Λογοτεχνικά

 

Song on the death of Tzelepis

Ποίημα για τον ήρωα αρχηγό του 1821 Τσελεπή ή Δασκαλάκη Γεώργιο  του Ανδρέα,

εγγονό του εθνομάρτυρα Δασκαλογιάννη. Το ποίημα αντέγραψα από το βιβλίο,

Travels in Crete, του Άγγλου περιηγητή Pashley σελ. 131. (Βλ αγωνιστές 1821).

 

Να χεν βουλήσει η Κυριακή

Και να ραγίσει η Τρίτη

όντεν εκείνος ο Τσελεπής

ήλθεν να πολεμήσει.

 

Και το Γαούρι εγύρευγε

εις του Σταυρού το σπίτι

και το κανόνι του έσερνε

να τονε πολεμήσει.

 

Το μαχαιράκι του έσυρε

το δώμα να τρυπήσει

να τονε βάνει και φωτιά

ούλους να τους κεντήσει.

 

Στο μπέτι του την εξάμωσε

στο στόμα του την βάνει

και τότε φώναξε

ο Τσελεπής  αμάνι.

 

Σήκωσε απάνω Τσελεπής

να κάμουμε γιουρούσι

εμπορετώ να πορίσουσι

από το σπίτι οι Τούρκοι.

 

Και πάγουν να τον θάψουσι

στο Σφακιανό τη Χώρα

γιατί τον λέγαν Τσελεπή

και ήτον ωσάν  η βιόλα.

 

Και αργά ωσάν εμούδισε

πορίζουσι και οι Τούρκοι

δεν ξεύρουνε τον Τσελεπί

όπως είναι στο το ταμπούτι.

 

 

Tζελεπής ή Τσελεπής παρανόμι για τον όμορφο Δασκαλογιάννη.

 

ΙΝΒ22102015

ΚΑΡΑΒΑΝΟΣ

Δημοτική ρήμα όπως προφορικά μεταφέρθηκε στο Φαφουτάκη από τον Ιωάννη Γρηγοράκη. Δε γνωρίζουμε σε ποιό Καραβάνο αναφέρεται το ποίημα, ίσως  να αναφέρεται στο Καραβάνο εκ Σφακίων που ήταν ένας από τους δύο καλλίτερους σκοπευτές την εποχή που έγινε η καταστροφή του πύργου του Αληδάκη στον Εμπρόσνερο Χανίων.

Στη Μπισταγή στο ρούμα πω στο ρυάκι

βλέπου το Καραβάνο να περάσει,

ανάμεσα στα βρούλα ναι χωσμένοι,

θωρού το Καραβάνο και προβαίνει

με σείσμα και με βιώμα κατεβαίνει.

- Στάλαρε Καραβάνο να σου πούμε

βασιλικό φερμάνι σου βαστούμε,

την κεφαλή σου στου πασά να πάμε

και τα αποδέλοιπο κορμί να φάμε.

.....................................................

Πιστάγκωνα τον δένουν εις το ρυάκι

 

και τα σπαθιά ακονίζουν στο χαράκι...

 

ΙΝΒ24072014

 

ΤΣΕΛΕΠΗΣ

Δασκαλάκης ή 1ος Τσελεπής, Γενικός Αρχηγός των Δυτικών Επαρχιών της Κρήτης κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.

Έπεσε στην Κάνδανο το 1822 προσπαθώντας να απελευθερώσει το Σέλινο από τους Τουρκοκρήτες.

( Ήταν εγγονός του Ι. Δασκαλογιάννη ).

 

 

