρο μάχη στη θέση
Εβλιγιά Ρεθύμνης.
Με το υπ' αριθμόν 75 / 16-7-1823 έγγραφο του Αρμοστή Κρήτης
Τομπάζη, από τις Βρύσες Αμαρίου, του ανατίθεται η γενική αρχηγία επί των
ΦΩΤΟ ΣΕΛΙΔΑΣ 9
ΣΗΦΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Καπετάνιος Ρεθύμνης το 1821-22. Πρωτοκαπετάνιος Ρεθύμνης 1822-1830.
Συνταγματάρχης της Φάλαγγος Αγωνιστών. Εγκαταστάθηκε μετά την
επανάστασι στη Μήλο, όπου και υπαγόρευσε το 1861 απομνημονεύματα
από τη μεγάλη επανάστασι. Δημοσιεύονται σε ιδιαίτερο βιβλίο. Απέθανε το 18
Προσωπογραφία στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Ηράκλειο.
ΦΩΤΟ ΣΕΛΙΔΑΣ 9
Σήφη Ν. Δεληγιαννάκη, πρωτοκαπετάνιου Ρεθύμνου 1822-1830.
Πιστόλες, σπαθιά, παράσημα, ζώνη.
Διαφυλάσσονται από απογονούς του στον Πειραιά
10
καπεταναίων και αρματωμένων εν γένει του Ρεθύμνου και η συνέχιση
στενής πολιορκίας του φρουρίου Ρεθύμνου, προκειμένου να εξασφαλιστούν
τα νώτα της προέλασης προς τα «Καστρινά», των κύριων επαναστατικών
δυνάμεων υπό την γενική αρχηγία του ιδίου του αρμοστού.
Εις το υπ' αριθμόν 318 / 31-8-1823 έγγραφο του Φροντιστηρίου του
Πολέμου, υπογραφόμενο από τον Αρμοστή Κρήτης Μανώλη Τομπάζη στις
Βρύσες και απευθυνόμενο «Προς τον Γενναιότατον Κ. Σήφην
Ντεληγιαννάκην» αναγράφεται: «Αφού κατά την παραλαβούσαν διαταγήν
του Εξοχότατου Αυθέντου μας εδιορίσθητε ο Πρωτοκαπετάνιος του
Στρατεύματος της Ρεθύμνης, το φροντιστήριον μας κρίνει ήδη αναγκαίον το
να σου συντροφεύσει τας εφεξής οδηγίας, έως ότου αι περιστάσεις να
συγχωρήσουν εις αυτό την μόρφωσιν του πρέποντος πολεμικού οργανισμού
της πατρίδος μας.
I. Το κυριώτερον χρέος σου είναι η στενότατη πολιορκία του
Φρουρίου Ρεθύμνης.
II. Αναγκαιότατον είναι διά τούτο να κρατάς περιμαζευμένους και εις
απόστασιν όλους τους αρματωμένους του αυτού Καστελίου χωρίς
εξαίρεσιν
III. Τα μονετζιά (= χρήματα) θέλει μοιράζονται εις το στράτευμα μόνον
από την γενναιότητα σου, όθεν κανένας άλλος δεν έχει την άδειαν να
ζητήσει παρά του Κου Επαρχου, ο οποίος θε να τα έχη όλα εις
φύλαξιν, επειδή εις παραλαβήν τούτου θα έρχονται
IV. Μικροί και μεγάλοι έχουν χρέος να ακούουν τας προσταγάς σου, δι'
όσα αποβλέπουν το καλόν του στρατεύματος και της πατρίδος,
λοιπόν να γίνη τούτο γνωστόν εις όλους, δια να λάβη ο καθείς τα
μέτρα του».
Γενικά, σε τρεις χειρόγραφες σελίδες δίδονται γενικές οδηγίες
επιχειρήσεων και διοικήσεως, γεγονός που το θεωρούμε, σε συσχετισμό και
με το υψηλής ευθύνης και διορατικότητος περιεχόμενο, εξαιρετικά
σημαντικό στοιχείο για την εποχή του.
Εις το υπ' αριθμόν 16 / 11-2-1824 έγγραφον του Αρμοστού Κρήτης
Μανώλη Τομπάζη, προσαγορεύται ως χιλίαρχος και εξουσιοδοτείται να
προβαίνει σε εθελοντική στρατολογία και να οδηγεί τους κατατασσόμενους
στις επιχειρήσεις.
Δια του υπ' αριθμόν 291 / 14-3-1826 εγγράφου της Προσωρινής
Διοικήσεως Κρήτης από τη Γραμπούσα, διορίζεται «μέλος της (εξαμελούς)
επιτροπής των πολεμικών .... δια να φροντίζη περί της ασφαλείας και
σωτηρίας του φρουρίου τούτου».
Το έτος 1827 απεστάλη στις νήσους για στρατολογία πολεμιστών,
όπως αναφέρει αργότερα από την Μήλο, στην αναφορά του « προς την
11
επιτροπήν θυσιών και αγώνων», όπως και ο αδερφός του Στρατής, όπως και
στην αφήγηση του λεπτομερώς περιγράφει.
Εις το από 6 Μαίου 1827 έγγραφο του Πολιτικού Οφικίου
Τσιριγώτου " πιστοποιείται ότι ο Σήφης Δεληγιαννάκης. Κρης, αλλά προς
το παρόν κάτοικος εις την νήσον Τσιριγώτον (Αντικύθηρα), ανεχώρησε
κατά την 14ην Φεβρουαρίου 1827 διά Γραμβούσαν και ένα γαλλικό
Βασιλικό (=πολεμικό) πλοίο, το "Καπάρα" τους έβγαλε στην
Αγριογραμβούσα και πήγε το πλοίο-τρικάταρτο "καΐκι μίστικον" , με ένα
κανόνι και όλα τα για την ασφάλεια του ψιλοάρματα - του Σήφη
Δεληγιαννάκη, στα -Τουρκοκρατούμενα- Χανιά. Βεβαιώνει ότι το πλοίο δεν
είχε κάμει καμμιά αταξία ή κουρσός. Το περιστατικό αυτό βεβαιώνουν και
γαλλικά προξενικά έγγραφα, σε αλληλογραφίες που εξακολούθησαν και
από τη Μήλο, μετά τη μόνιμη εγκατάσταση εκεί του Σήφη Δεληγιαννάκη,
μετά το τέλος της επανάστασης το 1830.
Το υπ' αριθμόν 428 / 12-1-1828 έγγραφον του Συμβουλίου Νήσου
Κρήτης «προς τους κ. Σήφην Δεληγιαννάκην, Αναγ. Παναγιώτην,
Μανούσον Ζαμπετάκην και λοιπούς», αφού αναφερθεί σε 2 προηγούμενα
γράμματα, που στο δεύτερο τους εγνώριζαν «τον ερχομό του Κυβερνήτου
εις την Ελλάδα και τον ερχομό της Καβαλαρίας μας στη Γραμβούσα, με το
Στρατηγό Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη», τους γνωρίζει την πρόθεση να
προωθήσουν το Σώμα του Χατζή Μιχάλη σε 2-3 ημέρες και ζητεί να
προετοιμασθούν για τη Διοικητική τους Μέριμνα και τους παροτρύνει για
την αναζωπύρωση του επαναστατικού κινήματος.
Την 19-1-1828, υπογράφει ως μέλος της τριμελούς Δημογεροντίας
Σφακίων, που στο έγγραφο αναγράφεται και " Διοίκησις Σφακίων ",
έκκληση περί επιταχύνσεως αποστολής ενισχύσεων από την Γραμβούσα
(δηλαδή του τμήματος του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη).
Εις το υπ' αριθμόν 6/2/1828 έγγραφον, υπογραφόμενον υπό κατοίκων
του χωρίου Ασφένδου και επικυρούμενον εις το Λουτρό Σφακίων την
10/2/1828, υπό της Επιτροπής Σφακίων, προτείνεται ως εκπρόσωπος τους
διά τα οικονομικά και χαρακτηρίζεται "άξιος της πατρίδος ".
Διά του υπ' αριθμόν 835 / 12-11-1828 εγγράφου, από το Γαβαλοχώρι
Αποκορώνου, το Κρητικόν Συμβούλιον θεωρεί ευχάριστους τους
λογαριασμούς της ενεαμήνου υπηρεσίας του εις τα Σφακιά, τον απαλάσσει
ταύτης και υπόσχεται την εν καιρώ ανταμοιβήν του διά τας προσφερθείσας
υπηρεσίας και διά τα οποία κατέβαλε μετρητά διά τας ανάγκας της πατρίδος.
Την 12 Απριλίου 1828 υπογράφει, με άλλους εκπροσώπους της
επαρχίας Σφακίων έγγραφον «προς τον εςοχώτατον Κυβερνήτην της
Ελλάδος» Καποδίστριαν.
Διά του υπ' αριθμόν 1071 / 30-11-1828 εγγράφου, το Κρητικό
Συμβούλιο από το Γαβαλοχώρι, τον διορίζει μέλος της επί του Ταμείου
Επιτροπής και τον διατάσσει άμα λήψει να έλθει εις Γαβαλοχώρι και «να
αναδεχθή το χρέος τούτο».
12
Διά του υπ' αριθμόν 1074 / 1-12-1828 εγγράφου, το Κρητικό
συμβούλιο που έδρευε τότε στο Γαβαλοχώρι Αποκορώνου, τον διορίζει
μέλος της τετραμελούς επί των οικονομικών επιτροπής, διά το μέρος της
επαρχίας Σφακίων, κατόπιν και του προηγουμένου εγγράφου.
Όλες οι παραπάνω αναφορές, με αριθμημένα έγγραφα έχουν ληφθεί
από το προσωπικό αρχείο του Σήφη Δεληγιαννάκη, όπως και αυτές που θα
παρατεθούν παρακάτω και αφορούν την από 1830 - 1874 περίοδο, κατά την
οποία έζησε στη Μήλο. Αυτό το αρχείο, εμπλουτισμένο και από οψιμότερα,
έως και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στοιχεία, που αφορούν
απογόνους του, διασώζεται ως ιερή παρακαταθήκη, μαζί με λίγα προσωπικά
αντικείμενα, από τους απογόνους του Κρητικομηλιούς Δεληγιαννάκηδες και
ήδη διαφυλάσσεται από τον δικηγόρο, Νομικό Σύμβουλο της ΓΣΕΕ
Θεόδωρο Δεληγιαννάκη, Πειραιώτη, που ανεπιφύλακτα το έθεσε στη
διάθεση του γράφοντος. Χωρίς αυτό, οι ιστορικές αναφορές στα κλασσικά
ιστορικά βιβλία που αφορούν τον Καπετάν Σήφη Δεληγιαννάκη, τον
αφήνουν να μοιάζει σαν πρωταγωνιστής δεύτερης γραμμής, ενώ είναι
παραπάνω από σαφές και από την έμμετρη αφήγηση των επαναστατικών
γεγονότων από τον ίδιο, που θα δημοσιευθεί προσεχώς σαν ιδιαίτερο βιβλίο,
ότι μετά το θάνατο του αρχικού αρχηγού αδελφού τους Γεωργίου το 1822, η
διευθυντική ευθύνη της οικογένειας πέρασε τελικά στο μεγαλύτερο αδελφό
Σήφη, αν και αρχικά, όπως θα αναφερθεί στη σχετική παράγραφο, ο πρώτος
Αρμοστής Κρήτης Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, όρισε διάδοχο του τον
αδελφό τους Θεόδωρο (τούτο αναφέρεται μόνο στη συλλυπητήριο για το
θάνατο του Γεωργίου επιστολή, που βρίσκεται στο προμνησθέν αρχείον,
αλλά σε καμμιά επίσημη ιστορία). Και αυτό όμως το γράφουμε με πολλή
επιφύλαξη γιατί το διατιθέμενο σχετικό έγγραφο είναι εξαιρετικά
δυσανάγνωστο και ασαφές και ίσως δεν αναφέρεται στον θάνατο του
Γεωργίου, αλλά άλλου αρχηγού.
Γενικά είναι προφανές ότι και άλλοι υπομνημονεύονται στις ιστορίες,
όπως ο εξάδελφος τους Μανούσος Βαρδουλάκης ή Βαρδουλομανούσος του
Σελίνου, καπετάνιος του 1821-30, αλλά και ο Ιωάννης Βάσου
Δεληγιαννάκη ς, αρχηγός Ρεθύμνης των επαναστάσεων 1866-68, 1878 και
1897 και ο γιος του Ηλίας, Μακεδονομάχος πρώτης γραμμής και συνεχούς
παρουσίας το 1904-1908.
Το ανά χείρας πόνημα προσπαθεί να ρίξει λίγο περισσότερο φως. Διότι
οι Δεληγιαννάκηδες που πρωταγωνίστησαν στην Ιστορία, υπήρξαν υπέρ το
δέον σεμνοί και κράτησαν χαμηλό προφίλ, με συνέπεια σχεδόν να χαθούν
στο ρου της Ιστορίας. Αυτό γίνεται περίτρανα σαφές στην έμμετρη διήγηση
του Σήφη Δεληγιαννάκη, που στο κομμάτι της αφήγησης του που αφορά τη
Μάχη του Φραγκοκάστελλου της 17 Μαΐου 1828, σχεδόν «ξεχνά» να
αναφέρει την προσωπική συμμετοχή του αδελφού του Στρατή, πραγματικού
και αναμφισβήτητου «ήρωα του Φραγκοκάστελλου», γράφοντας μόνο ότι
13
«του γέμιζαν 10 άνδρες τουφέκια και καμιά φορά δεν τον πρόφταναν και
έριχνε και με την πιστόλα».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο Σήφη Δεληγιαννάκη και στο 1828, σε
σχέση με το Φραγκοκάστελλο.
Με τους Α. Παναγιώτου και Πωλιό Βολουδάκη υπογράφουν την
19/1/1828 έγγραφο ως «Διοίκησις Σφακίων» προς το εις Γραμβούσαν
Συμβούλιον διεκτραγωδώντας την κατάσταση και τους κινδύνους των
Σφακίων και ζητούντες επίσπευση ενεργειών και επανέρχονται την 2/2/1828
για ενίσχυση σε πολεμοφόδια, τροφές και ζωοτροφές για ίππους. Κατόπιν
αυτών προωθήθηκε από τη Γραμβούσα στα Σφακιά ο Χατζή Μιχάλης
Νταλιάνης με το σώμα του, κατά τους Ζαμπέλιο-Κριτοβουλίδη (σ. 683) και
Γρ. Παπαδοπετράκη (σ. 384 ).
Την 12/4/1828 συνυπογράφει έγγραφο προς τον Κυβερνήτη της
Ελλάδος, αιτούμενος πολεμοφόδια και ζωοτροφές, εν όψει των
επιχειρήσεων που κατέληξαν στη μάχη του Φραγκοκάστελλου.
Την 8η Μάιου εκστρατεύει μετά των Χατζημιχάλη Νταλιάνη,
Μανουσέλη και Μανουσογιαννάκη κατά των Ρεθυμνίων Τούρκων εκ των
οποίων εφόνευσαν άνω των 40, αιχμαλώτισαν πολλούς, μεταξύ των οποίων
και «τον επισημότατον εν Ρεθύμνη Ικιντζή αγάν» και ήρπασαν περί τις
6.000 διάφορα ζώα του Στρατού.
Την 15η Μάιου συνυπογράφει με άλλους αρχηγούς συμβουλευτική
προς το Χατζημιχάλη επιστολή, στην οποία επρότειναν κατάλληλον τρόπον
αντιμετώπισης του επερχόμενου πολυάριθμου εχθρού, αντί της αναμονής
του στο ανοικτό πεδίο του Φραγκoκάστελλου, όπως εκείνος επέμενε.
Δυστυχώς δεν τους άκουσε αλλά και απάντησε περιφρονητικά.
Την 17η Μαΐου, ημέρα της μάχης του Φραγκοκάστελλου
καταλαμβάνουν με άλλους αρχηγούς το χωριό Πατσιανό, στα νώτα του
εχθρού και αναγκάζουν έτσι τον Μουσταφά πασά να αποδυναμώσει την εξ
8.000 ανδρών στρατιά του, στέλνοντας 3.000 να φυλάξουν τα νώτα του από
τους επιτιθέμενους Σφακιανούς.
Την 29η Μαΐου άρχισε η υποχώρηση του Μουσταφά από το
Φραγκοκάστελλο και η καταδίωξη του από τους Σφακιανούς. Ο Σήφης
Δεληγιαννάκης αναγράφεται εις τον Παπαδοπετράκη, ότι ήτο ένας από τους
λίγους που τη συνέχισαν μέχρι της εξόδου του εχθρού εις τον Άγιον
Βασίλειον, των πολλών ασχολουμένων εκείνη την ώρα με την περισυλλογή
λαφύρων, γεγονός που περιόρισε τις απώλειες των Τούρκων σε 1902 κατά
την υποχώρησι και 2727 στη συνολική επιχείρηση του Φραγκοκάστελλου,
από σύνολον 8.000 περίπου εκστρατευσάντων.
Αλλά και από τον Ψιλάκη αναφέρεται μεταξύ των «διαπρεψάντων και
ηρωικότατα αγωνισθέντων» κατά την καταδίωξη του στρατού του
πολιορκητού του Φραγκοκάστελλου Μουσταφά, μετά την απόκρουση του
τελευταίου στο Φρούριο του Φραγκοκάστελλου από τον αδελφό του
Στρατή. Ο ιστορικός στην περιγραφή αυτή τον αναφέρει ως «άνδρα
14
σοβαρότατον και φρονιμότατον ... μεγαλύτερον αδελφόν από τον διαπρεπή
οίκον των Δεληγιαννάκηδων εις Ασφένδου... ο οποίος έθανεν εις Μήλον,
αντισυνταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγος, απολαμβάνων σεβασμού και
αγάπης από όλους».
Μια πολύ λιγότερο γνωστή πλευρά της επανάστασης στην Κρήτη το
1821-1830, είναι η οικονομική της πλευρά.
Όταν αποφασίσθηκε η επανάσταση η Κρήτη διέθετε, κατά την γενική
ιστορική γνώση 1200 όπλα, εκ των οποίων 800 τα Σφακιά και 400 η
υπόλοιπη νήσος. Κατά τον Ψιλάκη μάλιστα οι αριθμοί είναι μικρότεροι και
μάλιστα 713 όπλα στα Σφακιά και 138 στην υπόλοιπη Κρήτη. Πυρομαχικά,
μπαρούτι, χαρτί, μολύβι, εισάγονταν γιατί η Κρήτη δεν διέθετε
μπαρουτόμυλους και οι εισαγωγές γίνονταν κυρίως με τα Σφακιανά
καράβια, που αποτελούσαν μια αξιόλογη εμπορική δύναμη με έδρα κυρίως
το ασφαλές λιμάνι του Λουτρού Σφακίων .
Κύρια πηγή ανεφοδιασμού αποτέλεσαν τα λάφυρα από τις πολυάριθμες
νικηφόρες μάχες. Αλλά πολλές φορές, εκτός από την προσφορά υπηρεσιών
τόσο ο λαός, όσο και ακόμη περισσότερο οι ηγετικές οικογένειες και οι
αρχηγοί, καλούνταν να συνεισφέρουν οικονομικά στον αγώνα.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται σ' αυτό η περιγραφή από το Σήφη
Δεληγιαννάκη της απαιτηθείσης από τον αρμοστή Τομπάζη συλλογής
100.000 γροσίων όταν η πίεση του Αιγυπτιακού Στρατού το 1823 απειλούσε
την επιβίωση της επανάστασης. Παραθέτομε τα ίδια του τα λόγια:
«Ο Τομπάζης ήλθε εις τα Σφακιά και τσ' αρχηγούς μαζώβει
« 100 χιλιάδες μαζώψετε γρόσα να συναχθούσι.
Εις τη Νύδρα να γράψω εγώ θάρθου 10 καράβια».
Στην Καντζηλερία επήγασι, κράζανε ένα - ένα.
« Γρόσα θε να μαζώψουμε, να φέρομε καράβια,
όποιος θα βάλει τα χρήματα, αυτός δεν θα τα χάσει,
στην Καντζηλερία θα γραπτούν και πάντα θα τα λάβει».
Άλλος 5 χιλιάδες έβανε και άλλος βάζει από 10.
Ένας μόνο αντιστάθηκε, εκείνος γρόσα δε δίδει.
Έκαμε τον κινημό έξω για να πορίση,
μα κει τονε ρεστάρασι «μέσα θε να κάτσης,
να τα ξεκαθαρίσωμε ή δίδεις ή δε δίδεις».
Τότες ένας ξάδελφος λέγει «εγώ γι' αυτό(ν) τα δίνω».
Και ο Τομπάζης έγραψε να ρθουσι τα καράβια....
Απ' όσα γνωρίζει ο γράφων, μόνο η Ύδρα άδειασε τα σεντούκια της
για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας σε τέτοια τουλάχιστον μαζικότητα. Και
εκείνη τουλάχιστον ευτύχησε να ελευθερωθή τότε, όχι όμως και η Κρήτη.
15
Ως αποδεικτικά στοιχεία αυτών των συνεισφορών εχορηγούντο
πιστωτικά έγγραφα. Από τέτοια έγγραφα του αρχείου του Σήφη
Δεληγιαννάκη γίνεται φανερή και αυτή η πλευρά της συμβολής του στον
αγώνα.
Έτσι βρίσκουμε το από. 9/12/1825 από Γραμβούσα έγγραφο που τον
πιστώνει 100 γρόσια. Το 374/16-5-1826, με το οποίο η Προσωρινή
Διοικούσα Επιτροπή Κρήτης τον πιστώνει 1112 γρόσια και παράδες 20. Το
695/16-11-1827 του Κρητικού Συμβουλίου που τον πιστώνει 1000 γρόσια.
Το 835/12-11-1828 του ιδίου Συμβουλίου, που υπόσχεται ανταμοιβήν του
για εννεάμηνο υπηρεσία στα Οικονομικά των Σφακίων, της οποίας εγκρίνει
ως «ευχάριστους τους λογαριασμούς» και απόδοση των «όποιων κατέβαλε
μετρητών διά τας ανάγκας της πατρίδος», όπως και νωρίτερα γράφτηκε.