Να χε βουλής΄ η Κυριακή και να ραίσ΄ η Τρίτη,

όντεν εκιν ο Τσελεπής να πα να πολεμήση

στην Κάνδανο ξεπέζεψε κι έκανε το γιουρούσι,

κι εις το τζαμί κλειστήκανε μιτσοί μεγάλοι Τούρκοι

μα έναν πήδο έπεξε στο δώμ΄απάν΄ ανέβη

κι οι χριστιανοί του φώνιαξαν γλήγορα να καταίβη

ψιλή τρομάρα έπιασεν εις το τζαμί τ΄ασκέρι,

που το πολέμ΄ο Τσελεπής σε τούτο το σεφέρι

το μαχαιράκιν του ΄συρε το δώμα να τρυπήση,

να δώση στο τζαμί φωτιά ούλους να τσοι κεντήση

του Ζουναλάκη του μιτσού του στέκει το ντουφέκι,

γιατί καλά τ΄ εξάμωσε του Τσελεπή στο μπέτη,

στο μπέτη του τη ξάμωσε στο στώμα του τη βάνει,

και τότε δα εφώνιαξεν ι Τσελεπής αμάνι

μα ένα πήδο έπαιξε κ΄ εις το σοκάκι πέφτει,

δριμοί πόνοι τον σφάζουνε κιανείς δε το κατέχει

Σήκωσ΄ απάνω, Τσελεπή, να κάμωμε γιουρούσι,

Μπορετό να πορίσουνε απού το σπίτ΄οι Τούρκοι,

Κι απ΄ης τον αποσύρανε του Τούλια παραγγένει

Αμέτε να με θάψετε στο Σφακιανό Καστέλι.

Αργά απ΄ης εμούντισε πορίζουνε κ΄οι Τούρκοι,

μα δε κατέν ο Τσελεπής, νεκρός ειν σ το ταμπούρι.

Κ΄επήγαν να τον θάψουνε στο Σφακιανό τη χώρα,

Τσελεπή τον ελέγανε, μα έστεκεν του κ΄όλας

 

κ΄ όντεν τον επερνούσανε σ τα Τριδιανά σ τα ρυάκια,

εκλαίγαν τα Ρωμιόπουλα κ΄εβγάναν μαύρα δάκρυα

αιφνίδιο τση το πήγανε τση μάνας το μαντάτο,

γδυμνή το και ξυπόλυτη και τα μαλλιά χε κάτω.

Και κλαίει τον η μάνα του η κερ΄Αλεξανδρίνα,

απού κλαιγε κ΄εμάραινε τα ρόδα και τα κρίνα

- Ακριβογυιέ μου Τσελεπή, ώμορφο παλληκάρι

δεν ήτο κρίμα κι άδικο ο χάρος να σε πάρει,

γυιέ μου και δε σου τό λεγα, γυιέμου και δε σου το ΄πα

πως ειν οι μπάλες δανεικές, δεν ειν΄εδά σαν πρώτα.

Κλαίει τον και μια κοπελιά, το κερα Μαριγάκι,

απού κλαιγε κ΄εμάραινε τση γης το χορταράκι.

Κρίμα σ΄το μήλο να ψηγή, σ το δόδο να μαδήση,

κρίμα τονε κ΄ο Τσελεπής ν΄αδικοθανατήσει.

 

Τσελεπής = όμορφος

ΙΝΒ08012014

 

Το ποίημα αναφέρεται στο γενάρχη της οικογένειας Κελαιδή και στο τάμα του να οικοδομήσει

τον ναό του Τιμίου  Σταυρού στο Μουρί Σφακίων.

 

 

Πάσι κι ας χίλιοι χρόνοι μπλιό. Ενας καραβοκύρης

έζηε στα μέρη τω Σφακιώ, μεγάλος νοικοκύρης.

Οι Σφακιανοί οι προεστοί τον είχασι μπροστά τους

κι ήτονε Άρχοντας σωστός, μέσα κι ανάμεσά τους.

Στη Χώρα είχε γονικό, καράβια στη γιαλιά

κι έκανε τη μ-πειρατική, απ’ ούλους πλιά καλιά.

Λέσιν τον βεργολυγερό, πανέμορφα ντυμένο

με τα ελέη πλούσια, πολύ γραμματισμένο.

Ούλες τσοί μέρες πούστεκε στου καραβιου τη μ - πρώρα,

δεν έπαυγε το στόμα ν - του να τραγουδεί μιαν ώρα.

Μα ετραγούδιεν όμορφα, πανώργια, μαγεμένα,

κι ΄όσοι τον είχασ’ ακουστά, τα είχασι χαμένα.

“Δεν τραγουδεί - ελέγασι - μα κελαϊδεί θαρρείς”

κι απόμεινέ - ν - του τόνομα “Αρχοντας Κελαϊδής”.

Μια μέρα που δεν είχασι να πάσι για ταξίδι

το τόξ’ αρπάζει το βαρύ και γκάβγει στο κυνήγι.