Όπως θα αναφέρει λίγα χρόνια αργότερα από την Μήλο προς την
«Εξεταστικήν επί των θυσιών και αγώνων επιτροπήν», διέθετεν «επί τριών
επαρχιών πλείστην ακίνητον περιουσίαν, συνισταμένην εις οικίας,
αμπέλους, αγρούς κ.λ.π.Εις τας δύο επαρχίας μοι κατέκαυσεν ο εχθρός τας
οικίας, καθώς και άπαντα τα ζώα μου κατέσφαξαν. Πολεμοφόδια
επρομηθευόμην εξ ιδίων μου, χωρίς να αποζημιωθώ ούτε δι' οβολού. Είχα
800 περίπου χοίρους, τους οποίους οι εξ Ελλάδος ελθόντες τότε στρατιώτες
τους κατέφαγαν εξ ολοκλήρου, αλλά και οι Τούρκοι μοι αφήρεσαν άπασαν
την περιουσίαν μου, συνισταμένην εκ δύο εμπορικών καταστημάτων
κειμένων εις Γραμπούσαν, έξ(6)οικίας εις Σιγκιλιό καθώς και αγρούς,
αμπέλους, ελαίες κ.λ.π., έτι δε οι Γάλλοι μοι αφήρεσαν εν πλοίον 500
κοιλών 9, εμπεριέχον πυροβόλα και άπασαν εν γένει την εξαρτησίν του, μοι
το αφήρεσε δε μία φρεγάδα Γαλλική, μάρτυρες δε πάντων τούτων εισίν
άπαντες οι επιζήσαντες συμπατριώτες μου Κρήτες ... κ.λ.π.».
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη μετά το Φραγκοκάστελλο και ως το
τέλος της επανάστασης το 1830 δράση του. Πάντως παρέμεινε στην Κρήτη
και το 1830.
Ακολουθώντας τη μοίρα των διαπρεπών επαναστατών, των οποίων η
παραμονή στην Κρήτη μετά τους δεκαετείς αγώνες ήτο αδύνατος, πήρε το
δρόμο της προσφυγιάς για την ελεύθερη Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι, όπως και ο αδελφός του Στρατής, εγκαταστάθηκε
αρχικά στην περιοχή Ναυπλίου (Μινώα - σημερινό Τολό), όπως
υποδεικνύεται από πολλά έγγραφα αναφερόμενα εις την παραχώρηση
«Εθνικών γαιών» στους Κρήτας αγωνιστάς, εκ των οποίων μνημονεύομεν
τα ακόλουθα:
Ελληνική Πολιτεία, υπ' αριθ. 1106/4-7-1832. Δυνάμει του υπ' αριθ.
ΚΔ ψηφίσματος και της υπ' αριθ. 208 προσκλήσεως της επί των Κρητών
Επιτροπής, παραχωρούνται εκ της κατά το χωρίον Κουρτάκη και Κούτζι
9 «Κοίλον»: Μονάς μετρήσεως σιτηρών.
16
εθνικής γης εις την συντροφιάν του καπετάν Σήφη Δεληγιαννάκη
στρέμματα 850.
Εν Ναυπλίω, την 27η Μάιου 1838. Αριθμός κώδικα 140.
Παραχωρήθησαν στον κύριον Σήφην Δεληγιαννάκην στρέμματα 90 στη
θέση Χαρδαλούπες, χωρίου Κουρτάκη... Εις το κύριον Ανδρουλήν
Δεληγιαννάκην (αδελφός του Σήφη) 30 στρέμματα στη θέση Λούτσες,
χωρίου Κουρτάκη, (αριθμός κώδικα 144/ 27 Μαΐου 1835) ... Εις τον κύριον
Στρατήν Δεληγιαννάκην 90 στρέμματα εις την θέσιν Τσουρχάχου, χωρίου
Κουρτάκη (αριθμός κώδικα 147/ 27 Μαΐου 1838.
Τα υπ' αριθμόν 1286/ 23-6-1832 και υπ' αριθμόν 1291/ 23-6-1832 της
επί των Κρητών επιτροπής με τα οποία γνωστοποιείται εις τον Σήφη με το
πρώτο και εις τον Ανδρουλή Δεληγιαννάκη με το δεύτερο ότι " θέλει λάβει
...το εις αυτόν ανήκον εις γην και χρήματα, κατά την έννοιαν του υπ' αριθ.
3382 Κ.Δ. ψηφίσματος της Κυβερνήσεως ".
Υπάρχουν επίσης οψιμότερα έγγραφα, από την περίοδο της Μήλου,
που αναφέρονται σε δικαστικές ενέργειες για εκβολή καταπατητών από τις
παραπάνω παραχωρηθείσες γαίες.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για το πότε οι αδελφοί Δεληγιαννάκη
εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Μήλο, αλλά σε σωζόμενη κατάσταση
οικογενειών συνοικισθέντων στη Μήλο Κρητών, χωρίς χρονολογία,
αναφέρονται:
Όνομα Παιδιά οικογένειας Η οικογένεια
οικογένειας έχει
εν όλω ψυχάς
τον αριθμόν
Αρσενικά Θηλυκά
Ι.Σήφης
Δεληγιαννάκης 2 2 6
2.Θεόδωρος
Δεληγιαννάκης 2 3 7
3.Στρατής
Δεληγιαννάκης 2 3 7
Σύνολο
Οικογένειες 29 130
Τελικά, όπως η οικογενειακή παράδοση των Κρητικομηλιών
Δεληγιαννάκηδων διασώζει, οι πρόγονοι των, Σήφης, Θεόδωρος, Στρατής,
Ανδρουλής, όπως και Βαρδουλάκηδες συγγενείς των, εγκαταστάθηκαν
οριστικά στη Μήλο, απ' όπου σε μέρες με διαυγή ατμόσφαιρα μπορούσαν
να βλέπουν τα βουνά της Κρήτης, πάνω στα οποία μεγαλούργησαν και απ'
17
όπου ευκολότερα μετέβαιναν στη Μεγαλόνησο για να υποκινήσουν, ή
απλώς να μετάσχουν σε μεταγενέστερες επαναστάσεις.
Από την περίοδο της Μήλου, βρίσκουμε στο αρχείο της οικογένειας
του έγγραφα από τα οποία διαπιστώνονται τα ακόλουθα:
Με συμβολαιογραφική πράξη υπ' αριθ. 64/22-4-1837 «ο Σήφης
Δεληγιαννάκης χιλίαρχος ... Ανδρουλής Δεληγιαννάκης ΙΟΟρχος ... και
πολλοί άλλοι, εξουσιοδοτούν τον συνάδελφον των οπλαρχηγόν Στρατήν
Δεληγιαννάκην, ευρισκόμενον ήδη εις Αθήνας, διά την υποστήριξιν των
δικαίων τους αμοιβών, διά τας προαναφερθείσας εις τον αγώνα υπηρεσίας».
Σε «Δίπλωμα της 15ης Τετραρχίας χαρακτηρίζεται ο κύριος I.
Δεληγιαννάκης Ταγματάρχης. Ημερομηνία 10-7-1838.
Διά του υπ' αριθ. 1861/1-6-1845 εγγράφου του Διοικητού Σύρου
κοινοποιείται στον «προικοδοτημένον χαρακτηρισμένον Ταγματάρχην της
Φάλαγγος κ. Σήφην Δεληγιαννάκην ... ότι η Α.Μ. ο Βασιλεύς, διά του από
16 τρέχοντος μηνός διατάγματος ευηρεστήθη να χορηγήσει προς αυτόν τον
πραγματικόν του Ταγματάρχου βαθμόν, με την διαφοράν της μεταξύ
λοχαγού και Ταγματάρχου προικοδοτήσεως».
Διά του υπ' αριθ. 1407/ 5-9-1850 εγγράφου του έπαρχου Μήλου
ορίζεται πρώτος μετ' άλλων 6 ως σύμβουλος διά τον έλεγχον των
δικαιουμένων να συνοικισθούν εις τον δημιουργούμενον Δήμον Αδάμαντος
Μήλου προσφύγων Κρητών.
Διά της υπ' αριθ.9270/1870 Διαταγής του Υπουργείου Στρατιωτικών
κοινοποιείται η δια Βασιλικού Διατάγματος από 23 Μαΐου ανάκλησις «εκ
της προικοδοτουμένης φάλαγγος εις την εν ενεργεία» του Ταγματάρχου
Σήφη Δεληγιαννάκη».
Διά του υπ' αριθ. 98/2-3-1874 εγγράφου της υπομοιραρχίας Μήλου
του κοινοποιείται ότι «"διά του από 5 Φεβρουαρίου 1874 Βασιλικού
Διατάγματος ... επροβιβάσθητε εκ του βαθμού του Ταγματάρχου της
ενεργητικής φάλαγγος εις τον του Αντισυνταγματάρχου».
Απεβίωσε στη Μήλο σε ηλικία 106 ετών την 1 Οκτωβρίου 1874,
αφήνων πίσω του πάνω από ογδόντα απογόνους, και διατηρών μέχρι τέλους
ακμαίας τας πνευματικός του δυνάμεις. Επικήδειον του αφιέρωσεν η
εφημερίς ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ της ΣΥΡΟΥ στο φύλλο 509 της 12-10-1874.
Είναι γενάρχης του μεγαλύτερου αριθμού Δεληγιαννάκηδων της
Μήλου, οι πλείστοι των οποίων έχουν μετοικήσει στον Πειραιά.
Ο Στρατής Νικολάου Δεληγιαννάκης (1798 - 1874), ήτο ο 5ος από
τους εννέα γιους του Νίκου Δ.. Μυήθηκε στις αρχές του 1821 στη Φιλική
Εταιρεία, μαζί με τους αδελφούς του Σήφη και Γεώργιο και όπως στη
εξιστόρησι εκείνων περιγράφηκε έλαβε μέρος στις προ και κατά την
κήρυξη της επανάστασης συγκεντρώσεις, μαζί με τους αδελφούς του Σήφη,
Γεώργιο και Θεόδωρο -τουλάχιστον-, όπως δε και νωρίτερα εγράψαμε,
μετείχε σ' όλες τις επιχειρήσεις στα Ρεθεμιώτικα και στα Σφακιά, με τα
18
οικογενειακά σώματα, υπό την αρχική αρχηγία του Γεωργίου. Τις μάχες
αυτές περιέγραψε γλαφυρότατα αργότερα σε έμμετρη αφήγηση των
επαναστατικών γεγονότων ο αδελφός του Σήφης, ενώ διαβιούσε στη Μήλο.
Σ' αυτήν καταφαίνεται ότι, αν και κατά τις επίσημες ιστορίες τον Γεώργιο
διαδέχθηκαν στην αρχηγία της Ρεθύμνης οι Σήφης και Στρατής, και είναι
σαφές ότι δεν δρούσαν πάντα μαζί, η αφήγηση, όσες φορές αναφέρεται στον
"Ντεληγιάννη", χωρίς μικρό όνομα εννοεί το Σήφη, ενώ όταν θέλει να
μιλήσει για τον Στρατή ή και τους αδελφούς του Θεόδωρο ή Γιάννη,
προσθέτει στο επίθετο και το μικρό όνομα όπως και αν αναφέρεται στον
πατέρα τους, τον χαρακτηρίζει « ο Ντεληγιαννονικόλας ».
Ακόμη σημειώνουμε εδώ ότι, ενώ στην αρχική απόδοση αρμοδιοτήτων
κατά την κήρυξη της επανάστασης δόθηκε στο Γεώργιο Δεληγιαννάκη και
κατ' επέκταση στον οίκο Δεληγιαννάκηδων η αρχηγία της επαρχίας
Αμαρίου, βαθμιαία επεκτάθηκε πολύ ευρύτερα η αρμοδιότητα της
οικογένειας, ώστε σε συνομιλία με τον Αρμοστή Τομπάζη, που καταγράφει
ο Σήφης Δ., να αναφέρεται ότι «καπετανίζουν οι Ντεληγιάννηδες σε επτά
επαρχίας ... ως εξής: Το Αμάρι και το Ρέθυμνο ολόκληρο, μέρος του
Μυλοποτάμου, μέρος της Μεσαράς, μέρος του Αγίου Βασιλείου, μέρος των
Σφακίων και μέρος του Αποκορώνου».
Μετέσχε σε όλες τις μάχες που αναφέρθηκαν στην παράγραφο που
αναφέρεται στον Γεώργιο, τις οποίες και περιγράφει γλαφυρά στην
αφήγηση του ο αδελφός του Σήφης10, ως τον θάνατο του αδελφού του
αυτού. Μετά το θάνατο αυτό μοιράζεται την περιοχή ευθύνης της
οικογένειας με το μεγαλύτερο αδελφό Σήφη, με τον οποίο δρουν άλλοτε
μαζί και άλλοτε ανεξάρτητα.
Μετείχε στη μάχη και κατάληψη της Μονής Αρκαδίου την 17
Ιανουαρίου 1822 και την 25/1/1822 στη μάχη των Περιβολιών, όπου και
διακρίθηκε.
Τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου του 1822 συμμετέχει με
άλλους αρχηγούς και 2.000 άνδρες στην απόκρουση 4.000 Ηρακλειωτών
Τούρκων στο Αμάρι και τη ματαίωση της πορείας των προς τα Σφακιά.
Την 18 Ιουλίου 1822 κατά τον Ψιλάκη (12 Ιουλίου κατά τον αδελφό
του Σήφη) μετέχει πρωταγωνιστικά στη μάχη του Κρουσώνα Ηρακλείου,
όπου και διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο να διαμελισθεί από πελώριο Αλβανό,
που με μεγάλο ξίφος διεπέρασε τα χονδρά ενδύματα του, από του ώμου
μέχρι του λαγόνος και όπως γράφει ο Ψιλάκης, που είχε ο ίδιος " ακούσει
πολλάκις " διήγηση του Στρατή, σώθηκε χάρις στην ευκινησία του
πυροβολήσας αμέσως τον εχθρό, ενώ " καθ' ην στιγμήν πυροβολούσε με
την πιστόλαν, επεκαλείτο την Παναγία του Λουτρού (Σφακίων), λέγων με
το Ασφενδιώτικο εκείνο ιδίωμα και προφοράν: -Παναγιά μου βόθα με κι'
1 0 Το έργο του αυτό, μερικώς δημοσιευμένο ως τώρα, προτιθέμεθα να φέρουμε στη δημοσιότητα σύντομα,
μαζί με το παρόν πόνημα.
ΦΩΤΟ ΣΕΛΙΔΑΣ 18
Προτομή του ήρωα του Φραγκοκάστελλου Στρατή Δεληγιαννάκη (Μπικοστραι
αναμένενουσα την τοποθέτηση της στο Φραγκοκάστελλο.
(Δωρεά του συγγραφέα)
ΦΩΤΟ ΣΕΛΙΔΑΣ 18
ΣΤΡΑΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Καπετάνιος Ρεθύμνης με τους αδελφούς του Γιώργο και Σήφη το 1821-31.
Συνταγματάρχης της Φάλαγγος. Ο ήρως του Φραγκοκάστελλου το 1828
(ο θρυλικός Μπικοστρατής). Μετέσχε και στις επαναστάσεις 1841 και 1866 -
απέθανε ως Φρούραρχος της Μονεμβασίας το 1875.
Νωρίτερα είχε εγκατασταθεί στην Μήλο
Προσωπογραφία στό Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Ηράκλειο
19
όσα βρω απάνω του, τα μισά δικά σου και τα μισά δικά μου- διότι καθώς
έπεσεν ο Αλβανός νεκρός, ο Στρατής, αφού ώρμησεν, απέκοψε το κεμέρι
του Αλβανού και εξησφάλισεν, όπως ήξευρεν, διά λογαριασμόν του τα εις
αυτό χρυσά νομίσματα".
Τον Ιανουάριο του 1823 με 300 περίπου Σφακιανούς και με σύμπραξη
του Ρούσου Βουρδουμπά, Μανουσογιαννάκη και Μανουσέλη, καθώς και με
Αγιοβασιλιώτες υπό τον Γ. Τσουδερόν, έσπευσαν εις βοήθειαν των
αποκλεισμένων στο σπήλαιο της Μιλάτου Λασηθιωτών, αλλά το μόνο που
επέτυχαν ήτο να βοηθήσουν στη διαφυγή των εξ αυτών ενόπλων.
Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1823, με τον Εμ. Ρουστικιανό
εμποδίζουν έξοδο των Τούρκων από το Ρέθυμνο.
Την 23η Μάιου 1823 μετέχει εκστρατείας του αρμοστή Τομπάζη στην
Κάνδανο, την οποία πολιορκούν 3 ημέρες και αναγκάζουν τους Τούρκους
να αποχωρήσουν με συνθήκη, αλλά στη συνέχεια τους καταδίωξαν προς τα
Χανιά, συνάψαντες μάχη στο Βατολάκο.
Μετέχει στην τριήμερη συνέλευσι της Αρκούδαινας του Μαΐου 1823.
Τον Ιούνιο 1823 μετέχει στην ανεπιτυχή δεκαήμερη προσπάθεια
διασώσεως των πολιορκημένων αμάχων στο σπήλαιο Μελιδονίου στο
Μυλοπόταμο, όπως ο Σήφης γράφει, όπου ο Χασάν πασάς κατόρθωσε να
τους αποπνίξει με καπνό, ρίχνοντας καιόμενα υλικά, αφού πρώτα πέτυχε να
στενέψει την είσοδο του σπηλαίου, κατακρημνίζοντας βράχους.
Την 25η Ιουλίου 1823 με άλλους αρχηγούς και 2000 άνδρες
αποκρούουν νέα έξοδο των Τούρκων από το Φρούριο της Ρεθύμνης που
προσπαθούσαν να διασωθούν από επιδημία πανούκλας που εμάστιζε την
πόλη.
Τον Απρίλιο 1824, σε ημέρες καταστροφής της επανάστασης,
αιχμαλωτίζεται η οικογένεια Δαμβέργη και η μνηστή του Μαρουλή
Δαμβέργη, την οποίαν αντήλλαξε με αιχμαλώτους Οθωμανίδας.
Αναφέρεται στην έμμετρη αφήγηση του Σήφη ως «πολιτάρχης» στη
Μήλο το 1824 που «ο Δεληγιάννης κι ο Τσουδερός» περιέρχονται τα νησιά
του Αιγαίου και κυρίως τις Κυκλάδες, στρατολογώντας ξενητεμένους
Κρητικούς, με τους οποίους εγέμισαν 7 καΐκια, για να τους μεταφέρουν
μέσω Γραμβούσας στην Κρήτη, για αναζωπύρωση της επανάστασης. Δεν
αποκλείεται να πρόκειται για πρωθύστερη αναφορά, γιατί τον βρίσκουμε
«πολιτάρχη» στη Μήλο αργότερα, μετά την εγκατάστασί του σ' αυτό το
νησί.
Μετά την κατάπνιξη της καθ' αυτό Επανάστασης της Κρήτης από τους
Αιγυπτίους του Μεχμέτ Αλή, συνεχίζει στις αρχές του 1826 με τους άνδρες
του κλεφτοπόλεμο, ώστε με την παρόμοια δράση πολλών άλλων
αντάρτικων ομάδων ανά την Κρήτη να διατηρούν τον αναβρασμό και την
ετοιμότητα για αναβίωση της Επανάστασης στο νησί. Χαρακτηριστικά
γράφει ο Ψιλάκης «Και εις την Ρεθύμνην οι άνδρες του φοβερού Στρατή
Δεληγιαννάκη και μερικοί από τους γείτονας Καλλικρατιανούς, με τους
20
γείτονας των Αγιοβασιλιώτας Τσουδερούς, εθέριζαν συνεχώς τους εχθρούς
που εξακολουθούσαν να παραμένουν εις το Τμήμα αυτό».
Τον Ιανουάριο 1828 με τους Αναγνώστην Παναγιώτου και Π.
Βολουδάκην, ο Στρατής Δεληγιαννάκης ορίζεται από τους Σφακιανούς
μέλος της «Διοικήσεως Σφακίων», η οποία αντικατέστησε τη
«Δημογεροντία» και την «Επιμελητική Επιτροπή», όταν ήδη ο Χατζή
Μιχάλης Νταλιάνης είχεν αποβιβασθη στη Γραμβούσα, με στόχο την
αναζωπύρωση και ενίσχυση της Επανάστασης.
Μετά την άφιξη και εγκατάσταση του Χατζή Μιχάλη στο
Φραγκοκάστελλο, εκστρατεύει αυτός με τους Στρατή Δεληγιαννάκη, Π.
Μανουσέλη και Μανουσογιαννάκη και συγκροτούν την 8η Μάιου 1828
μάχη προ της Ρεθύμνης επιφέροντες απώλειες στους Τούρκους και
αποσύρονται εκ νέου στο Φραγκοκάστελλο, συναποκομίζοντες περί τις
6.000 ζώα.
ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟΥ
Σκεφθήκαμε να αφιερώσουμε, έστω και πολύ συνοπτικά ένα ιδιαίτερο
κεφάλαιο στη Μάχη αυτή, που αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές των
Κρητικών Επαναστάσεων εν γένει. Της μάχης που αποτέλεσε το Χάνι της
Γραβιάς της Κρήτης και σε πολύ μεγάλη μεγένθυσι μάλιστα, που συνδέθηκε
τελικά με το θρύλο των « Δροσουλιτών » και που έδωσε στο Στρατή
Δεληγιαννάκη (ή «Μπικοστρατή», όπως μερικές ιστορίες προτιμούν να τον
αποκαλούν) το ζηλευτό τίτλο του ΗΡΩΑ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟΥ,
που, όπως θα φανή στην εξιστόρηση, τον κέρδισε πολύ σκληρά με τους 60
άνδρες του, ενώ δυστυχώς τον έχασε ο επίσης θαυμαστός ήρωας Χατζή
Μιχάλης Νταλιάνης, λόγω της εσφαλμένης του τακτικής.
Το Φθινόπωρο του 1827 έφθασε στην Γραμβούσα ο υπέροχος
ιδεολόγος Βορειοηπειρώτης μαχητής Χατζή Μιχάλης, επονομαζόμενος και
"Νταλιάνης", επειδή είχε σπουδάσει γιατρός στην Ιταλία, επικεφαλής
ιδιωτικού στρατού αποτελούμενου από 72 ιππείς και 500 πεζούς, για να
ενισχύσει την Επανάσταση στην Κρήτη, που τότε βρισκόταν σε κάμψη, και
η οποία είχεν εξάψει τα πατριωτικά του αισθήματα, λόγω των άφθαστων
ηρωισμών της. Αφού δυσκολεύτηκε να φύγει από την Γραμβούσα, που
πάνω στα άγρια βράχια της δεν μπορούσαν να συντηρηθούν ούτε τα ζώα,
ούτε οι άνθρωποι και μετά από μακρά αλληλογραφία - γιατί και
οπουδήποτε στην Κρήτη ήταν προβληματική η συντήρησις τόσο μεγάλου
ενιαίου τμήματος- γίνεται δεκτός και μεταβαίνει στα Σφακιά, όπου και
στρατοπεδεύει στη μόνη πεδινή λωρίδα της επαρχίας, στην περιοχή του
Φραγκακάστελλου. Από εκεί εκστρατεύει μαζί με ντόπιους, όπως και λίγο
21
πιο πάνω γράφτηκε προς το Ρέθυμνο, με σημαντική επιτυχία. Διέθετε τότε
72 ιππείς και 500 πεζούς, κατά το Σήφη Δεληγιαννάκη.
Η ύπαρξις αυτού του μεγάλου και ασυνήθιστου, λόγω και της ύπαρξης
ιππικού, τμήματος στα Σφακιά, έγινε αισθητή σαν σημαντική απειλή από
τους Τούρκους, που οργανώνουν ειδική εκστρατεία για την καταστροφή
του.
Έτσι τη 13η Μαΐου του 1828 εκστρατεύει ο Μουσταφά Πασάς
επικεφαλής 8.000 περίπου στρατού με τμήματα ιππικού και 4 πυροβόλα και
κατασκηνώνει αρχικά στο Ασκύφου, απ' όπου προσπάθησε να πείση τους
Σφακιανούς αρχηγούς να μη λάβουν μέρος στις επιχειρήσεις, διότι αυτός
έχει στόχο μόνο τους ξενόφερτους και δεν θα πειράξει τα Σφακιά.
Εν τω μεταξύ, τις προηγούμενες ημέρες, οι συναθροισμένοι στο
Ασκύφου καπεταναίοι των Σφακιών είχαν καταβάλλει επανειλημένες
προσπάθειες να πείσουν τον Χατζή Μιχάλη να μην υλοποιήσει τη σκέψη
του να πολεμήσει στο ανοικτό πεδίο έξω από το Φρούριο του
Φραγκοκάστελλου, όπου θα τους ήτο αδύνατον να του παρέξουν σοβαρή
βοήθεια, σε μια τέτοια εκ παρατάξεως μάχη, εναντίον πολλαπλασίου
στρατού, αλλά εις μάτην. Σαν τελευταία προσπάθεια εζήτησαν την
προσωπική παρέμβαση του μεταξύ αυτών Σήφη Δεληγιαννάκη, αρχηγού
κοινώς αναγνωριζομένου για την σωφροσύνη και τη γενναιότητα του, αλλά
ούτε αυτός εισακούσθηκε. Επειδή δε του υπεδείκνυαν έστω να παρατάξει
τους πεζούς αμέσως έξω από τα τείχη του φρουρίου, ώστε να μπορέσουν να
μπουν σ' αυτό πιεζόμενοι, προβλέποντες ότι άλλως θα τραπούν σε φυγή,
αυτός τυφλωμένος κυριολεκτικά από εγωισμό και για να αποφύγει τέτοιο
ενδεχόμενο εξευτελισμό, ανώρυξε ορύγματα αρκετά μακριά από το
Καστέλλι και διέταξε τους πεζούς του να προσδεθούν από τα σφυρά μεταξύ
των, ώστε να μείνουν αμετακίνητοι. Περιφρονητικώς δε υπέδειξε εις τους
Σφακιανούς αρχηγούς να μείνουν ψηλά εις τα όρη και να παρακολουθήσουν
«πώς πολεμούν οι άνδρες». Εκείνοι δεν εκάκιωσαν απέναντι του γιατί τον
εκτιμούσαν βαθειά και έπιασαν τις υπώρειες, εκεί που τελειώνει το γυμνό
πεδίο και αρχίζουν τα λιόφυτα, στην περιοχή των χωριών Πατσιανού και
Κολοκασίων, απ' όπου αναγκάζουν τον Μουσταφά να διασπά τις δυνάμεις
του, για λόγους ασφαλείας.
Όμως ο Στρατής Δεληγιαννάκης, μαζί με τους Α. Διληδά. Κ.
Δαμβέργη, Α. Σημιακό, Μ. Πωλιουδάκη και Κ.Νιπιανό, δεν άντεξε την
εγκατάλειψη του Χατζή Μιχάλη και με 60 περίπου άνδρες συντάχθηκαν
μαζί του, αλλά μέσα στο Φρούριο, όπου και θα υποδέχονταν τυχόν
υποχωρούντας, ενώ το ιππικό ενίσχυσαν οι Μ. Καστρινός και Μ. Καλούδης.
Έτσι το σύνολο των αμυνομένων Ελλήνων ανήλθε, κατά τους Ζαμπέλιο και
Κριτοβουλίδη σε 666 άνδρες, εξ ων 70 περίπου ιππείς, κατά δε τον
Παπαδοπετράκη σε 530 πεζούς και 70 ιππείς " εκτός των 60 ανδρών του
Δεληγιαννάκη " του οποίου τη συμπαράταξη με το Χατζή Μιχάλη
χαρακτηρίζει "Ευδοκία Θεού". Και ο Ψιλάκης αναφέρεται σε 606
Το Φραγκοκάστελλο
Χώρος της ομόνυμης μάχης. Κτίστηκε από τους Ενετούς από το 1371, από
τα ερείπια της αρχαίας πόλης «Νικήτα».
22
στρατιώτας και 70 ιππείς και βεβαιώνει την απόφαση να συνταυτίσουν την
τύχη τους με αυτούς του "αφόβου και ατρόμητου Στρατή Δεληγιαννάκη",
του γυναικάδελφου του Κ. Δαμβέργη και των λοιπών που αναφέρουν οι
πρώτοι αναφερθέντες παραπάνω συγγραφείς.
Ο Χατζή Μιχάλης είχε οργανώσει τους πεζούς σε 3 χαρακώματα, που
απείχαν μεταξύ τους, αλλά και από το Φρούριο τόσο, ώστε να μην μπορούν
να αλληλοϋποστηριχθούν. Το πρωΐτης 17ης Μαΐου 1828 άρχισε η μάχη11.
Στην πρώτη έφοδο εξοντώθηκαν μέχρις ενός οι άνδρες του δυτικού
προμαχώνος, που είχε επίκεντρο την εκκλησία της Αγίας Πελαγίας, υπό τον
ανηψιό του Χατζή Μιχάλη, Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη. Πολύ γρήγορα
ακολούθησαν την τύχη τους οι υπόλοιποι και ο αρχηγός, παρά τη φοβερή
άμυνα που αντέταξε προσωπικά, αφού απέτυχε προσπάθεια του, όπως και
άλλων μερικών που σώθηκαν για λίγο, να μπουν στο φρούριο, του οποίου
όμως οι πύλες ήσαν φραγμένες από σωρούς πτωμάτων, κατά το πλείστον
εχθρικών. Έτσι εξοντώθηκαν όλοι και η κεφαλή του Χατζή Μιχάλη
προσκομίσθηκε στον πασά, που όμως ύβρισε τους προσκομίσαντας γιατί
τον ήθελε ζωντανό. Οι τελευταίοι αμυνόμενοι στον ανατολικό προμαχώνα,
οχυρομένοι σε τοπική εκκλησία της Παναγίας, προσπάθησαν να μπουν στο
φρούριο από τοπική πύλη, που εστερείτο πόρτας και πίσω τους κατά πόδας
το ίδιο επεχείρουν οι Τούρκοι. Η ετοιμότης ενός Κρητικού, Μαρκάκη όπως
τον ονομάζει ο Σήφης Δεληγιαννάκης, να σφάξη στην πόρτα ένα γάιδαρο
δκαι μερικά ακόμη ζώα και με πτώματα που συσώρρευσαν εκεί και έφραξαν
την πύλη, έσωσε εκείνη τη στιγμή το φρούριο, ενώ βαθμιαία άρχισαν να
υποχωρούν οι Τούρκοι.
Η όλη μάχη αυτή δεν κράτησε περισσότερο από μία ώρα, κατά την
οποία σκοτώθηκαν 338 Έλληνες του Χατζή Μιχάλη, 8 από τους
Σφακιανούς και 13 τραυματίστηκαν, ενώ μπροστά στις πύλες του Φρουρίου
έμειναν την πρώτη αυτή ημέρα 800 Τούρκοι "ων τους πλείστους εφόνευσεν
ο Δεληγιαννάκης" κατά τον Παπαδοπετράκη. Η παρουσία του ανδρός
χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως "θεία ευδοκία" (Ψιλάκης)
"ευδοκία Θεού" (Παπαδοπετράκης), ενώ ο εντυπωσιακά σεμνός αδελφός
του πρωταγωνιστή Σήφης στο αφήγημα του αρκείται να αναφέρη ότι «Του
Ντεληγιάννη του Στρατή 10 Κρητικοί ήσαν εκεί και οι δέκα του γεμίζα και
δεν τονε προφταίνουσι, κέντα και την πιστόλα». Ήταν φημισμένος
σκοπευτής και κυριολεκτικά έσωσε την κατάσταση. Όμως "στον Πύργο
που ήτανε ο Στρατής ο Ντεληγιάνης ένα μόνο εσκοτώσα κι' είναι μεγάλο
θαύμα, η μπόμπα που έσκασε εκεί πώς άφηκε κανένα".
Ο Ψιλάκης (Δ 35) γράφει «εις τον Δεληγιαννάκην προπαντός οφείλεται
η σωτηρία τότε του φρουρίου, εις το οποίον είχαν καταφύγει και τόσα
γυναικόπεδα ανοήτως εκ των προτέρων και τόσοι άλλοι απόλεμοι και
κατατραυματισμένοι εις την φοβεράν εκείνην ώραν της σφαγής».
1 1 Μερικοί ιστορικοί γράφουν την 18η . Ο Σήφης Δεληγιαννάκης γράφει κατ' επανάληψη την 17η .
23
Τη θηριώδη αυτή μάχη της 17ης Μαΐου ακολούθησε η στενή πολιορκία
του φρουρίου. Οι πολιορκητές εμπόδιζαν τη λήψη νερού από τα λίγα
παρακείμενα στο Φρούριο πηγάδια και η βασανιστική δίψα, στο θερμό
τέλος του Μαΐου ήτο το κύριο μαρτύριο των πολιορκημένων. Καμμιά
πρόβλεψις δεν είχε προηγηθή της επιχειρήσεως και μόνο ζωντανά ζώα
βρίσκονταν στο φρούριο. Τα έσφαζαν, τα "έψηναν" στον ήλιο και χωρίς
αλάτι τα έτρωγαν. Με τα νωπά δέρματα και μεγάλους κινδύνους
κατόρθωναν την νύκτα να φέρνουν νερό από τα πηγάδια. Η δυσοσμία από
τη σήψη των πτωμάτων, ζώων και ανθρώπων ήταν η δεύτερη, μετά τη δίψα,
μεγάλη πληγή. Τη νύκτα της 19 προς 20 Μαΐου ο διαθέτων στεντορίαν
φωνήν και δεινός κολυμβητής Διληνδάς (ή Ντιληντάς), ολόγυμνος διέφυγε
μέχρι που πλησίασε τη θάλασσα την προσοχή των νυκτοφρουρών Τούρκων
και όταν, αργά, τον αντελήφθησαν, ρίχτηκε στη θάλασσα και εκολύμβησε
ως τον Εμπροσγιαλό (Χώρα Σφακίων σήμερα), σε απόστασι αρκετών
μιλίων κι' από εκεί διεκπεραιώθηκε στο Λουτρό, ενημέρωσε τους εκεί
εντοπίους, ζητώντας βοήθεια και γύρισε την επομένη με μια γολέτα και από
απόσταση βολής εφώναζε να αντέξουν οι πολιορκημένοι γιατί έρχονται
Σφακιανοί, Κυδωνιάτες και Αποκορωνιώτες σε επικουρία τους. Οι Τούρκοι
αλλαλάζοντες προσπαθούσαν να μη γίνεται ακουστός, αλλά και μετέφεραν
το μήνυμα στο Μουσταφά. Στην πραγματικότητα όμως και στον κλοιό περί
το στρατόπεδο του Μουσταφά είχαν φύγει πολλοί από τα δυτικά Σφακιά,
φοβούμενοι εκδικητική πορεία του Μουσταφά προς τα μέρη των, όπως και
οι Γραμβουσιανοί. Άλλοι όμως από διάφορα μέρη της Κρήτης και όλα τα
ανατολικά Σφακιά επύκνωναν τις τάξεις των και αύξαναν την απειλή κατά
των αμηχανούντων Τούρκων.
Ο Μουσταφάς επρότεινε επανειλημένα την έξοδο των πολιορκημένων
πλην των Κρητών και χωρίς όπλα, αλλά ελάμβανε αρνητική απάντηση ή και
ομοβροντίες πυροβολισμών. Τελικά επηρεασθείς και από το στρατήγημα
του Ντιλιντά, βλέποντας τα εφόδια του να τελειώνουν και την απειλή του
κλοιού των επαναστατών στις ρίζες να ενισχύεται κάθε μέρα και έχοντας
εξαιρετικά επισφαλή οδό υποχωρήσεως, μέσω στενωπών, φαράγγων και
χάλαρων, προς Άγιον Βασίλειον, μέσω Ροδάκινου, αφού την επιστροφή από
το δρομολόγιο που ήλθε, μέσα από τα πολυματωμένα και κατάσπαρτα από
λευκάζοντα από το 1821 οστά Τούρκων περάσματα των Σφακιών από τον
Αποκόρωνα ούτε να τη διανοηθή μπορούσε, συνθηκολόγησε και
αποδέχθηκε την αναχώρηση των πολιορκημένων ενόπλων, κατά τους όρους
των. Αντηλλάγησαν όμηροι και την 24η Μαΐου, ο μικρός στρατός του
Στρατή Δεληγιαννάκη, ένοπλος, συνοδεύων όλους του αμάχους και
πληγωμένους, αναχώρησε με το κεφάλι ψηλά, αφήνοντας πίσω μόνο τα λίγα
κανόνια του Χατζή Μιχάλη και αιχμαλώτους τους Τούρκους που είχαν μέσα
στο Φρούριο. Όλες τις άλλες αποσκευές των τις πήραν.
2 4
Η Κρήτη είχε ζήσει το δικό της Χάνι της Γραβιάς και ο υπερασπιστής
του δικαιώθηκε από την Ιστορία το ζηλευτό τίτλο του «Ήρωα του
Φραγκοκάστελλου».
Κατησχυμένος ο «νικητής» Μουσταφάς, αφού ανατίναξε τμήματα του
φρουρίου, άρχισε να υποχωρεί την 28η Μαΐου, υπό την καταδίωξη των
παρακολουθούντων αυτόν Σφακιανών, πλευροκοπούμενος στις στενωπούς.
Για καλή του τύχη άκουσε τον πολύπειρο Αλβανό Ταλίκ Βέη και διέταξε
την εγκατάλειψη των φορτηγών ζώων και αποσκευών, ακόμη και απόρριψη
του οπλισμού στα φαράγγια που περνούσαν, ώστε δελεασθέντες οι
Σφακιανοί, επέπεσαν στα λάφυρα και έδωσαν χρόνο στο Στρατό να φθάσει
σε ομαλότερα μέρη του Αγίου Βασιλείου, όπου είχε συμφωνηθεί να τον
κτυπήσει ο Τσουδερός με τους 150 Αηβασιλιώτες του και να τον
αποτελειώσει. Αυτός, παραδόξως και για το χαρακτήρα του κορυφαίου
αυτού αρχηγού, εγκατέλειψε τη νευραλγική θέση του. Ίσως προτίμησε να
φυλάξει τα χωριά του. Η ιστορία δεν βρήκε το γιατί. Έτσι ο Μουσταφάς,
έχασε μεν όλο το υλικό του, αλλά έσωσε τον κύριο όγκο του στρατού του. Ο
Κριτοβουλίδης ανεβάζει το σύνολο των απωλειών του σε 1700 άνδρες, αλλά
ο επίσημος αιχμάλωτος Ικιντζή αγάς, σε 800 στο Φρούριο και 1902 στην
υποχώρηση, σημειώνοντας την παρατήρηση ότι αν δεν λαφυραγωγούσαν
δεν θα εσώζετο κανείς. Και ο Τούρκος Καντάνιος έδωσε τους ίδιους
αριθμούς με τον αγά στο Σφακιανό φίλο του Καυκαλοσήφη.
Όμως και στην καταδίωξη βρέθηκαν άνδρες συνετοί που δεν
ελαφυραγώγησαν αλλά καταδίωξαν κατά πόδας τους υποχωρούντας. Απ'
αυτούς αναφέρει ο Παπαδοπετράκης ονομαστικώς τους από τον
Καλλικράτη Παπαδόπετρο (Πέτρο Παπαδάκη), Εμ. Βουγιουκαλάκη,
Μανούσο Μουντάκη, Εμ. Νταλαβέρη, Κων. Βενέρη, Νικ. Γαλανό,
σημαιοφόρο των Καλλικρατιανών, από τον Καψοδάσο τον Παπαδογιάννη
και από το Ασφένδου τον Ανδρέα Βούρβαχη και Σήφη Δεληγιαννάκη.
Αφού έφυγαν οι Τούρκοι και επειδή οι περίοικοι δε επλησίαζαν από τη
δυσοσμία, κάποια μοναχή ονόματι Μαγδαληνή, έψαξε και ανακάλυψε το
ακέφαλο πτώμα του Χατζή Μιχάλη και αφού το ένωσε με τη γδαρμένη
κεφαλή του που βρέθηκε στο Καψοδάσος, το ενταφίασε στο μικρό νάί'σκο
του Αγίου Χαραλάμπους. Εν συνεχεία εμίσθωσε ανθρώπους και εμάζεψαν
όλα τα πτώματα, φίλων και εχθρών και τα έριξαν σε «σχισμές και ορύγματα
της βραχώδους παραλίας» όπου και ακόμη φαίνονταν, όταν έγραφε την
ιστορία του ο Ψιλάκης, το 1898. Όπως φαίνονταν ατελείωτες δεκαετίες τα
λευκασμένα οστά χιλιάδων Τούρκων στο «Λαγγό του Κατρέ» και των 850
(ή 960) στο εκτάσεως 3-4 στρεμάτων οροπέδιο της Αμπέλλου, μεταξύ
Ασκύφου και Ασφένδου, από τις θρυλικές μάχες του τέλους Ιουλίου 1821,
που περγράφηκαν νωρίτερα.
ΑΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ. Η θυσία των παληκαριών του Χατζή Μιχάλη
Νταλιάνη την 17η Μαΐου 1828, έξω από το φρούριο του Φραγκοκάστελλου,
αν και εντελώς μάταια και άδικη, συγκίνησε βαθειά την Κρητική ψυχή, κι'
25
ακόμη τη συγκινεί. Γι' αυτό και την έκανε θρύλο και της πρόσδεσε την
έννοια του φαινομένου των Δροσουλιτών.
Κάποια νύκτα μεταξύ 17 και 20 Μαΐου κάθε χρόνο -αν και όχι πάντα-
κατά τις 3-4 η ώρα πριν από το ξημέρωμα, στο βαθύ λυκαυγές, μια φάλαγγα
αχνή, που μοιάζει να είναι μακρινοί καβαλάρηδες, αναδύεται από το Λιβυκό
Πέλαγος στο Φραγκοκάστελλο και ανηφορίζει στη Μαδάρα, όπου και
σβήνει σιγά-σιγά. Μπορεί να είναι, όπως προσπαθούν να κατανοήσουν οι
επιστήμονες, φαινόμενο ατμοσφαιρικό, όπως αντικατοπτρισμός από την
Αφρικανική έρημο, μα για την Κρητική Σφακιανή ψυχή, είναι τα
αδικοχαμένα παληκάρια του υπέροχου, αν και ελάχιστα στρατηγικού,
πατριώτη Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, που θυσιάστηκαν χωρίς πρακτικό
αποτέλεσμα. Όμως, καθώς καμμιά θυσία για υψηλό σκοπό δεν χάνεται στη
λήθη, θα εξάπτουν για πάντα την Εθνική ψυχή και φιλοτιμία. Άλλωστε
τους εκδικήθηκε στο πολλαπλάσιο ο θρυλικός συμπολεμιστής τους, ο
καπετάν Στρατής Νικολάου Δεληγιαννάκης ή «Μπικοστρατής», με τους 60
ημίθεους του, που τελικά πέτυχαν αυτό που και ο Χατζή Μιχάλης επεδίωξε.
Κατήσχυναν και περίπου κατέστρεψαν την περήφανη στρατιά του
Μουσταφά Πασά, με τους 8.000 πεζούς και 400 ιππείς τους. Και οι ήρωες,
έγιναν ΔΡΟΣΟΥΑΙΤΕΣ.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΑΛΟ
Τον Ιούλιο 1828, αφού αποφασίσθηκε στη συνέλευση του Ασκύφου η
συνέχιση της επανάστασης, αναζωπυρώνει μετά των Πέτρου Μανουσέλη, Γ.
Τσουδερού και I. Μοσχοβίτη, τις εχθροπραξίες στο Νομό Ρεθύμνης,
συνάπτοντας μάχη στα Ρούστικα, που κατέληξε σε συντριβή των Τούρκων
με πολλές απώλειες και αναγκάζουν πάλι τους Τούρκους να εγκαταλείψουν
την ύπαιθρο της Ρεθύμνης.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1828 μετέχει στην πραγματοπειηθείσα,
κατ' εντολήν του Κρητικού Συμβουλίου εκστρατεία Σφακιανών,
Αγιοβασιλιωτών και Μεσαριτών στις περιοχές Ηρακλείου, Ιεράπετρας,
Σητείας, με εντολή να διατηρούν φυσιογνωμία επαναστάσεως,
αποφεύγοντας καταστροφές και φόνους, με το σκοπό να φαίνεται όλη η
Κρήτη κατειλημένη από τους επαναστάτες, για να ενισχυθούν οι
προσπάθειες που καταβάλλονταν να περιληφθή και η Κρήτη στα όρια του
ιδρυόμενου τότε βασιλείου της Ελλάδος.
Ορίζεται και πάλιν αρχηγός του ανατολικού τμήματος της επαρχίας
Ρεθύμνης, ενώ ο Καλλλικρατιανός Πέτρος Μανουσέλης ορίζεται αρχηγός
του δυτικού τμήματος, μόνοι αυτοί Σφακιανοί ορισθέντες αυτή τη φορά
αρχηγοί εκτός Σφακίων, αφού υπήρχαν ήδη εμπειροπόλεμοι και εκτός
Σφακίων από τις άλλες επαρχίες, κατάλληλοι για αρχηγοί, κατ' αντίθεση
προς την αρχή του αγώνα, το 1821, όταν όλες οι επαρχίες εζήτησαν
2 6
αρχηγούς από τα Σφακιά, που μόνο αυτά διέθεταν εμπειροπόλεμους άνδρες,
κυρίως από την επανάσταση του 1770.
Το Φεβρουάριο 1829 μετείχε, με τους Μανουσέλη και Μανούσο
Πρωτοπαπαδάκη ή Μανουσάκη, ισχυρού σώματος που καταπολέμησε τους
Τούρκους του χωρίου Γάλλου Ρεθύμνης.
Τον Ιούνιο 1829 κατέχει το Αρκάδι και την 25η Ιουνίου μετέχει της
καταδίωξης των Τούρκων ως το Φρούριο Ρεθύμνης, μετά σκληρή μάχη
προς 5.000 Τούρκους στον Αρμενόκαμπο.
Τον Οκτώβριο 1929 βρίσκεται πάλι στρατοπεδευμένος στο Αρκάδι
καθώς και την Άνοιξη του 1830 και από κει «εσυγκρατούσε και απέκρουε
τους εξορμώντας Τούρκους». Είχεν ήδη προαχθεί σε χιλίαρχο από το
Διοικητικό Συμβούλιο, υπό τον αρμοστή Ρενιέρη.
Ήδη την 22α Ιανουαρίου (νέα ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου) 1830 είχε
ανακοινωθεί το τελευταίο πρωτόκολλο των τριών Συμμάχων (Γάλλων,
Αγγλων και Ρώσων) που απέκλειε τη συνεχώς αγωνιζόμενη Κρήτη, που είχε
ουσιαστικά περιορίσει τους Τούρκους στις μεγάλες πόλεις και στα Φρούρια
Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου, Ιεράπετρας, από το νέο Ελληνικό Κράτος,
που εδημιουργείτο ήδη και διέτασσεν εξ ονόματος του αντιναυάρχου
Δεριγνύ και των Δυνάμεων την παύση του πολέμου και την υποταγή εις το
Σουλτάνο.
Συμμετέχων εις τη Δημογεροντία Σφακίων μετά των Μ. Δασκαλάκη,
Χατζηστρατή Βουρδουμπάκη και του γραμματέως Α. Ζωντανού, παίρνει
μέρος στην παρακίνηση του εν Μαργαρίτες Μυλοποτάμου Επαναστατικού
Συμβουλίου, για να απευθυνθή προς τους ισχυρούς της Ευρώπης, που
διαμόρφωναν τον χάρτη της Ελλάδος, ώστε να περιληφθή και η Κρήτη σ'
αυτόν. Ματαίως όμως.
Συνυπογράφει, ως ένας από τους πληρεξουσίους της επαρχίας
Ρεθύμνης, την 14η Οκτωβρίου 1830 το προς το Γάλλο Στρατηγό Λαφαγιέτ
έγγραφο ικεσίας των Κρητών, διά να συμπεριληφθεί η Κρήτη στο ελεύθερο
Ελληνικό Κράτος.
Με το από 23 Νοεμβρίου 1830 ψήφισμα του Κρητικού Συμβουλίου
από τις Μαργαρίτες ορίζεται μέλος της επιτροπής από 57 μέλη, που
ορίστηκε για τη διαχείριση ζητημάτων που θα ανέκυπταν με το τέλος του
Αγώνος, αλλά και για μελλοντικές ενέργειες απελευθερώσεως και που
γενικά θα υποκαθιστούσε την Κρητική Διοίκηση που διαλυόταν. Το
Κρητικό Συμβούλιο διαλύθηκε την 16η Δεκεμβρίου 1830 και έτσι εξέλιπε
από την Κρήτη κάθε άλλη Ελληνική αρχή.
Η Κρήτη εγκαταλείφθηκε στον Τουρκικό ζυγό και ο λαός της υπέκυψε
στη θέληση των Μεγάλων Δυνάμεων και την αδυναμία της ελευθέρουμένης
πατρίδος να του συμπαρασταθή. Αλλά, όπως γράφει ο Ψιλάκης, «εκ των
πρωταγωνιστών μερικοί επέμεναν ακόμη και δι' ολίγον διάτημα να ζουν τον
αρματολικόν βίον και ο ακατάβλητος και ανυπότακτος Ασφενδιώτης
Στρατής Δεληγιαννάκης, με μερικούς ακόμη γύρω του, επιτίθεται αιφνιδίως
27
εις τα Περιβόλια Κυδωνιάς, εξολόθρευσε τον εκεί διαμένοντα Αβδήν αγάν
και προσπάθησε να πειση και άλλους να σηκώσουν πάλι τα όπλα και να
αποθάνουν κατ' αυτόν τον τρόπον. Αλλά ήτο ματαία κάθε τέτοια
προσπάθεια».
Εκείνη την εποχή επετράπη από τις Δυνάμεις η εκκένωση οικογενειών
αγωνιστών από τη Νήσο υπό του ναυτικού του νέου Ελληνικού Κράτους, με
επικεφαλής τον Κανάρη και ιδρύθηκαν Κρητικοί οικισμοί στην
Πελοπόνησο και Κυκλάδες, προ παντός στη Μονεμβασιά, Μολάους,
Σπάρτη, Κορώνη, Άργος, Πειραιά και κυρίως στο Τολό (Μινώα) και
Πρόνοια Ναυπλίας, ιδρύθηκε ο οικισμός του Αδάμαντος Μήλου και της
Νέας Κρήτης (Λαχανάδες), πλησίον της Κορώνης στη Μεσηνία. Από τους
αγωνιστές αυτούς σχηματίσθηκαν οι ΙΕ και ΙΣΤ (15η και 16η ) Τετραρχίες
της Βασιλικής Φάλαγγος.
Από τον Κριτοβουλίδη υπολογίζεται ότι έφυγαν τότε από την Κρήτη
περί τα 60.000 άτομα, «εξ' ων απωλέσθησαν κακήν κακώς οι πλείστοι».
Μετά τα γεγονότα αυτά, οι Τούρκοι επαγίωναν εκ νέου την κατοχή της
Νήσου, αποφεύγοντας εν τούτοις τις συγκρούσεις, που θα έδιναν τροφή
στους υποστηρικτές των Ελληνικών δικαίων στην Ευρώπη.Έτσι ο Νουρεδήν
πασάς, αρχηγός στρατού που αποτελείτο εξ Αλβανών της Αιγύπτου και
Κρητοτούρκων, έκανε επιθέσεις στις επαρχίες. Και κατά πρώτον δέχθηκε
την υποταγή των Σφακιανών, που τους μιμήθηκαν και οι άλλοι και
προσήρχοντο και εδήλωναν υποταγή. Έτσι επροχώρησε γρήγορα από την
επαρχία Αποκορώνου στο Ρέθυμνο όταν, κατά τον Ψιλάκη, «γύρω από την
Επισκοπή εστάθησαν εμπρός του ο πανταχού παρών Στρατής
Δεληγιαννάκης και ο Γ. Τσουδερός, μαζί με πολλούς δικούς των και επί
πολύ του αντεστάθησαν, ενώ αυτός καθόλου σχεδόν δεν απήντησεν» και
εκαθυστέρησαν την προέλαση του προς τα ανατολικά έως τα μέσα
Δεκεμβρίου 1830. Διαλυθέντων αφ' εαυτών των Ελλήνων, λόγω της
αδράνειας, μετά την τελευταία αυτή μάχη της Επαναστάσεως 1821 - 1830,
επροχώρησαν και πάλιν οι Τούρκοι την 13η Δεκεμβρίου προς το Ρέθυμνο
και Μυλοπόταμο, όπου την 16η Δεκεμβρίου 1830 διαλύθηκε το εδρεύον
στις Μαργαρίτες Κρητικό Συμβούλιο, ως ανωτάτη επαναστατική αρχή. Ο
Πρόεδρος του Ρενιέρης είχεν ήδη ενωρίτερα αναχωρήσει από τα Σφακιά.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, με το από 23 Νοεμβρίου 1830 ψήφισμα του
Κρητικού Συμβουλίου, όπως και νωρίτερα αναφέρθηκε, ορίστηκε ο Στρατής
Δεληγιαννάκης μέλος της 57μελούς Επιτροπής που ορίσθηκε για τη
διαχείριση ζητημάτων που θα ανέκυπταν με το τέλος του Αγώνος, αλλά και
για μελλοντικές ενέργειες απελευθερώσεως και που γενικά θα
υποκαθιστούσε την Κρητική Διοίκηση που διαλυόταν.
Η καταπίεση από τους Αιγυπτίους κυριάρχους βαθμιαία καθιστούσε τη
ζωή των Χριστιανών αβίωτη και τότε, μέσα στη γενική απελπισία (1832 ή
1833) κατά τους Ζαμπέλιο και Κριτοβουλίδη «ο Ασφενδονίτης Στρατής
Δεληγιαννάκης ετόλμησε να παρουσιασθεί ένοπλος μετά των οπαδών του
28
εναντίον της αυθαιρεσίας», αλλά οι λοιποί Κρήτες, με ανοικτές τις πληγές
της Επανάστασης δεν τολμούσαν να καταφύγουν στα όπλα και έσπευσαν να
περιορίσουν, αλλά και να υποχρεώσουν να αναχωρήσουν από την Κρήτη
τους εξεγερθέντες.
Ακολούθησε το Σεπτέμβριο 1833 η άοπλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας
Κρητών, Χριστιανών αλλά και Μουσουλμάνων στις Μουρνιές Κυδωνιάς
κατά του Αιγυπτιακού ζυγού και υπογραφή πρωτοκόλλου διαμαρτυρίας την
23η Σεπτεμβρίου. Σ' αυτή παρουσιάσθηκε ο Στρατής Δεληγιαννάκης με
τους άνδρες του ενόπλους, αλλά υποχρεώθηκε να αναχωρήσει από τη
συγκέντρωση -που έμεινε στην ιστορία σαν «κίνημα των Μουρνιδών»- για
να μη θεωρηθεί η διαμαρτυρία ως ένοπλη εξέγερση. Ο Οσμάν Νουρ Ελ Ντιν
βέης επιτέθηκε και διέλυσε βιαίως τη συγκέντρωση και εκρέμασε 41
πρωταιτίους από μουρνιές, εξ ου και ονομάσθηκε το κίνημα αυτό και «η
εποχή των Μουρνιδών». Η διάλυση έγινε και με ανοχή εκπροσώπων της
Μεγάλης Βρετανίας.
Δεν γνωρίζουμε επακριβώς πότε εγκατέλειψε την Κρήτη. Προφανώς
όπως εγράψαμε και για το Σήφη, εγκαταστάθηκε αρχικά στην περιοχή
Ναυπλίου, όπου του είχαν εκχωρηθεί 90 στρέματα στο χωριό Κουρτάκη και
στη συνέχεια στη Μήλο.
Από τη Μήλο υποκίνησαν οι αδελφοί, πρωτοστατούντος του Στρατή,
την εξέγερση του 1838 στην Κρήτη, που ονομάσθηκε και «Κίνημα του
Μπικοστρατή». Ο Στρατής Δεληγιαννάκης, που ποτέ δεν μπόρεσε να
αποδεχεθεί τη διακοπή του αγώνα το 1830, άρχισε το 1838 μυστικές
συνεννοήσεις με τους Κρήτες πρόσφυγες στο Τολό Ναυπλίας και τη Σύρο,
με σκοπό την οργάνωση ομάδων οπλοφόρων, που θα μετέβαιναν στην
Κρήτη, όπου ενούμενες με άλλες ομάδες που υπήρχαν στο νησί, θα
ςεσήκωναν σε επανάσταση τον Κρητικό λαό. Τον Σεπτέμβριο τέλος του
ίδιου έτους 1838, με 17 συντρόφους του αναχώρησε από τη Μήλο για την
Κρήτη. Ατυχώς το κίνημα ήτο ανοργάνωτο και απέτυχε από τη γέννηση του.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, όχι μόνο δεν συμπαραστάθηκε, αλλά και έσπευσε
να το αποδοκιμάσει, χαρακτηρίζοντας το ληστρική επιδρομή, από φόβο
δημιουργίας εθνικών περιπλοκών. Για το λόγο αυτό έστειλε επείγουσες
οδηγίες στους προξένους της στην Κρήτη και Αλεξάνδρεια, προς τη Μήλο
δε έστειλε διαταγή με την οποία καλούσε σε απολογία τον διοικητικό ιατρό
Χαιρέτη, το Διοικητή και το Δήμαρχο Μήλου, ως «γνωρίζοντας τα σχέδια»
του κινήματος.
Μετά την αποτυχία του κινήματος, ο Μπικοστρατή ς με μεγάλες
δυσκολίες μπόρεσε να εγκαταλείψει την Κρήτη, με 15 συντρόφους του, με
σκοπό να μεταβεί στην Πάτμο. Αναγκάσθηκε να προσεγγίσει στη Μήλο,
όπου όμως βρήκε την κανονιοφόρο «Ανδρούτσος» που τον διέταξε να φύγει
από κει διότι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνούνταν την περαιτέρω παραμονή
του σε ελληνικό έδαφος. Με βαθειά λύπη έφυγε, πήγε στη Σέριφο, από όπου
επίσης τον έδιωξαν και τελικά έφθασε στην Πάτμο με 10 μόνο συντρόφους
2 9
του. Τους άλλους είχαν κρατήσει στις προηγούμενες προσεγγίσεις του στα
παραπάνω νησιά, για να τον αποδυναμώσουν. Βαθμιαία βρέθηκε πάλι να ζει
στη Μήλο.
Στη Μήλο έχαιρε γενικής εκτιμήσεως, τόσο μεταξύ των
Κρητικομηλιών, που κατ' επανάληψη του ανέθεσαν την εκπροσώπηση τους
σε κοινά θέματα των εκπατρισμένων και διασώζονται έγγραφα τους με
επαινετικό για το Στρατή περιεχόμενο καθώς και που του αναθέτουν την
εκπροσώπηση τους ενώπιον της Κυβέρνησης των Αθηνών το 1837 «για την
υποστήριξη των δικαίων τους αμοιβών διά τας προσφερθείσας εις τον
αγώνα υπηρεσίας, όσον και μεταξύ του εντοπίου πληθυσμού, τον οποίον
εκπροσώπησε ως βουλευτής επί Κυβερνήσεως Κωλέτη.
Στη Μήλο, διατελών εν χηρεία, παντρεύτηκε τη Μαρία Ιωαννίδου,
κόρη μιας από τις επισημότερες οικογένειες του νησιού. Τιμήθηκε με το
βαθμό του αντισυνταγματάρχου της Βασιλικής Φάλαγγος και εκλέχθηκε
από το βασιλιά Όθωνα μέλος της επί των θυσιών και εκδουλεύσεων του
αγώνος επιτροπής.
Η καταπίεση αυξανόταν και μαζί και ο αναβρασμός στην Κρήτη και
στις εκτός Κρήτης παροικίες των Κρητών και αγωνιστές ξεκινούσαν από
την Ελλάδα για την Κρήτη από το Φθινόπωρο του 1840.
Ο Στρατής Δεληγιαννάκης στάλθηκε τότε, φθινόπωρο του 1840, μαζί
με τον Πατερόπωλο από την ελεύθερη Ελλάδα από την Ελληνική
Κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κωλέτη για να υποκινήσουν επανάσταση
στην Κρήτη. Ταξίδεψαν στα νοτιοδυτικά της Κρήτης και αποβιβάστηκαν
στο Λουτρό Σφακίων. Τελικά άρχισαν την 14 Μαΐου 1841 οι εχθροπραξίες
στο Πρόβαρμα Αποκορώνου. Και στην επανάσταση αυτή του δόθηκε ο
βαθμός του πεντακοσιάρχου.
Και η επανάσταση αυτή κατεπνίγη ως τον Σεπτέμβριο 1841. Με τους
Τούρκους και Αλβανούς συνέπραξε σ' αυτό και η Μεγάλη Βρετανία, που
επέμενε να εμποδίζει την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωση της με
την Ελλάδα, γιατί επιχειρούσε να την ιδιοποιηθεί, για τις ανάγκες των
επικοινωνιών της με την Ανατολική Μεσόγειο και την Ινδία.
Μετά την αποτυχία και της Επανάστασης αυτής εγκαταστάθηκε αρχικά
στην Αθήνα και στη συνέχεια πάλι στη Μήλο.
Μετά το κίνημα της Γ! Σεπτεμβρίου 1843 και την επιβολή
Συντάγματος, «οι απανταχού Κρήτες τον εξέλεξαν μετά των Δ. Καλλέργη,
Ρενιέρη, Ζερβουδάκη, Κουμή και Χρυσαφοπούλου, μέλος της Εθνικής εν
Αθήναις Συνελεύσεως και κατόπιν βουλευτή ν, ως τοιούτος δε εξεπλήρωσε
τα καθήκοντα του πάντοτε επί τιμιότητι και ευθύτητι σωφρόνως και
ευόρκως, ως ήρμοζεν εις άνδρα τίμιον και ελεύθερον»12.
Εις ηλικίαν 59 ή 60 ετών εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε
στη Μονεμβασία, της οποίας στη συνέχεια εχρημάτισε φρούραρχος.
1 2 Επικήδειος εις 'ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΝ', 9 Φεβρουαρίου 1874.
30
Το 1861, κατά την έρευνα του Ντίνου Κονόμου , ευρισκόμενος στη
Μήλο, υπαγόρευσε έμμετρη αφήγηση των γεγονότων της Επαναστάσεως
του 1821-1830, από την οποία αρυσθήκαμε ωρισμένα από τα στοιχεία που
παραθέσαμε ως τώρα και αφορούν την επανάσταση γενικότερα και το ρόλο
των Δεληγιαννάκηδων σ' αυτήν ειδικότερα. Κατά σύγχρονη δική μας
έρευνα, το έργο αυτό αποδίδομε στον αδελφό του Σήφη.
Η επανάσταση της Κρήτης του 1866-68 τον βρίσκει εγκατεστημένο
στη Μονεμβασία. Ήδη μεγάλης ηλικίας και χωλός από παλιά τραύματα, δεν
έπαυε να διαθέτει μεγάλη ζωτικότητα και ακόμη μεγαλύτερη φλόγα
ελευθερίας, αλλά και κύρος, που του έδιναν τη δύναμη και την ικανότητα να
συγκεντρώσει γύρω του συμπατριώτες του ξενητεμένους, φλεγόμενους κι'
αυτούς από τον έρωτα της ελευθερίας και τη θέληση να θυσιάσουν τη ζωή
τους για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Από επιστολές του Μίνωα Μπογιατζόγλου που φυλάσσονται στο
Εθνολογικό Μουσείο, με τα Αρχεία της «Κεντρικής υπέρ των Κρητών
Επιτροπής» γνωρίζουμε ότι το τέλος Ιανουαρίου 1867 έφθασε στη Σύρο,
προερχόμενος εκ Μονεμβασίας και την 17η Φεβρουαρίου 1867 αναχώρησε
από εκεί για τα Σφακιά με περίπου 60 άνδρες με το ατμόπλοιο «Αρκάδι».
Την 16η Μαρτίου 1867, αρχηγός πολλών Σφακιανών, μετά τουΠ.
Μωράκη, I. Καζάκου και άλλων, ενισχύει τους αρχηγούς της Ρεθύμνης,
μεταξύ των οποίων και ο ανηψιός του Ιωάννης Βάσου Δεληγιαννάκης ή
Φασουλής, από την Αργυρούπολη Ρεθύμνης, αρχηγός του δυτικού
τμήματος της επαρχίας Ρεθύμνης στις πολυήμερες μάχες κατά των Τούρκων
της Ρεθύμνης, που εξορμούσαν προς τον Άγιο Βασίλειο και τα Σφακιά.
Τέλος Μαΐου 1867 μετέχει δυνάμεως 3.000 - 3.500 επαναστατών, που
επιχειρεί να αμυνθεί των Σφακίων, απειλουμένων από εισβολήν άνω των
50.000 εχθρών, υποστηριζόμενων και από ναυτική δύναμη, τασσόμενος στο
τμήμα από το γνώριμο του Φραγκοκάστελλο, ως τον Καλλικράτη.
Μετά την αποτυχία και αυτής της Επανάστασης, επανήλθε στη
Μονεμβασία, της οποίας ήτο Φρούραρχος και απεβίωσε εκεί σε ηλικία 75
ετών. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλλει στην εκεί εκκλησία του
ελκομένου Χριστού, τον επικήδειο δε λόγο εκφώνησεν ο Ε. Βυβιλάκης,
συντάκτης της εφημερίδας "ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ" την 11η Ιανουαρίου 1874.
Άρα ο θάνατος του έλαβε χώραν την 10η Ιανουαρίου 1874.
Άφησε λίγους απογόνους που επιβίωσαν στη Μήλο και την Αθήνα.
Ο Θεόδωρος Νικολάου Δεληγιαννάκης ή Μπικοθόδωρος, αδελφός
των προηγουμένων, τους ακολούθησε από την αρχή της επανάστασης του
1821-1830 και σ' όλη τη διάρκεια της. Στην έμμετρη αφήγηση του αδελφού
του Σήφη αναφέρεται να έχει δραστηριοποιηθεί από την προεπαναστατική
Ντίνου Κονόμου: Πρακτικά Γ' Κρητολογικού Συνεδρίου σελίς 140.