Τσοί ράχες - ράχες πορπατεί και τσοι κορφές διαβαίνει,

τσ’ ισιάδες γρήγορα περνά, φαράγγια κατεβαίνει.

Νωρίς τ’ απομεσήμερο βρέθηκε σ’ ένα ν - τόπο

απού δεν ξαναπάτησε ο πόδας των ανθρώπω.

Ούλα τριγύρω άγκριγια κι η γ - ερημιά μεγάλη.

Η κάψα εκουζούλαινε, την κεφαλή καζάνι.

Το στόμα ν - του ‘χε ξεραθή, η γλώσσα ν - του στεγνώσει,

νερό στα γύρω πουθενά για να τονε γλιτώσει.

Αποσταμένος έκατσε κάτω από ‘να πρίνο

κι έλεγε από μόνος του : “εδά, είντα θα γίνω;”

Πως εν’ η μέρα του Σταυρού, ήρθε στη θύμησή ντου.

Στη χάρη που εώρταζε, κάντει τη μ - προσευκήν του:

“Τίμιε Σταυρέ, βοήθα μου! Δος μου λίγο νεράκι

και γω στον τόπο τούτονέ, σου χτίζω ‘κλησιδάκι”.

Δεν είχε πη τη μ - προσευκή κι ομπρός του εν’ αγρίμι

εξεπετάχτηκε γιοργά - το λόγο ντου να κρίνει.

Ξεχνά τη δίψα ο κυνηγός, το τόξο ντου ξεντώνει.

Βρίστ’ η σαϊτα τ’ αγριμιού, ντελόγκο το σκοτώνει.

Σιμώνει ν - του ο Κελαϊδής, θωρεί - το σκοτωμένο

κι είντα να δει; Τίμιε Σταυρέ! Το μούσι ν - του βρεμένο…

Σημάδι πως εκειά σιμά, πηγή ‘τονε κρυμμένη

και το ωζό απού ’ξερε, την είχε πριν βρωμένη.

Ψάχνει ζερβά, ψάνει δεξιά ψάχνει πάνω και κάτω,

βρίστει τη φλέγα του νερού κρυμμένη σ’ ένα βάτο.

Πίνει καλά, δροσίζεται και κάνει το σταυρό ν - του.

Θάμα ‘χει κάμει ο Σταυρός ο Τίμιος ομπρός του!

Κι όπως ο Τίμιος Σταυρός του έκαμε το θάμα,

ετσά γιοργά κι ο κυνηγός κάνει κι αυτός το τάμα.

Έχτισ’ εκειά την εκκλησιά, ζωγράφισε τσοι τοίχους

κι ηρέμησεν ο τόπος ‘πά, με τση καμπάνας τσ’ήχους.

Στσή πόρτας το ανώφυλλιο καράβι ζωγραφίστη

να δείχνει ποια ’ταν η δουλειά, εκείνουνά του χτίστη.

Δίπλ’απού το καράβι ν - του και κυνηγό κι αγρίμι

και τόξο ζωγραφίσασι - στο νου μας ν’ απομείνη.

Σαν έχτισε την εκκλησιά, ο Κελαϊδής εσκέφτη,

έχτισε σπίθια ολόγυρα και ίδια ‘κειά εστέφτη.

Παράτησε τα κύματα και έγινε βουνίσιος,

έφερ’επά σόι, δικούς, μα και φαμέγιους πλήθος.

Ογρήγορα εγίνηκε “Μουρί το Σφακιανό”

χωργιό που εορτάζουσι τον Τίμιο Σταυρό.

 

 

 

 

ΙΝΒ09012014

 

 

Το ποίημα αναφέρεται στα ηρωικά αδέλφια Σταύρο και Μανούσο Μαλικούτση που έπεσαν υπερασπιζόμενα τα Σφακιά το 1866.

Φωνή και κλάμαν άκουσα στ΄ Ασκύφου στ΄Αμουδάρι

Ρωτώ που τόπεν η φωνή που τόπεν η το κλάμα

Μη στ΄Αμουδάρι τό πενε του Μαλικούτση η μάνα

Κλαίει τσοι πολεμάρχου τση, Σταυρή μου και Μανούσο.....

 

Σελίδα 1 από 4

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 30 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση