Λογοτεχνικά

 

Σελίδες 71 -109 (Χωρίς τα γενεαλογικά δένδρα).

Συγγραφέας Ηλίας Δεληγιαννάκης. Υποστρατηγός - Ιατρός 

 

71
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ που αφορούν στον ΗΛΙΑ ΙΩΑΝ. ΔΕΑΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
κατά τον Μακεδόνικο Αγώνα
(από αρχείο Ιατρού Αναστασίου Πηχειών)
Αγαπητέ Καπετάν Λάζο
Είμαι καλά το αυτό και δι' υμας εύχομαι
Αγαπητέ όσον το δυνατόν να φύλαξης το Γκόσινον διότι υπάρχει φόβος μην
το καύσουν οι κομήτες, μην θεώρησης αγαπητέ ότι σε διατάζω όχι, αλλά
εγώ εις ολίγας ημέρας αναχωρώ και δεν θέλω να πάθη κανένα ειδικόν μας
χωριό διότι εσύ αγαπητέ προσβάνεσαι και ως φίλος όπου σε αγαπώ δεν
θέλω να προσβληθής, κίνησις δε μεγάλη του στρατού γίγνεται και φυλάξου
όσον το δυνατόν
Σε φιλώ Άδελφικώς
Ο Οπλαρχηγός
8/2/908 (Τ.Σ) Ηλ. Δεληγιαννάκης
Το Πέμπτον Κέντρον
προς τον αρχηγόν Λάζον19
Εντέλεστε άμα τη λήψει της παρούσης όπως απόσχετε πάσης πράξεως,
μέχρι νεωτέρας διαταγής. Την παρούσαν κοινοποιήσατε και εις τα λοιπά
σώματα όσον δυνατόν τάχιον.
11/7/08 Τέγος
Αγαπητέ Καπετάν Λάζο
Είμαι καλά το αυτό και δι' υμάς εύχομαι. Σκοπεύω να αναχωρήσω το πρώτο
δεκαήμερο του Μαρτίου εάν το κέντρον μου δώση άδεια διότι δεν μου
επιτρέπει" να φύγω, εάν φύγω δε, πρώτον θα συνενοηθούμεν χωρίς άλλο,
1 Ο Ηλίας Δεληγιαννάκης και το σώμα του αποτελούσε τμήμα                                                                                                                                                                                                                        της ομάδας σωμάτων του Αρχηγού Λάζου.


ΦΩΤΟ


Σώμα Εθελοντών του Ηλία I. Δεληγιαννάκη το 1912

72
καλά θα κάμης να μεταβής εις Τσιρίλοβον και γράψε μου τις εντυπώσεις
σου. Τα δέοντα στα παληκάρια σου ξεχωριστά εις τον Σταυρόν.
Σε φιλώ αδελφικώς
15/2/908 Ο Οπλαρχηγός
Ηλίας Δεληγιαννάκης
Αγαπητέ Καπετάν Λάζο
Εις Βιτάνη να προσπαθήσης να κατασκευασθή και άλλη κρυψώνα, κρίνω δε
κατάλληλον μέρος εις του Γιάννη το σπίτι, εις δε τους Σιερμπέδες έχουν
υλικό δι' υμάς και φροντίσετε να το παραλάβετε, ίσως δε να έχετε
πληροφορίας. Εις την Ντόλιανη σας ζητούν και είναι ανάγκη να μεταβής ως
εκεί. Σε φιλώ αδελφικώς
Ο Οπλαρχηγός
Ηλιάς Δεληγιαννάκης
Αγαπητέ Καπετάν Λάζο
Έλαβον την επιστολήν σου είδον τα εν αυτή, παρακαλώ υμάς κάθισε ακόμη
ολίγας ημέρας διότι είναι κίνηση στρατού προς τα μέρη. Φαέθον ονομάζεται
οι Σερμπέδες, αυτό λέγουν τα κρυπτογραφικά δεν εκατάλαβα και όλα, αλλά
τα μισά είναι άνευ σημασίας ένα εξ αυτών λέγει Σαρμπάδες, δεν γνωρίζω
όμως και εγώ το υλικόν ακριβώς διά ποιόν είναι αλλά ως άκουσα ότι
διατίθεται δι' υμάς, λέσι ακόμα και έτερον όπου σου την εσωκλείω.
Σε φιλώ Αδελφικώς
Ο Οπλαρχηγός
17/2/908 Ηλίας Δεληγιαννάκης
Υ.Γ. Τα κρυπτογραφικά είναι από το άλλο αλφάβητο δεν το έχω μαζί μου
και δεν τα θυμούμαι μόνον το τελευταίο έχω μαζί μου
Ηλ. Δεληγιαννάκης
Αγαπητέ Καπετάν Λάζο
Από τα εδώ μέρη έφυγεν ο στρατός, εβάδισεν εις Βουγατσικό, φόβος
υπάρχει μην τυχόν και γίνει έρευνα εις Κωσταράζι, εάν υπάρχη μεγάλη
ασφάλεια αυτού κρίνω καλό να μένετε εις τα ίδια. Ο Καπετάν Νικολής
πιστεύω να 'λθη απόψε δεν ξεύρη και ημείς που θα βαδίσομεν, η χθεσινή

73
πράξη επήγεν καλά ο Παπάς και ο Διδάσκαλος επληγώθησαν σοβαρώς και
σπίτια και αχυρώνες εκάησαν, ο ψυχογιός μου ήλθεν. Ο Χρήστος είναι μαζί
μου ο Τσαούσης διέταξε διά τον οπλίτην σου όπως θέλει.
Σε φιλώ
Ο Οπλαρχηγός
5/2/908 (Τ.Σ) Ηλίας Δεληγιαννάκης
Ο Οπλαρχηγός
Ηλίας I. Δεληγιαννάκης
προς την Επιτροπήν Βιτάνη
Αγαπητοί το βράδυ να φέρετε 2 πράματα εις το ποτάμι και ένας εξ' υμών να
έλθη μέχρι γέφυρα θα στείλω δε και άλλους.
Ειδοποίησα και οπλαρχηγούς Ανδριανάκην και Λάζον ότι το βράδυ, Θεού
θέλοντος, έρχομαι, περί προδοσίας όπου σας ειδοποίησαν και αν είναι
τίποτι.
Σας χαιρετώ
Ο Οπλαρχηγός
3/2/908 (Τ.Σ) Ηλ. Δεληγιαννάκης
Αδελφέ Καπετάν Λάζο χαίρε
Έλαβον την επιστολήν σου, χαίρω ολοψύχως διά την έλευσίν σου.
Αδελφέ εξ όλης μου ψυχής επιθυμώ να ανταμωθούμεν και ασπασθούμε
πάλι αδελφικώς. Επιθυμώ να μάθω παρά έλαβες; ως και διά τους αγαπητούς
ημών Αρχ. Ζάκα και Μιχασιώτη ως και διά τα πολιτικά.
σε φιλώ αδελφικώς
οπλαρχηγός
Ηλ. Δεληγιαννάκης
1/12/97 έχεις τα δέοντα από τους ημετέρους Άνδρες
Αγαπητέ Καπετάν Λάζο
Έλαβα την επιστολήν σου χαίρω διά την υγεία σου.
Περί εξόδων του Κουμαντάρη κλπ δεν έχωμεν είδησιν, αν και εχθές ήταν ο
Παμτρέλα εις Καστοριά αλλά ως ημείς πάντοτε τον νουν μας πρέπει να
έχωμεν αλλά επειδή ο Συμεωνίδης μένει ακόμη εις Καστοριά θα μάθωμεν

74
το βράδυ πότε θέλει, ας γίνη ότι είπεν ο Θεός, ημείς πρέπει να μην το
κουνήσομεν όπου ευρεθώμεν και ότι φέρει η τύχη. Για το Γκόσινο αγαπητέ
δεν σου έγραψα να φυλαχθή τώρα αλλά κατσωτήν;
σε φιλώ αδελφικά
1/2/908 Ο οπλαρχηγός
(Τ.Σ) Ηλ. Δεληγιαννάκης
Αγαπητέ Καπετάν Λάζο χαίρε
Τα διαδιδόμενα περί Κομιτάτου είναι ψεύματα, ήθελον να σου γράψω και
προ ημερών αλλά μετέβην εις την Φούρκα και διώρισα Επιτροπήν, ο
Αρχηγός Φούρκας εφονεύθη με 5 άνδρας και εκυκλώθησαν και 6 εξ. Την
18ην τρχ. έκαυσεν ο Αρχ. Ζάκας την Σταρίτσινην την 19 το βράδυ έκαυσα
εγώ τους Λουβράδες, εάν ημπορέσης να υπάγης μέχρι τις Κεραμαριές,
φόνευσε τους Λοβραδιότες, τον Σέλιο εφόνευσαν οι κομίτες και ήμουν
λημέρι 8 Λοβράδες
Σου γράφω εν βροχή ζητώ συγνώμην διά την αργοπορίαν μου.
Σε φιλώ αδελφικώς οπλαρχηγός
(Τ.Σ) Ηλίας Δεληγιαννάκης
Ο αρχηγός Γρ. Ζάκας
προς
Τον οπλαρχηγόν Λάζον
όπου
Έλαβον την επιστολήν σου, και είδον τα εν αυτή, τιμώρησες τους
απείθαρχους διά ξυλοκοπήματος εάν είναι αληθές διά την διακόρευσιν της
κόρης τότε διάταξε τον Πατίβα να έλθη να το στεφάνωση άλλως θα τον
χαλάσωμεν.
Αναμένω έλευσίν σου
Μακεδ. 24.2.907
Ο αρχηγός
γρ. Ζάκας
31 Μαΐου 1908
Φίλτατε και αγαπητέ μου κύριε οπλαρχηγέ Λάζο
Σε παρακαλώ πολύ, είναι απόλυτος ανάγκη αν σου είναι εύκολον να έλθης
προς αντάμωσιν μας, το οποίον δεν πιστεύω να μη σου είναι εύκολον διά να
μη έλθης. Έχω μεγάλην ανάγκην και σε περιμένω να έλθης απόψε
εξάπαντος εδώ.

ΦΩΤΟ


Προτομή του Αρχηγού Ηλία I. Δεληγιαννάκη στην Πλατεία Αχειροποιήτου
στη Θεσσαλονίκη όπου και οι άλλες 7 προτομές Αρχηγών Μακεδονομάχων.


ΦΩΤΟ

Προτομή του Αρχηγού Ηλία I. Δεληγιαννάκη στην γενέτειρα                                                                                                                                                                                                                              του Αργυρούπολι Ρεθύμνη
Αντίγραφο στο Δημοτικό κήπο Ρεθύμνης (Δωρεά του συγραφέως)

75
Σε χαιρετώ ο Αρχηγός
(Τ.Σ) Ε. ΣΚΟΥΝΔΡΗΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΕΥΧΟΣ 193 , σελ. 22-23 ΙΟΥΝΙΟΣ 1982
ΗΛΙΑΣ ΔΕΑΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Ο καπετάνιος από την Κρήτη που έπεσε στην Μακεδονία.
(Του Γιάννη Τζημόπουλου)
Ο Ηλίας Δεληγιαννάκης γεννήθηκε στην Αργυρούπολη - Ρεθύμνου της
Κρήτης. Ήταν γυιος του Γιάννη Δεληγιαννάκη, που διατέλεσε Γενικός
Αρχηγός στην περιοχή Ρεθύμνου, όταν το 1866 οι Κρήτες ξεσηκώθηκαν
κατά των Τούρκων! Κι όπως ο πατέρας του Γιάννης, έτσι κι ο γιος Ηλίας,
αγωνίστηκε όχι μόνο στην Κρήτη, μα και έξω απ'αυτή. Σ' άλλη εξέγερση
που έγινε στην Κρήτη το 1896, ο Ηλίας πήρε μέρος με την ιδιότητα του
οπλαρχηγού και σημείωσε αξιόλογη δράση. Σχετικό έγγραφο του
Προεδρείου της επαναστατικής συνέλευσης με χρονολογία 1η Σεπτεμβρίου
1896 γράφει:
«...Απονέμεται εις τον Ηλίαν Δεληγιαννάκην ο βαθμός του
Σωματάρχου συνεπεία των υπέρ της Πατρίδος εκδηλώσεων του και της
γενναιότητος και ανδρείας, τας οποίας επέδειξε εις τα πεδία της τιμής κατά
την ένδοξον επανάστασιν του 1896».
Αλλά και στο Μακεδόνικο αγώνα (1903-1908) ο Ηλίας αφού ανέβηκε
στη Μακεδονία, πήρε μέρος στον ένοπλο αγώνα της πολεμώντας για τα
δίκαια της, άλλη φορά με τους άντρες του Σώματος Μαλλιού (Στέφανου
Δούκα), άλλη με του καπετάνιου Ζιάκα (Γρηγορίου Φαληρέα) και άλλη με
άλλα Σώματα, για να αναδειχτεί σε οπλαρχηγό Α' τάξης!.
Τη χειμερινή περίοδο 1906-1907, που ο Ζιάκας βρέθηκε στις περιοχές
Καστοριάς και Καστανοχωρίων, εκεί ήταν κι ο Δεληγιαννάκης.
Στις 10 Απριλίου 1907 μαθαίνοντας ο καπετάν Ζιάκας, πως ανεβαίνει
στη Μακεδονία για δεύτερη φορά ο καπετάν Φούφας (Ζαχαρίας Παπαδάς),
αφήκε το Δεληγιαννάκη στα Καστανοχώρια και πήγε, να τον ενισχύσει. Μα
κι όταν ο Φούφας έπεσε στο Παλαιοχώρι - Εορδαίας, ο Ζιάκας ανέβηκε στο
Βίτσι, και άφησε πάλι στα Καστανοχώρια το Δεληγιαννάκη μαζί με τον
λοχία του Πεζικού, Δημ. Κουρέτα. Ο Δεληγιαννάκης έχοντας μαζί του και
τον καπετά Λάζο Αποστολίδη, απ' τη Λεύκη Καστοριάς, χτύπησε στο χωριό
Χιλιόδεντρο Καστοριάς, τους κομιτατζήδες, που όμως αμύνθηκαν σκληρά.

76
Υποδέχτηκαν τους Έλληνες με πυκνούς πυροβολισμούς και με
χειροβομβίδες, σκοτώνοντας έτσι δυο Έλληνες αντάρτες και πληγώνοντας
άλλους δύο.
Τουρκικός στρατός που έμαθε τα γεγονότα εκείνα, πήγε στο
Χιλιόδεντρο, αλλά τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Βούλγαροι είχαν φύγει απ'
αυτό. Στο μεταξύ ο Δεληγιαννάκης προσβλήθηκε από πνευμονία και
σίγουρα θα απέθνησκε, αν δεν βρισκόταν εκεί ο γιατρός, Καρύδης, που κάθε
τόσο τον επισκεπτόταν στο λημέρι του, παρά το μεγάλο κρύο της χρονιάς
εκείνης. Ο Δεληγιαννάκης βλέποντας πως δεν μπορούσε να συνεχίσει τους
αγώνες του από την αρρώστεια του, αποσύρθηκε προσωρινά. Επέστρεψε
όμως μόλις ανάρρωσε απ' την αρρώστεια του.
Προτού όμως φύγει απ' τη Μακεδονία ο Δεληγιαννάκης θεώρησε
καλό, να πάρη τον οπλισμό του Καπετάν Λίτσα (Αντώνη Βλαχάκη) και του
Λεωνίδα Πετροπουλάκη, Λακώνων την καταγωγή, που είχαν σκοτωθεί στην
Οσνίτσανη (Καστανόφυτο) της Καστοριάς στις 7 Μαΐου 1906.
Ο οπλισμός των δυο παραπάνω Λακώνων είχε περιέλθει σε Τούρκους
Βαλαάδες της Λειψίστης (Νεάπολης) Βοΐου και για την παραλαβή του
πρόσφερε σ' αυτούς δι άλλου προσώπου, αρκετά χρήματα! Έχοντας λοιπόν
ο Δεληγιαννάκης τώρα τον οπλισμό του αρχηγού καπετάν Λίτσα και του
υπαρχηγού του Σώματος, Λεωνίδα Πετροπουλάκη, κατέβηκε στην ελεύθερη
Ελλάδα και τον παρέδωσε στους συγγενείς του.
Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 ανέβηκε πάλι στην
Μακεδονία εθελοντικά, για να πολεμήσει τον Τούρκο δυνάστη.
Ας πάρουμε όμως χρονολογικά τα γεγονότα της περιόδου εκείνης, απ'
τα οποία θα φανεί η εθνική του προσφορά! Σαν βρέθηκε στις 12 Οκτωβρίου
1912 στη Μακεδονία ο Δεληγιαννάκης, έστειλε μαζί με τον Καούδη και
Σεϊμένη γράμμα στο Γιώργο Μακρή ή Δικώνυμο, γράφοντας πως πήρε
γράμμα απ' την επιτροπή της Σιάτιστας με το οποίο τον παρακαλούσε εν
ονόματι της Πατρίδος να σώσουν την πόλη τους, που κινδύνευε! Μόλις
έφτασε στην πόλη, πήρε έγγραφο όπου ο τότε Δήμαρχος της Σιάτιστας
Μηνάς Θεοδώρου, γιατρός έγραφε:
«Κύριε αρχηγέ! Επειδή πολλά περί εισβολής Τούρκων κατά της
ημετέρας πόλεως διαδίδονται και οι κάτοικοι της άοπλοι όντες αδυνατούσιν,
να αποκρούσωσιν τούτους, εξορκίζομεν Υμάς εν ονόματι της Πατρίδος,
όπως παραμείνετε προς αναχαίτισιν του εχθρού, αν τυχόν επαναληφθώσιν αι
φήμαι αύται».
Στις 23 Οκτωβρίου 1912 ο Δεληγιαννάκης μαζί με άλλο Κρητικό τον
Μαυρογένη, πήγαν στην Κορησσό της Καστοριάς, για να αφοπλίσουν
όσους Τούρκους στην περιοχή είχαν όπλα. Κι όταν στις 31 Οκτωβρίου της
ίδιας χρονιάς, οι κάτοικοι Μαυρόβου ζήτησαν απ' το Γεώργιο Κατεχάκη
ενίσχυση για να υπερασπίσει το χωριό τους από εχθρικές επιδρομές, τα τρία
κρητικά σώματα των Δεληγιαννάκη, Μακρή και Καραβίτη, που πήγαιναν
στη Μηλίτσα της Καστοριάς, αντελήφτηκαν ένα τάγμα Τουρκικού στρατού,

77
να κατευθύνεται στο Μαύροβο. Τότε ο μεν Δεληγιαννάκης με το Μακρή
μπήκαν στη Μηλίτσα, ενώ ο Καραβίτης προχώρησε για το Μαύροβο, οι
άντρες του οποίου πρόλαβαν να ματαιώσουν την είσοδο των Τούρκων σ'
αυτό. Την επιτυχία όμως εκείνη των ανδρών του Καραβίτη πλήρωσε με το
αίμα του, ο Στρατής Πολυκαστρίτης, απ' την Κίσσαμο των Χανίων.
Ο Γενικός Αρχηγός των εθελοντικών Σωμάτων, Γεώργιος Κατεχάκης,
(Ρούβας) έστειλε τότε στους δυο αρχηγούς Γ. Μακρή ή Δικώνυμο και Ηλία
Δεληγιαννάκη το παρακάτω γράμμα:
«Σας καθιστώ γνωστόν ότι η κατάστασις είναι αρκετά σοβαρά.
Πιστεύω όμως ότι εντός 2-3 ημερών θα μεταβληθεί εντελώς. Είναι ανάγκη,
ο μεν Δεληγιαννάκης να μεταβή αμέσως εις το Μπλάτσι ίνα μετά του
Μάντακα και Ανδρέα (εννοεί τον Παναγιωτόπουλο, απ' την Κλεισούρα)
υπερασπισθούν τα γύρω χωριά, ενώ ο Μακρής να σπεύση μετ' εμού και του
στρατού, διά να βαδίσωμεν προς καταδίωξιν του εχθρού. Σας πέμπω 4
κάσσες φυσίγγια, ίνα διά των δύο εφοδιασθή ο Δεληγιαννάκης και τας
άλλας δύο διά τον Μάντακαν και Ανδρέαν. Είναι ανάγκη να σπεύσητε
αμέσως.
Σας φιλώ
Κατεχάκης»
Στις 4 Νοεμβρίου 1912, που γινόταν η μάχη στη Σιάτιστα, ο
Δεληγιαννάκης βρισκόταν με τους άντρες του Σώματος του στη Βλάστη,
όπου βρισκόταν και ο Μάντακας. Κι όταν οι δυο εκείνοι αρχηγοί βγήκαν με
τους άντρες των Σωμάτων τους στα χωριά της Εορδαίας, Εμπόριο,
Μηλοχώρι και Αναρράχη, έπιασαν όλους τους Τούρκους κατοίκους τους,
που είχαν προξενήσει μεγάλα κακά στους Έλληνες της περιοχής εκείνης,
ύστερα απ' το ατύχημα που είχε πάθει η Ε' Μεραρχία στο Αμύνταιο με το
Διοικητή της, Δημήτριο Ματθαιόπουλο!
Οι δυο εκείνοι αρχηγοί πήγαν και σ' άλλα τουρκοχώρια της Εορδαίας,
που κατοικούσαν φανατικοί Τούρκοι Κονιάροι, των οποίων η καταγωγή
προέρχονταν απ' το Ικόνιο της Μ. Ασίας, για να τιμωρήσουν όσους απ'
εκείνους είχαν πλιατσικολογήσει από σπίτια της Βλάστης είδη ιματισμού
και έπιπλα, που έφταναν συνολικά τα 100 φορτία.
Οι προύχοντες της Βλάστης για να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους
στο Δεληγιαννάκη, για ότι έπραξε για την κωμόπολη τους, έστειλαν σ'
αυτόν μόλις ο πόλεμος του 1912 πήρε καλή έκβαση το παρακάτω γράμμα:

78
Εν Βλάστη τη 10η Μάιου 1913
Αξιότιμε κ. Ηλία Δεληγιαννάκη
Επειδή η μεν παρασιώπησις πάσης καλής πράξεως και μάλιστα όταν εξ
αυτής εξηρτήθη η σωτηρία ολοκλήρου Κοινότητος αποτελεί παράλειψιν
καθήκοντος επιβαλλομένου, η δε μη αναγνώρισις των αγαθών αυτής
αποτελεσμάτων μαρτυρεί καρδίαν ήκιστα ευγενή και ευγνώμονα, διά τούτο
προαγόμεθα -καίτοι αναγνωρίζομεν ότι θέλομεν προσκρούσει εις την
χαρακτηρίζουσαν υμάς μετριοφροσύνην- να διακηρύξωμεν δημόσια τας
πολυτιμοτάτας υπηρεσίας, τας οποίας παρέσχετε μετά του υφ' Υμάς
Σώματος εις την κοινότητα ημών, ιδία δε κατά την κρισιμοτάτην δι' αυτήν
στιγμήν της 2ας προς την 3ην Νοεμβρίου παρελθόντος έτους και
εκφράσωμεν Υμίν τας θερμοτάτας και ειλικρινεστάτας ευχαριστίας και την
αμέριστον συμπάσης της ενταύθα Κοινότητος ευγνωμοσύνην, τόσον διά το
ενδιαφέρον όπερ προς απόκρουσιν του επαπειλήσαντος αυτήν κινδύνου
επεδείξασθε, όσον και διά την ευγενή συμπεριφοράν, την χαρακτηρίσασαν
άπασαν την δράσιν υμών καθ' όλον το διάστημα της εν των μέσω ημών
παρουσίας. Δέξασθε όθεν αξιότιμε Κύριε την έκφρασιν της ιδιαζούσης
υπολήψεως ημών μεθ' ων διατελούμεν...
Οι πρόκριτοι της Κωμοπόλεως Βλάστης
(ακολουθούν υπογραφές)
Οι Εθνικοί όμως και πολεμικοί αγώνες του Δεληγιαννάκη δε
σταμάτησαν με την λήξη του πολέμου 1912 1913 στη Μακεδονία και στην
Ήπειρο, αλλά συνεχίστηκαν.
Στο μεταξύ οι Κρήτες ανάδειξαν το γενναίο συμπατριώτη τους
βουλευτή τους τόπου τους. Στον πρώτο όμως παγκόσμιο πόλεμο (1914-
1918) σκοτώθηκε στο Σκρα της Μακεδονίας, στις 17 Μαΐου 1918
πολεμώντας με το βαθμό του εφέδρου αξιωματικού. Η Μακεδονία που τόσο
αγάπησε και υπηρέτησε, τον κράτησε για πάντα κοντά της.
Στα χέρια συγγενών του Ηλία Δεληγιαννάκη, βρίσκονται γραπτές
πιστοποιήσεις αρχηγών Σωμάτων του Μακεδόνικου Αγώνα, στα οποία
υπηρέτησε ο γενναίος αυτός Κρητικός.
Έτσι υπάρχει τέτοια γραπτή πιστοποίηση του καπετάν Μαλλιού,
αρχηγού των εν Κορυτσά και Καστανοχωρίων Ελληνικών Σωμάτων με
χρονολογία 10 Ιουνίου 1905, που αναφέρεται στις διάφορες συγκρούσεις,
που πήρε μέρος εκείνος. Υπάρχει επίσης και άλλη πιστοποίηση του
Ανώτατου Συμβουλίου του Μακεδόνικου Κομιτάτου, με χρονολογία 25
Αυγούστου 1905, καθώς κι άλλη μια του Καπετάν Ζιάκα με χρονολογία 10
Ιουνίου 1907.

79
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α :
Σταμάτη Ράπτη: « Ο Μακεδόνικος αγών» Αθήναι 1913.
Σταύρου Κελαϊδή: « Εθελοντικά Σώματα Κρητών εις την Μακεδονίαν».
Γιάννη Τζημόπουλου: «Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας»                                                                                                                                                                                              Θεσσαλονίκη 1976.
Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού:                                                                                                                                                                                                                                                                                    « Ο Μακεδόνικος αγών και τα εις Θράκην γεγονότα» Αθήναι 1979.

Ανδρέα Γυπαράκη: « Κρήτες Μακεδονομάχοι» Αθήναι 1976.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΕΥΧΟΣ 156, ΜΑΙΟΣ 1979
Σελίδες του Μακεδόνικου Αγώνα
ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΑΖΟΣ
μια ζωή για την πατρίδα
(Γράφει ο Γιάννης Τζημόπουλος)
Ο Λάζαρος Αποστολίδης γεννήθηκε το 1884 στο χωριό Ζουπάνιστα
(σημερινή Λεύκη) της Καστοριάς. Στην ηλικία των 19 ετών εντάχτηκε στο
Σώμα του μακεδονομάχου, καπετάν Αριστείδη Μαργαρίτη - Σαδίκη, απ' την
Καστοριά. Πήρε ενεργό μέρος σε πολλές συμπλοκές και μάχες, που έδινε ο
Ελληνισμός κατά Τούρκων και Βουλγάρων στην Μακεδονία, φέρνοντας το
ψευδώνυμο «Καπετάν Λάζος».
Σε μια μάχη που έγινε στο χωριό της Καστοριάς Έζερετς, που
μετονομάστηκε σε Πετροπουλάκη, για να τιμηθεί η μνήμη ενός τέκνου της
Λακωνίας, του Λεωνίδα Πετροπουλάκη, που σκοτώθηκε στην περιοχή
αυτή, πήρε ενεργό μέρος κι ο καπετάν Λάζος, ο οποίος και διακρίθηκε.
Το Γενικό Αρχηγείο του Μακεδόνικου Αγώνα εκτιμώντας την
προσφορά του στη μάχη εκείνη, τον ονόμασε οπλαρχηγό Α' τάξεως.
Αλλά κι όταν αργότερα το Αρχηγείο ίδρυσε ένα ανεξάρτητο τάγμα,
στον καπετάν Λάζο ανάθεσε τη διοίκηση του. Στο τάγμα εκείνο είχαν
ενταχθεί αρκετοί Δυτικό μακεδόνες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι
παρακάτω: Χρήστος Τσαούσης, απ"τους Λαχανόκηπους της Καστοριάς,
που διατέλεσε και πρωτοπαλήκαρο του καπετάν Λάζου, Δημήτριος
Βεντούλης, απ' την Γαλατινή - Σιατίστης, Νικόλαος Δερβένης, απ' την
Εράτυρα. Δημήτριος Μπέσιας, απ' τη Δεσκάτη, Νικόλαος Σπυρίδων, απ' τη
Στέρνα - Βοΐου. Σταύρος και Ναούμ Αποστολίδης, που ήταν συγγενείς και
συγχωριανοί του καπετάν Λάζου. Ο Ναούμ Αποστολίδης ύστερα απ' το
Μακεδόνικο αγώνα χειροτονήθηκε σε παπά (Παπαναούμ).
Εκτός όμως απ' τους παραπάνω Δυτικομακεδόνες που είχαν ενταχθεί
στο ανεξάρτητο εκείνο τάγμα, είχαν ενταχθεί και οι Καστοριανοί, Αχιλλέας


ΦΩΤΟ

Σπαθί και μαχαίρια. Στη βάση της θήκης του σπαθιού διακρίνεται (λευκή) τρύπα
από σφαίρα βουλγάρικου πολυβόλου. Αλλες δύο δέχθηκε στην κοιλιά του στις
17 Μαΐου 1918 στο Σκρα και τον οδήγησαν στο θάνατο την 19 Μαΐου.
Φυλάσσονται από την εγγονό του Ηλία στο Ηράκλειο


ΦΩΤΟ

1) Η σημαία του Ηλία I. Δεληγιαννάκη στο Μακεδόνικο αγώνα
(δεξιά ο συγγραφέας της Γενεαλογίας Στρατηγός ε.α. Ηλίας Στ. Δεληγιαννάκης)
Φυλλάσονται στο Ιστορικό και Εθνολογικό μουσείο στη Αθήνα (παλιά Βουλή)
2) Η ίδια σημαία και τα κυάλια του.
3) Υπογραφή 1906

80
Αλβανός, Δαμιανός Γκαρτζάλης, Αθανάσιος Νταβατζής, Αθανάσιος Ιατρού,
διδάσκαλος κι ο Τόσκας.
Παράλληλα όμως με αυτούς, στο ανεξάρτητο τάγμα είχαν ενταχθεί και
μη Δυτικομακεδόνες, όπως οι Θεσσαλοί, Στυλιανός Γιαννούσης, κάποιος
Νίκος με άγνωστο επώνυμο, απ'το Αγιόφυλλο - Καλαμπάκας και ο Βασίλης
Καρακνάκης, λοχίας του Ιππικού, που εκτελούσε και χρέη Γραμματέα στον
καπετάν Λάζο.
Στο έργο του ο καπετάν Λάζος είχε συμπαραστάτριες τόσο τη μητέρα
του Τρυγώνα, όσο και τις δύο αδελφές του, τη Σοφία και τη Δέσποινα, απ'
τις οποίες η μεν πρώτη έγινε αργότερα γυναίκα του Δέλλιου, ενώ η δεύτερη
του Παπαπασχάλη.
Μια μέρα οι Βουλγαροκομιτατζήδες έπιασαν την εξαδέλφη του
καπετάν Λάζου, Μαρία Τσιτσώνη, την οποία και κρέμασαν σε κλωνάρι ιτιάς
για εκδίκηση, γιατί δεν μπορούσαν να βάλουν αυτόν στα χέρια τους.
Ο καπετάν Λάζος πήρε μέρος στη μάχη της Μεταμορφώσεως -
Καστοριάς, έχοντας μαζί του και τον Κρητικό, Ηλία Δεληγιαννάκη, απ' την
Αργυρούπολη Ρεθύμνου.
Μ' ένα κατάλληλο ελιγμό που έκαμαν τότε οι δυο οπλαρχηγοί,
πέτυχαν να μπουν μέσα στο χωριό αυτό και να διώξουν τους
Βουλγαροκομιτατζήδες, απαλάσσοντας έτσι απ' την τυραννία όχι μόνο τους
κατοίκους του χωριού αυτού, αλλά και της γύρω περιοχής του.
Έτσι, με την αγαστή τους συνεργασία οι δυο εκείνοι οπλαρχηγοί
πέτυχαν κι άλλες λαμπρές νίκες κατά του Βουλγάρου αρχικόμιτατζή,
Κυριάζωφ, που είχε την έδρα του στο χωριό Λουβράδες (σημερινό Σκιερό)
των Καστανοχωρίων - Καστοριάς.
Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ υπό
ΣΤΑΜΑΤΗ ΡΑΠΤΗ, του 1908 (Εκδότες Αναγνωστόπουλος και Πετράκης,
Αριστείδου 7, Αθήνα) παραθέτουμε τα ακόλουθα αποσπάσματα.
Α. ΑΝΑΦΟΡΕΣ στον Ηλία Δεληγιαννάκη.
Σελίς 306: «... Ώστε αν και όταν έλθη ο Δεληγιαννάκης (υπήρχεν
είδησις περί τούτου από Δεκεμβρίου -1904-) διευθύνατε τον προς τα εδώ»,
(από επιστολή του αρχηγού Ρούβα = Κατεχάκη).
Σελίδες 317-318. (Μέσα Μαρτίου 1905). «Και όντως αι ενισχύσεις
αυταί ήρχισαν να καταφθάνουν. Και πρώτον ενεφανίσθη εις την ύπαιθρον
Μακεδονίαν ισχυρόν Ελληνομακεδονικόν σώμα υπό τον αρχηγόν Στέφανον
Μάλλιον». Υπό τον αρχηγόν τούτον διετέλουν οι οπλαρχηγοί Κλείτος,
Πηχεών, Γκούτας, Καραβίτης, Μακρής, Δεληγιαννάκης και Κατσαπράγκας,
επικεφαλής εκλεκτών παληκαριών έκαστος.

81
Σελίδες 711-712: «Ο Ανδριανάκης, καταφεύγων εις τα χωρία
Λόσνιτσαν, Βογατσικόν, Βλάστη και Ζέλτσαν, συνηντήθη με τους
οπλαρχηγούς Δεληγιαννάκην και Λάζον (αφού στις 19 Νοεμβρίου 1906
κατέστρεψε το χωρίο Λουμπέτινα). Οι τρεις μαζί επεχείρησαν κατά του
χωρίου Βουλγαρικού Ισγγλεμπέ, παρενέβησαν Τούρκοι, έφυγαν, εχώρισαν
οι τρεις και οι Δεληγιαννάκης και Λάζος κατευθύνθησαν στο Βογατσικόν».
Σςλίϋξς $55-856. (Μάρτιος 1907). Κατά τας περιπέτειας, ο Ρουπακιάς
συνηντήθη με τα εκδικητικά σώματα τα υπό τον Ηλίαν Δεληγιαννάκην,
Λιχαδιώτην και Λάζον. Τα τρία όμως αυτά σώματα μετ' ολίγον
ανεχώρησαν, μεταβαίνοντα προς συνάντησιν του αρχηγού Λαχτάρα.
Β. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΗΛΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ. (1)
1. Σελίς 339-346. Δι' αυτό δημοσιεύομεν και την αφήγησιν του
οπλαρχηγού του Μαλλιού, Ηλία Δεληγιαννάκη.
Η αφήγησις έχει ούτως: (Αφορά γεγονότα της 25ης Μαρτίου 1905 στη
Ζαγορίτσανη)
«Είχαμε λημεριάσει σ'ένα βουνό εκεί κατά τη Λεχενίτσα στας 23 του
Μαρτίου. Τα καπετανάτα του Βάρδα από το ένα μέρος και του καπετάν
Στέφου Μαλλιού από το άλλο είχαν αποφασίσει να τιμωρήσουν τη
Ζαγορίτσανη, γιατί αυτή ήταν η φωλιά των κομιτατζήδων. Σ' αυτήν
εύρισκον καταφύγιον όλοι οι ατιμότεροι δολοφόνοι και προδόται του
Βουλγαρικού κομιτάτου.
Οι Ζαγοριτσαναίοι ήσαν ορθόδοξοι πρώτα, δικοί μας, αλλά εδώ και
τρία χρόνια έγιναν σχισματικοί, και οι καλλίτεροι προστάται των
Βουλγάρων και οδηγοί τους.
Τα Χριστιανικά χωρία είχαν πάθει μεγάλο κακό απ' αυτούς.
Ο αρχηγός μας μάλιστα μας τώλεγε από τότε που βγήκαμε, ότι εκείνο
που θα ωφελήση τον αγώνα, θα είναι η καταστροφή αυτής της φωλιάς.
Εκεί λοιπόν, κατά την Λεχενίτσα, μαζεύθηκαν την νύκτα της 23ης
Μαρτίου και ο καπετάν Βάρδας με τους οπλαρχηγούς Πούλακαν, Πάτερον
και Μσακρήν.
Εις το δικό μας σώμα ήσαν οπλαρχηγοί ο Γκούτας, ο γέρω κλέφτης,
όπως τον λένε, ο γυιος του Στέργιος Γκούτας, καλοί πολεμισταί και οι δύο,
και ο Κατσαπράγκας, ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα σε μία συμπλοκή με
τους Βουλγάρους.
Την νύκτα εκείνην εκινήσαμε από τα λημέρια μας και με πολλάς
προφυλάξεις, την νύκτα της επομένης 24ης Μαρτίου, ελημεριάσαμε σ' ένα
βουνό έξω από την Ζαγορίτσανη, μια ώρα νύκτα ακόμα κατεβήκαμε κάτω
και περικυκλώσαμε το χωριό.
(1) Δεν έχουν διορθωθεί οι υπάρχουσες στο πρωτότυπο ανορθογραφίες.

82
Οι αρχηγοί μας ετακτοποίησαν γύρω και μας έδωκαν την εντολή εις τα
γυναικόπαιδα ν' αφήνουμε ελευθέρα την έξοδο, στους άνδρες όμως
τουφέκι. Έπρεπε να μη μείνη ούτε ένας απ' αυτούς τους κακούργους.
Και μου φαίνεται ότι δεν έμεινε.
Ο αρχηγός μας με τον καπετάν Βάρδα και τον Γκούτα επροχώρησαν
έπειτα μέσα στο χωριό με 60 παιδιά.
Ήταν κατά τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου.
Μας είχε παραγγείλει, μόλις ακούγαμε την σάλπιγγα του αρχηγού μας
(γιατί ο καπετάν Μάλλιος έχει μαζί του πάντα μια σάλπιγγα) και μια
πιστολιά του καπετάν Βάρδα ν' αρχίσουμε όλοι ομαδόν πυρά για να
φοβίσωμε τους Βουλγάρους.
Δεν είχε περάσει ένα τέταρτο που είχον προχωρήσει μέσα στο χωριό οι
καπεταναίοι και τους έρχεται μια τουφεκιά. Ο αρχηγός μας σημαίνει διά της
σάλπιγγος και αρχίζει αμέσως το τουφεκίδι απ' άκρου εις άκρον του χωριού.
Άναψε το χωριό.
Δεν ειμπορώ να σας παραστήσω το κακό που έγινε.
Εκάμαμε όλοι έφοδο μέσα στο χωριό, ενώ το τουφεκίδι εχάλαγε
κόσμο.
Από τα σπίτια οι κομιτατζήδες μας πυροβολούσαν με λύσσα, ενώ
άφηναν τις γυναίκες και τα παιδιά να μας παρακαλούν να τους λυπηθούμε.
-Μπράτιμ! μπράτιμ! Άκουες δεξιά και αριστερά από γυναίκες
ξεμαλλιασμένες μέσα στους δρόμους και παιδιά που έτρεμαν σαν φύλλα.
-Αδελφέ! αδελφέ! εφώναζαν όσοι άφηναν το πείσμα μπροστά στο
θάνατο και ωμιλούσαν ελληνικά για να σωθούν.
Τα γυναικόπαιαδα έφευγαν από το χωριό φοβισμένα, ενώ τα
παληκάρια μας εσκαρφάλωναν στις μάνδρες και στα παράθυρα για να
πιάσουν ζωντανούς τους κομιτατζήδες.
Αυτοί έτρεμαν περισσότερο από της γυναίκες από το φόβον τους.
Μας ερρίχνανε και οι σφαίρες δεν μας περνάνε, γιατί τα χέρια τους
έτρεμαν.
Όταν επηδούσαμε μέσα σε κανένα σπίτι, έκρυβαν τα όπλα κ' έτρεχαν
να κρυφθούν κι' αυτοί.
Και όσοι δεν επρόφθαναν, έπεφταν στα πόδια μας και άρχιζαν το
-Μπράτιμ! μπράτιμ!
Αλλά σ' εκείνο το χαλασμό που άκουγε κανείς τίποτε.
-Φωτιά και τουφέκι απ' άκρη σ' άκρη! μας είχεν ειπή ο αρχηγός.
Μόνο μη πειράζετε τα γυναικόπαιδα.
Και φωτιά και τουφέκι εδούλεψεν επί δύο ώραις.
Δύο ώραις είχαν περάσει μέσα σ' αυτόν τον ανεμοστρόβιλο από
μολύβι και φωτιά, και τα καραούλια που είχαμε έξω από το χωριό αφήσει,
μας ανήγγειλαν την εμφάνισιν του τουρκικού στρατού.
Ο Τουρκικός Στρατός εφάνηκε από το κάτω μέρος της Ζαγορίτσανης.

83
Τον ειδοποίησαν για την καταστροφή τα γυναικόπαιδα που είχαμε
αφήσει να φύγουν ελεύθερα.
Το τουφέκι όμως, και ύστερα από την είδησι αυτή, έδινε και έπερνε
μέσα στο χωριό.
Δεν έπρεπε να μείνη ένας Βούλγαρος.
Εμείς κτυπούσαμε εκτεθειμένοι έξω στους δρόμους, και αυτοί μας
έρριχναν μέσα από τα παράθυρα.
Πρέπει να ήτανε από Θεού η καταστροφή αυτών των κακούργων, γιατί
δυο ώρες εκτυπούσαμε έτσι εκτεθειμένοι και κανείς από μας δεν έπαθε.
Θυμάμαι, την ώρα που κάμαμε γιουρούσι μέσα στη Ζαγορίτσανη, ο
καπετάν Γκούτας και εγώ με τα μπουλούκια μας περιεκυκλώσαμε ένα σπίτι
που είχαν χωθή μέσα καμμιά πενηνταριά κομίτες.
Εστάθηκε αδύνατον να μπούμε μέσα στο σπίτι, γιατί αυτοί μας
έρριχναν απ' τα παράθυρα.
Καμμιά φορά σπάζουμε την πόρτα και ορμούμε όλοι μέσα.
Κυττάζουμε για τους κομίτες. Πουθενά.
Ηύραμε κάτι φυσίγγια, κάτι όπλα που τα είχαν πετάξει και καμιά
πενηνταριά κόκκαλα, απ' αυτά που είχαν αυτού πάντα για να φορούν τα
παπούτσια τους.
Το σπίτι είτανε ψηλό και αυτοί όλοι είχαν κρυφτή απάνω στον οντά.
Τους φωνάζουμε να καταιβούν. Τίποτε. Έτρεμαν από φόβο.
Για να τους αναγκάσουμε να καταιβούν απ' εκεί ρίχνουμε πετρέλαιο
και βάζουμε φωτιά. Σε λίγα λεπτά το σπίτι επήρε φωτιά.
Αυτοί έβγαιναν ένας ένας απάνω στη στέγη για να σωθούν. Μερικοί
μάλιστα, όσοι κρατούσαν τα τουφέκια τους μας έρριχναν.
Εκεί απάνω στη στέγη εσκοτωθήκανε όλοι, ένας ένας σαν σπουργίτια.
Στην έφοδο ενός άλλου σπιτιού, ένας κομίτης βγαίνει στην πόρτα και
σημαδεύει με το περίστροφο ένα από τους καπεταναίους, τον οποίο
εγνώριζε.
Προφθάνει όμως ένα παλληκάρι του Γκούτα, Πλατής λέγεται, και του
τραβάει μια με το γιαταγάνι από το πλάι.
Παναγία μου! Πρώτη φορά είδα τέτοιον αποκεφαλισμόν.
Ο στρατός όμως λίγο - λίγο επλησίαζεν.
Οι αρχηγοί διέταξαν υποχώρησι, και είχα μαζέψει και εγώ τα παιδιά
και τραβούσαμε να βγούμε απ' το χωριό.
Εκεί που περνούσαμε βλέπουμε ένα σπίτι απάτητο. Λέω σε δύο τρία
παιδιά.
-Μωρέ μπήτε μέσα κει να ιδήτε τι είνε.
Μόλις μπαίνουν, τους ξεπροβάλλουν κάμποσα γυναικόπαιδα και
πέφτουν στα πόδια τους με κλάματα και παρακάλια.
Μπαίνουμε κει μεις οι άλλοι κατόπιν.

84
Ησυχάζουμε της γυναίκες και τα παιδιά και ψάχναμε μην ήτανε
κανένας κομιτατζής. Εκεί που ψάχναμε, κάποιος ανασήκωσε κάτι ρούχα
που ήταν σωριασμένα σ' ένα μέρος, και βρίσκει από κάτω δύο κομίτες.
Αυτοί ρίχνονται στα πόδια μας παρακαλώντας να μη τους σκοτώσουμε.
Φώναζαν από το άλλο μέρος τα παιδιά.
Τους λυπήθηκα και είπα να τους πάμε στον αρχηγό.
Εκείνην την ώρα όμως έρχεται απεσταλμένος από τον αρχηγό και μας
λέει να φύγουμε γρήγορα, γιατί ο στρατός θα εμπλοκάριζε. Κάποιο από τα
παιδιά τα δικά μου πάλι αναγνωρίζει ότι ένας από τους κομίτες είχε
σκοτώσει ένα δικό μας δάσκαλο προ καιρού με 92 μαχαιριές.
Χωρίς να προφθάσω να καταλάβω τι γινότανε, τους τραβούν εκεί δα
δύο τουφεκιές και τους σκοτώνουν και τους δύο.
Τότε είδα μια σκηνή που μας ραΐζει ακόμη την καρδιά, σαν τη
θυμούμαι. Δεν θέλαμε να σκοτώνεται κανείς που δεν φέρει αντίστασι, εάν
δεν τον δικάση ο Αρχηγός. Ας είναι και δολοφόνος.
Μόλις έπεσε χάμω ο νεώτερος από τους δύο κομίτες, μία από της
γυναίκες έτρεξε ξεμαλλιασμένη κ' έπεσε πάνω του και τον φιλούσε στο
πρόσωπο.
Δεν μπόρεσα να βαστάξω και επήρα τα παλληκάρια και έφυγα.
Τι να πω; δεν είχα λυπηθή ποτέ άλλοτε έτσι.
Η καταστροφή της Ζαγορίτσανης δεν είναι τίποτε μπροστά στα
βασανιστήρια και τους σκοτωμούς που είχαν υποστή τόσα χρόνια τώρα οι
δικοί μας εκεί απάνω από τους κομίτες.
Και όμως όταν συλλογίζομαι καμμιά φορά, μου ραΐζεται η καρδιά.
Θυμάμαι που περνάγαμε τους δρόμους του χωριού για να φύγουμε και σε
κάθε δρόμον εύρισκες 8-10 πτώματα, γυναίκες και παιδιά να μοιρολογούνε.
Το χωριό με 500 σπίτια εκάπνιζε όλον από το τουφεκίδι.
Μα τι να γίνη! ... Απάνω στη μανία του τουφεκιού δεν συλλογίζεσαι
τίποτε άλλο από την εκδίκησι.
Όταν είχαμε βγη από το χωριό, ο στρατός είχε φθάσει ίσα με 1.000
μέτρα μακρυά από τη Ζαγορίτσανη, και άρχισε να μας ρίχνη.
Εμείς όμως τραβήξαμε από το απάνω μέρος προς το Λέχοβο κατά τα
βουνά.
Είχαμε μαζή και 18 Βουλγάρους αιχμαλώτους από τη Ζαγορίτσανη,
από τους οποίους ο ένας ήτανε ο Παππάς.
Μία ώρα από τη Ζαγορίτσανη, προς το μέρος της Κλεισούρας,
εκάμαμε στάσι.
Είχαμε μαζή αυτούς τους 18 αιχμαλώτους κομιτατζήδες, και βλέπετε
αυτοί για ένα σώμα σε εχθρικό μέρος είναι βάρος. Και όχι μόνο βάρος, αλλά
και επικίνδυνοι.
Εκεί που σταθήκαμε, ο Αρχηγός τους έβαλε στη γραμμή και τους
διέταξε να απολογηθούν, για όσα είχαν κάμη κατά των ιδικών μας.

85
Γιατί όλοι αυτοί είχαν σκοτώσει και είχαν βασανίσει κορίτσια, γέρους,
και είχαν ατελείωτα κακουργήματα.
Όλοι κύτταξαν τον παππά και εις αυτόν είπανε για να απολογηθή για
όλους.
-Γιατί μωρέ παπά, του λέγει ο αρχηγός τότε, επήγες να γείνης
Βούλγαρος και να δούλεψης αυτούς τους ληστάς και τους δολοφόνους; Δεν
εντράπηκες, παππάς άνθρωπος, να πας να προδώσης τους αδελφούς σου; να
γείνης κακούργος; Τι ψυχή θα παραδώσης γέρος άνθρωπος;
«Ο Τσακαλάρωφ ήλθε εις το χωριό με άλλους και μας βάφτισε
Βουλγάρους όλους.»
Αποκρίνεται ο παππάς.
-Και καλά τι σας έκαμαν οι Έλληνες που τους προδίνετε και τους
δολοφονείτε;
Τον ρωτάει ο καπετάν Βάρδας.
Σ' αυτό σκέφτηκε λιγάκι ο παππάς και ύστερα αποκρίθηκε.
-Δεν προδώκαμε κανένα.
Κατόπιν οι αρχηγοί με τους καπεταναίους εκάμαμε συμβούλιον, όπου
κατεδικάσθησαν εις θάνατον και οι δεκαοκτώ κομίτες.
Είπαμε ότι θα ήτανε άγριο να τους τουφεκίσουμε εκεί που ήσαν στη
γραμμή, και αποφασίσαμε να τους πη ο αρχηγός ότι είναι ελεύθεροι να
γυρίσουν στο χωριό τους και να γίνουν Έλληνες και μόλις τραβήξουν ολίγα
βήματα να τους τουφεκίσουμε.
Αυτό και έγεινε.
Μόλις στρέψανε για κάτω τους ρίξαμε μια μπαταρία.
Αυτή έφτασε για τους 17. Για τον παπά εχρειάστηκαν και άλλες.
Επήρε δύο σφαίρες στο κορμί και τον είδαμε να ανασηκώνεται, και να
ζητάη να μας φύγη. Αν είχεν εκατό τουφέκια, θα μας τάρριχνε. Το βάσταξε
το μολύβι πολύ.
Εκεί όμως που είχαμε σταθή, ήτανε το μέρος πολύ επικίνδυνο. Όπως
μας λέγανε οι οδηγοί, σε λίγο θα πέρναγε Τουρκικός στρατός που θα
κατέβαινε απ' τα μέρη της Κλεισούρας, και θα μας έβαζε στη μέση με τον
άλλο στρατό που είχε φτάσει πια στη Ζαγορίτσανη.
Ο αρχηγός λοιπόν διέταξε εμένα και τον Γκούτα να τραβήξουμε
μπροστά με τα δικά μας τα παιδιά και να πιάσουμε οχυρό μέρος για λημέρι.
Τα άλλα σώματα θα ακολουθούσαν τη ράχη. Πράγματι σε λίγη ώρα ηύραμε
καλό μέρος και έτοιμο λημέρι με μετερίζια κλπ. Αυτό το λημέρι ήτανε της
συμμορίας του Τσακαλάρωφ, όπως μας λέγανε οι οδηγοί.
Σε μιάμισι ώρα όμως αφού λημεριάσαμε, εφάνησαν καμμιά πενηνταριά
Νιζάμηδες από την Κλεισούρα.
Μόλις μας είδαν, έπιασαν κάτι χαλάσματα που ήταν κάτω απ' το
λημέρι μας και μας άρχισαν στο τουφεκίδι.
Στην αρχή φυλαγόμαστε και δεν τους ρίχναμε. Μα σε λίγο
προχώρησαν απάνω μας.

86
Το κύριον σώμα ήτανε τραβηγμένο στη ράχι και δεν έλαβε μέρος στη
συμπλοκή.
Εμείς όμως τους ρίξαμε τότε.
Σε λίγο, επειδή οι δικοί μας ενόμισαν ότι ο στρατός μας είχε πλοκάρει,
ήρθε και ο Πούλακας με κάμποσα παλληκάρια. Τότε τους δώσαμε ένα
κυνήγι ως κάτω κοντά στην Κλεισούρα. Εμάθαμε ότι κτυπήθηκε ένας
στρατιώτης στο πόδι. Μα εμείς δεν τους ρίχναμε στα καλά, παρά για φόβο.
Από μας δεν έπαθε κανείς.
Την νύκτα τραβήξαμε προς τα μέρη της Λεχενίτσας.
Το κρύο και τον πάγο που τραβήξαμε όμως εκείνην την νύκτα δεν το
είχα μεταϊδή άλλη φορά. Έρριχνε χαλάζι όλη νύκτα που μας πέθανε.
Και ένας βορηάς.
Θυμάμαι ότι ο σκούφος μου είχε μαζέψει νερό και τον έβαλα στο
μανικοκάππι να στέγνωση μα την άλλη μέρα το πρωί που τον έβγαλα ήταν
κρυσταλλωμένο το νερό απάνω.
Στις 26 Μαρτίου εκάναμε ανάπαυσι και το βράδυ ο μεν καπετάν
Βάρδας με τα καπετανάτα του έμεινε στα μέρη της Λεχενίτσας, εμείς δε
τραβήξαμε κατά τα Καστανοχώρια».
2. Σελίς 349 - 359. Αναφέρεται στη συνέχεια της δράσεως του
σώματος του Στέφου Μαλλιού, μετά την παραπάνω μάχη της Ζαγορίτσανης.
Συνέχεια ημερολογίου.
«Ως γράφομεν ανωτέρω, το υπό τον αρχηγόν Στέφον Μάλλιον
Ελληνομακεδονικόν σώμα αποχωρισθέν του Βάρδα, μετά του οποίου
συνέπραξε κατά της Ζαγορίτσανης, μετέβη εις τα Καστανοχώρια.
Την περαιτέρω δράσιν του σώματος τούτου αφηγείται επίσης εις το
ημερολόγιόν του ο καπετάν Ηλίας Δεληγιαννάκης και του ημερολογίου
τούτου, του όσον αφελούς όσον και φιλαλήθους, παρέχομεν ήδη την
συνέχειαν.
« Σ ' αυτά τα μέρη, γράφει ο καπετάν Δεληγιαννάκης, ελημεριάσαμε
ήσυχοι ως τα τέλη του Απριλίου.
Εκείνες τις ημέρες ο αρχηγός απεφάσισε να πάμε στα Βουλγαροχώρια
που είναι κάτω από το βουνό «Όρλια». Τα Βουλγαροχώρια αυτά ήτανε το
Ιζερέτς, οι Λαβράδες και Οσνιτσα. Είχαν γείνη βουλγαρικά διά της βίας, και
έπρεπε να τα φέρουμε πάλι με το Πατριαρχείο.
Στας 30 Απριλίου ευρισκόμαστε έξω από το Ιζερέτς.
Είδαμε κάτι τσοπάνους 5-6 και πήγαμε να τους πιάσουμε για να μας
οδηγήσουν μέσα στο χωριό. Οι τσοπάνοι όμως μας κατάλαβαν πριν τους

87
πλησιάσουμε και τόσκασαν. Τους κυνηγήσαμε με 3-4 παιδιά, αλλά τίποτε.
Τόβαλαν κατά πόδα και όταν μπήκαν στο Ιζερέτς, είπαν ότι ήρθανε κλέφτες
για να κλέψουν τα πρόβατα.
Εμείς καταλάβαμε τότε, ότι σε λίγο θάνοιγε το τουφέκι με τους
Κομίτες και πιάσαμε καλά μέρη.
Πράγματι σε μισή ώρα φάνηκαν απ' το χωριό καμμιά δεκαριά
κομιτατζήδες ωπλισμένοι με επαναληπτικά και τους ακολουθούσαν άλλοι
35 χωρικοί, άνθρωποι και αυτοί του κομιτάτου καλά ωπλισμένοι.
Εμείς είχαμε γκράδες και γιαταγάνια και θα είμαστε ως σαράνταπέντε.
Μόλις μας είδαν, έπιασαν κάτι βράχους κατά τη ράχι του βουνού και
ήρχισαν να μας ρίχνουν.
Ο αρχηγός διατάσσει τότε εμένα και τον Κατσαπράγκα. Τον ελέγαμε
έτσι στο σώμα, μα το αληθινό του όνομα ήτο Παπαϊωάννου και ήτον
υπαξιωματικός παρητημένος και καλό παλληκάρι.
Μας διατάσσει λοιπόν να πάμε με είκοσι παιδιά και να τους βάλουμε
στη μέση. Το άλλο σώμα με τον καπετάνιο και τον Γκούτα θα έμενε απάνω
στη ράχι.
Αυτό έγεινε αμέσως.
Κατεβήκαμε σκυφτά - σκυφτά για να πιάσουμε μέρος ανάμεσα σ'
αυτούς και στα βουλγαροχώρια. Αυτοί μας έρριχναν, αλλά δεν
απαντούσαμε.
Σε λίγο πιάσαμε κάτι βράχια και τους αρχίσαμε ομαδόν εμείς από κάτω
και οι άλλοι απ' επάνω.
Εκεί δα σκοτώθηκε ο καϋμένος ο Παπαϊωάννου.
Όταν αρχίσαμε το τουφεκίδι, ο Παπαϊωάννου δεν μπορούσε να
διακρίνη το μέρος που ήταν χωμένοι οι κομίτες. Γιατί είχαν πιάση αυτοί
καλά βράχια. Ανασηκωνότανε κάθε στιγμή για να ιδή, ενώ εμείς οι άλλοι
ρίχναμε πρηνηδόν.
Τους είχαμε βλέπετε απ' επάνω τους κομίτες, και είμαστε λίγο άσχημα.
-Μα πούνε μωρέ; ρώταγε ο μακαρίτης, ένα παιδί Σπύρο Καπάλη, που
ήτανε ξαπλωμένο εκεί δίπλα μου. Πούνε; δεν βλέπω.
-Εκεί δα καπετάνιε, μέσα στα βράχια που βγαίνει ο καπνός, τούδειχνε
κείνος.
Αλλά ο Παπαϊωάννου ήτο ανασηκωμένος.
-Πέσε χάμου, μωρέ καπετάνιε, θα βαρεθής, του φωνάζω.
Δεν είχα προφθάσει να το τελειώσω, και ενώ σήκωνε το κεφάλι,
τούρχεται μια σφαίρα από κάτω απ' το δεξί μάτι και του χώνεται στο μυαλό.
Έπεσε χάμω και άρχισε το βογγητό. Μα δεν ξεψύχαγε.
Ερρίχναμε ακόμα επί μιάμιση ώρα. Έξαφνα σε μια στιγμή οι κομίτες
πάψανε το τουφέκι.
Τους ρίχνομε. Δευτερώνουμε τις μπαταρίες. Τίποτε.
Κυττάμε απάνω, κάτω, πουθενά. Σηκωνόμαστε, ψάχνουμε στο μέρος
που είχαν πιάσει. Δεν ήταν εκεί.

88
Είχαν φύγει φαίνεται από ένα μονοπάτι που κατέβαινε απ' άλλο μέρος
του βουνού μέσα σε μια ρεμματιά. Και απ' εκεί χάθηκαν, όπως μάθαμε
κατόπιν απ' αυτούς, κτυπήθηκε ένας σοβαρώς, ο οποίος και πέθανε το
βράδυ και δύο άλλοι ελαφρότερα.
Επίσης μάθαμε θετικά κατόπιν, ότι μέσα στο Ιζερέτς, όταν
κτυπιόμαστε με τους Βουλγάρους, είχε κάνει σταθμό ένα απόσπασμα από
20 νιζάμηδες. Αλλ' αυτοί ήσαν κουρασμένοι και ούτε κουνηθήκανε
καθόλου απ' το χωριό, δυο ώρες που έπεφταν ή τουφεκιές. Μας άφησαν να
τα ξεδιαλύνουμε μονάχοι μας, όπως έλεγαν.
Αφού χάσαμε τους κομίτες, γυρίσαμε πάλι στο μέρος που είχε σκοτωθή
ο Παπαϊωάννου, ότε ξεψύχαγε με ένα βογγητό που έσκιζε βράχια. Είχε
πάρει μολύβι στο μυαλό και βάσταξε δύο ώρες. Παλληκάρι σπάνιο και
καλός σύντροφος. Τον έκλαψε η καρδιά μας.
Τον εθάψαμε σ' ένα πλάϊ εκεί στο βουνό, μέσα σε μια γούβα. Με τα
μαχαίρια εβγάλαμε χώμα για να του ρίξουμε απ' επάνω.
Επεράσαμε δύο τρεις φορές από κείνο το μέρος αργότερα και του
ανάψαμε λιβάνι. Το μνήμα του ήταν απείραχτο.
Οι κομιτατζήδες που ήταν στα τρία αυτά Βουλγαροχώρια και οι
χωρικοί έμαθαν, ότι σκοτώθηκε ένα παιδί δικό μας σ' εκείνην τη συμπλοκή.
Και κατάλαβαν ότι εμείς δεν εννοούσαμε να παίξουμε αν δεν παρεδίδοντο
και εγύριζαν με τα Πατριαρχεία.
Γράφουν λοιπόν ένα γράμμα στον Αρχηγό που έλεγεν ότι ήσαν
αδελφοί μας, ότι είναι πρόθυμοι να γυρίσουν, να γείνουν χριστιανοί και
άλλα πολλά.
Από κάτω απ' αυτά είχαν βάλει για υπογραφή τα ονόματα των τριών
χωριών «Ιζερέτς, Λοβράδες και Όσνιτσα».
Ο αρχηγός όταν έλαβε αυτό το γράμμα ευχαριστήθηκε πολύ. Δεν
ηθέλησε κανένας μας ποτέ να δούλεψη το τουφέκι για να γυρίσουν χωριά
βουλγαρικά με τα Πατριαρχεία. Και όταν δουλέψαμε, για κείνους μόνο που
ήσαν κομιτατζήδες το κάμαμε.
Ευχαριστηθήκαμε κ' εμείς γι' αυτή τη στάσι των χωρικών.
Ο καπετάν Μάλλιος τους έγραψε τότε για απάντησι ότι αυτός και τα
παλληκάρια του δεν πήγε εκεί απάνω για να κάψη και να φέρη την
καταστροφή και το φονικό, αλλά για να πείση και να συμφιλίωση εκείνους
που ήταν αδέρφια κ' εγείνηκαν εχθροί για τους Βουλγάρους τους
κακούργους.
Μας έστειλαν κατόπιν και άλλα γράμματα κ' εμείς τους εστείλαμε.
Πάντα μας έλεγαν ότι είναι πρόθυμοι να γυρίσουν. Ελέγαμε κ' εμείς εκείνες
τις ημέρες να πάμε να πατήσωμε τα χωριά.
Μία μέρα έξαφνα μας έρχεται ένα γράμμα, που μας φάνηκε σαν
αστροπελέκι.
Ήτανε πολύ καλά γραμμένο, τώχανε συντάξει καλά, και έλεγε ότι οι
χωρικοί και οι κομιτατζήδες δεν μας δέχονται στα χωριά τους, γιατί εμείς

8 9
είμαστε σαν τον Ηρώδη που έσφαζε τα μωρά παιδιά, και άλλες κατηγορίες,
όπως έλεγε ο Αρχηγός.
Αυτά όλα θα τα είχε γράψει ο Κυριάζος, ο αρχηγός των κομιτατζήδων,
που ήτανε διδάσκαλος στην Όσνιτσα.
Θυμάμαι ότι μόλις εδιάβασε αυταίς της βρισιαίς ο αρχηγός επνίγηκε
από θυμό.
-Εμείς να τους λέμε να γείνουν χριστιανοί, και αυτοί να μας βρίζουν!
Άμα είδεν ο καπετάν Μάλλιος αυταίς της ατιμίαις της βουλγαρικαίς,
απεφάσισε να γυρίση τα χωριά με το τουφέκι.
-Θα πάμε να πιάσουμε, μας είπε, την Όσνιτσα που είναι και το σπίτι
αυτού του κομίτη του Κυριάζου. Αν δεν παραδοθούν και γυρίσουν με το
Πατριαρχείον και υπογράψουν ότι είναι Έλληνες, θα τους περάσωμε από το
τουφέκι.
Εφυλάξαμε να περάσουν λίγες ημέρες ακόμη, γιατί πέρναγε στρατός
απ' εκείνα τα μέρη και δεν ηθέλαμε να συναντηθούμε.
Στας 13 Ιουνίου λοιπόν μια ώρα νύκτα ακόμη, κατεβήκαμε και
μπλοκάραμε την Όσνιτσα.
Άμα παρεδίδετο αυτή, τάλλα δυο Βουλγαροχώρια θα την
ακολουθούσαν. Γιατί σ' αυτήν είχαν το αρχηγείον τους οι κομίτες.
Εμείς εμπλοκάραμε το χωριό, που είχε ως 100 σπίτια και ο αρχηγός με
τον Γκούτα και 6-7 παλληκάρια επροχώρησαν μέσα.
-Τράβηξαν ίσα στο σπίτι του Κυριάζου.
Όταν έφθασαν από κάτω, του φωνάζει ο αρχηγός.
-Παραδοθήτε, γιατί είσθε χαμένοι!
Ο Κυριάζος τότε με τους άλους κομίτες βγαίνει στο παράθυρο και του
αποκρίνεται.
«Αρχηγέ, καπετάν Στέφο, είμασθε αδέρφια σας. Έχουμε και τουφέκια
και φυσίγγια για να αντισταθούμε, μα δεν το κάνουμε, γιατί δεν βαστάει η
καρδιά μας να βαρέσωμε τ'αδέρφια μας. Ούτε σεις πάλι θα το κάνετε
αυτό.»
Εννοείται, ότι εκείνην τη στιγμή οι κομίτες ήσαν περισσότεροι και
ωχυρωμένοι και ειμπορούσαν εύκολα να χτυπήσουν τον αρχηγό και τον
Γκούτα με τα 6-7 παιδιά. Μα σκέφτηκαν τι τους περίμενε έπειτα.
Αλλά και ο αρχηγός δεν ήθελε να δούλεψη το τουφέκι να γυρίσουν τα
χωριά. Δεν είχαν κάνει κανένα κακούργημα στους δικούς μας,και οι κομίτες
δε που ήσαν εκεί με τον Κυριάζο, ήσαν εντόπιοι που είχαν γείνη Βούλγαροι
και ήταν μόνο για φρουρά.
Αφού άκουσε αυτά ο αρχηγός τους λέει.
-Παραδοθήτε και δεν σας πειράζουμε.
-Έχετε μπέσσα; ρωτάει ο Κυριάζος.
-Έχουμε μπέσσα τίμια, λέει ο αρχηγός.
-Μπέσσα για μπέσσα!

9 0
-Μπέσσα για μπέσσα! Απαντάει ο καπετάν Μάλλιος, και μας
διατάσσει με τη σάλπιγγα να ανοίξουμε τον πλόκο. Ανοίξαμε αμέσως και
τραβηχτήκαμε όλοι σ' ένα ύψωμα, όπου σε λίγο ήρθε και ο αρχηγός με τον
Γκούτα και μας είπαν όλα αυτά που έγειναν. Σε λίγο βλέπουμε τους κομίτες
με τον Κυριάζο μπροστά και όλο το χωριό απ' οπίσω να έρχωνται προς
εμάς.
Οι κομίτες, είχαν και τα όπλα τους μαζή, μας επλησίασαν ως εκατό
μέτρα και εκεί σταθήκανε.
Τότε ο αρχηγός μας τους επλησίασε μόνος του. Του λέγαμε μάλιστα
εμείς, γιατί ξέρουμε της Βουλγαρικαίς ατιμίαις, να μη πάη μοναχός τους.
Αλλ' αυτός επέμενε.
Όταν είδανε οι Βούλγαροι τον καπετάν Μάλλιο να πλησιάζη,
εστάθηκαν στη γραμμή.
Ο Κυριάζος ο αρχηγός τους διέταξε τους κομίτες βουλγάρικα.
-Φέρτε αρμ!
-Παρουσιάστε.
Επαρουσίασαν όπλα στον αρχηγόν μας, και αυτός τους εχαιρέτησε
στρατιωτικός.
Έπειτα κάτι τους είπε, για το συμφέρον που είχαν να γυρίσουν με τα
Πατριαρχεία και κατόπιν επήρε ιδιαιτέρως τον Κυριάζον και καθήσανε σ'
ένα βράχο όπου μιλήσανε επί μίαν ώρα.
Εκεί τα συμφωνήσανε όλα και υπέγραψαν πρωτόκολλο της
παραδόσεως και ότι θα είναι πια όπως ήταν πρώτα Έλληνες όλοι και
Χριστιανοί.
-Αυτά έγειναν στας 14 του Ιουνίου, και την ίδια ημέρα εφύγαμε
απ'εκεί, περάσαμε έξω από το Δίσλαππο, ένα Τούρκικο χωριό, και μάλιστα
από ένα Οθωμανικόν τεκέ (Μοναστήρι), αγοράσαμε ψωμί και τυρί, και
τραβήξαμε κατά το Παλαιοκρημίνι.
Είχε γείνη όμως πολύ σούσουρο σ' αυτά τα μέρη για μας εκείνες της
ημέρες, γιατί γυρίσαμε τα Βουλγαροχώρια. Ο στρατός μας είχε καταλάβει,
εδούλεψε και η προδοσία, και έτσι μας έβαλε στο ποδάρι. Στας 15 είχαμε
λημεριάσει στο Παληοκρημίνι σε μια ράχη.
Ήταν απόγευμα και ένα από τα παλληκάρια του σώματος, Μακεδών,
Ζήκος ήταν το όνομα του, εζήτησε την άδεια από τον αρχηγό να πάη για
καμμιά-δυο μέρες στο χωριό του που ήταν εκεί δα κοντά, να ιδή τη γυναίκα
του και τα τρία του παιδιά.
Επέμενε πολύ και ο Αρχηγός του έδωσε την άδεια.
Τώχε η μοιρά του του κακορροίζικου να ζητήση την άδεια εκείνην την
ώραν. Δεν πρόφθασε να ιδή τα παιδιά του. Μόλις επήρε ένα μονοπάτι για να
κατέβη στο χωριό του, φάνηκαν από πάνω καμμιά εκατοστοί Τούρκοι
στρατιώται και προτού να προφθάση να κρυφθή, τούστειλαν μια μπαταρία.
Έπεσε εκεί δα και εκεί τον θάψαμε αργότερα.

91
Εμείς μόλις είδαμε αυτό, ετρέξαμε και πιάσαμε κάτι βράχους, γιατί
καταλάβαμε πού θ' άνοιγε το τουφεκίδι.
Οι Νιζάμηδες, οι οποίοι ήσαν 110 με ένα Γιούσμπαση, χώθηκαν μέσα
σε κάτι οξυές που ήταν εκεί απάνω στη ράχι. Θα ήταν η ώρα 4 1/2 το
απόγευμα.
Αυτοί μας ρίχνανε, μα εμείς δεν τους βλέπαμε εκεί που ήταν χωμένοι.
Τραβούσαμε και εμείς εκεί που έβγαινε καπνός και ότι γίνη ας γίνη. Η μάχη
εβάσταξε ως τας 8 1/2 νύκτα.
Τότε εβάρεσεν η σάλπιγγα τους να παύση το πυρ. Και έπαυσαν.
Τους ρίξαμε και εμείς δυο φοραίς ακόμη, και όταν είδαμε ότι δεν
απαντούσαν, τους αφήκαμε.
Αμέσως επήραμε ένα μονοπάτι και ετραβηχτήκαμε κατά τα μέρη του
Μπουρμπουτσικού, ενώ ο στρατός τράβηξε κατά τη Σαμαρίνα, νοτιοδυτικά
από εμάς, γιατί έτσι είχε πληροφορηθή από κάτι Σαμαρινιώτες, που στο
δρόμο τους είχαμε πιάσει εμείς πιο μπροστά και τους ρωτάγαμε για να
γελάσουμε και αυτούς και το στρατό που θα τους έπιανε κατόπιν, αν
υπάρχουν στη Σαμαρίνα μαχαιράδες για να φκιάξουμε μαχαίρια.
Και έτσι ξεφορτωθήκαμε αυτή τη συνοδεία, η οποία όμως μας
φορτώθηκε πάλι στο Δέντσικο.
Επηγαίναμε κατά το Δέντσικο για ν' αποφύγουμε το στρατό, αλλά δεν
το πιτύχαμε. Όταν βρισκώμαστε κατά τη Ζέρμα μιάμιση ώρα επάνω από το
Ελληνικό χωριό Δέντσικο, μας πρόδωσαν σε καμμιά εικοσαριά
χωροφύλακες, που είχαν στάθμευση στη φούρκα.
Οι χωροφύλακες τότε ειδοποίησαν το στρατό. Ο στρατός που είχε
φθάση πια στη Σαμαρίνα εγύρισεν ευθύς αμέσως. Εμάζεψε δε και όσους
άλλους στρατιώτας εύρεν εις τα γύρω χωριά.
Έτσι αφού έγειναν όλοι ως 250 μας έβαλαν στο ποδάρι.
Είχαμε λημεριάση μια ώρα έξω από το Δέντσικο στα πλάγια του
βουνού.
Έξαφνα τους είδε το καραούλι νάρχωνται επάνω μας. Θα ήτανε κατά
το μεσημέρι.
Το μέρος που είχαμε πιάσει ήταν προφυλαγμένο. Δεν θα μας εύρισκαν
δε αν δεν εγενότανε κοντά στην πρώτη και άλλη προδοσία.
Η δεύτερη όμως αυτή προδοσία ήταν άθελη. Ο στρατός καθώς
ερχότανε έπιασε στο δρόμο τον οδηγό που μας είχεν οδηγήσει σε κείνο το
καλό λημέρι. Τον έβαλαν οι νιζάμιδες στης κοντακιαίς και τον ηνάγκασαν
να μαρτυρήση το λημέρι.
Το καραούλι τους είδε σε απόστασι ως εκατό μέτρα.
Τότε ο αρχηγός διατάσσει να φύγωμεν από κει και να πιάσωμε τη ράχη
το ταχύτερο. Αυτό και έγεινε. Εκάμαμε όμως είκοσι λεπτά να φθάσωμε εκεί
επάνω. Ο στρατός σ' αυτό το διάστημα είχε χωρισθή στα δύο. Το ένα μέρος
εβάδιζε κατά το λημέρι, που είχαμε αφήση. Το άλλο εδοκίμαζε να πιάση τη
ράχη.

92
Δεν επήραν καν χαμπάρι ότι φύγαμε από κει. Αφού όταν είχαμε πιάση
τη ράχη, τους είδαμεν αδειάζουν μπαταρίες μέσα στο λημέρι μας. Ρίχνανε,
ρίχνανε, κάμανε θάλασσα τα κλαριά και της πέτρες!
Το άλλο μέρος που ερχότανε κατά τη ράχη και αυτό χαμπαράκι δεν
είχε. Ενόμιζε ότι η ράχη ήταν απάτητη.
Όταν μας επλησίασε, του ρίξαμε εμείς από τα μετερίζια μας, και κάτι
Αρβανίτες στρατιώτες μας φώναζαν ελληνικά.
-Μη τουφεκάτε ρε, μη τουφεκάτε.
Όταν κατάλαβαν καμμιά φορά τι είχαν πάθει, ήταν αργά. Το τουφεκίδι
είχε ανάψει στη ράχι του βουνού, και έδινε μολύβι και έπερνε κορμί, ως τη
νύκτα στας 9 η ώρα.
Όπως εμάθαμε κατόπιν από τους στρατιώτας, εκεί απάνω στη ράχη
σκοτώθηκαν 30. Όταν έπαψε το τουφέκι και μετρηθήκαμε, δεν έλειπε κανείς
από μας.
Διακόσιοι πενήντα στρατιώτες και εμείς 45 μονάχα επολεμούσαμε 8
ώρας και δεν πήρε ένας μια σφαίρα.
Και σ' αυτή τη μάχη εφάνηκε άλλη μια φορά η ανδρεία του αρχηγού
μας και η αγάπη που έχει για το σώμα. Ολόρθος εκεί δα απάνω μας, χωρίς
να φυλάγεται, όπως και ο καπετάν Γκούτας, μας έδινε τας διαταγάς και
επολεμάγαμε.
Εγώ που είχα πιό θάρρος του λέω σε μια στιγμή.
-Δεν πέφτετε κάτω, αρχηγέ; πρέπει να φυλάγεστε.
-Μη φοβάσαι, μωρέ Ηλία, και αυτοί δεν ξέρουν να παίζουν, μου
αποκρίνεται και έμεινε όρθιος ως που έπαψε η μάχη.
Θυμάμαι, όταν άρχισε να νυκτώνη, δεν βλέπαμε τους Τούρκους και δεν
ξέραμε που να βαρούμε.
Ρίχναμε και εμείς «φωτιά στη φωτιά», δηλαδή όπου βλέπαμε φωτιά,
βαρούσαμε.
Η αλήθεια είναι πως οι στρατιώται πολλές φορές δυσκολεύονται να
χαλάνε το ραχάτι τους για να κυνηγούνε εμάς στα κατσάβραχα.
Και μάλιστα αφού δεν τους βλάπτουμε, ούτε ζημιώνουμε κανένα.
Ο ζαπτιές θέλη να υπηρέτηση και να πάη στο σπίτι του να ησυχάση.
Το τομάρι του το θέλει, μα ο αντάρτης σου λέει «όπου γη και τάφος».
Όταν έπαψε λοιπόν το τουφέκι, εμείς κατεβήκαμε από το πίσω μέρος
της ράχης και γυρίσαμε πάλι πίσω απ' εκεί που είχαμε έλθη, και είχε περάση
και στρατός. Το κάμαμε για ν' αποφύγουμε το στρατό. Και το πιτύχαμε.
Αυτοί νόμισαν ότι εξακολουθήσαμε το δρόμο μας, και τράβηξαν κατά τη
Λαψίστα.
Όταν καταλάβαμε πως ο στρατός μας έχασε, γυρίσαμε πάλι πίσω,
περάσαμε απάνω από το Δέντσικο και τραβήξαμε κατά την Πλιάστη της
Αλβανίας.
Ήτο πρώτη φορά που έμπαινε σώμα Ελληνομακεδόνικο στην
Αλβανία. Εκεί πια δεν έχουμε να κάμουμε με Βουλγάρους, αλλά με κάτι

93
Κουτσόβλαχους που παίρνουν μισθό και λένε ότι είνε Ρουμάνοι. Αυτοί
εργάζονται όλο με λίρα. Είναι διάφοροι διαδάσκαλοι και άνθρωποι της
Ρουμανίας που γυρίζουν τα χωριά και τα πληρώνουν για να λέγουν ότι είναι
Ρουμανικά. Άλλοι τους διώχνουν, μα άλλοι φτωχοί άνθρωποι, βλέπετε, οι
χωριάτες παίρνουν τα λεπτά.
Μόλις σουρούπωνε, είμαστε απάνω από την Πλιάστη και
ελημεριάσαμε στο βουνό.
Ήταν 20 Ιουλίου. Μια ώρα νύκτα κατεβήκαμε στο χωριό.
Αυτό το χωριό ήταν διχασμένο. Οι μισοί κάτοικοι έμειναν Έλληνες, οι
άλλοι μισοί έλεγαν ότι είναι φίλοι με τους Ρουμάνους, εδιάβαζαν ρουμανικά
βιβλία στην εκκλησία τους, και άλλα πολλά.
Μόλις πατήσαμε στο χωριό, τραβήξαμε μπροστά στην εκκλησιά, και
εκεί καλέσαμε όλους τους χωρικούς, τον παππά, το δάσκαλο και την
επιτροπή. Αυτοί οι τελευταίοι ήσαν όλοι φίλοι με τους Ρουμάνους.
Ο αρχηγός τότε διέταξε και τούφεραν όλα τα ρουμανικά βιβλία.
Εκκλησιαστικά, άλλα που διάβαζαν τα παιδιά, άλλα που είχε στο σπίτι του ο
δάσκαλος, όλα τα μάζεψε ο αρχηγός σ' ένα σωρό εκεί δα μπροστά του και
τους έβαλε φωτιά.
Έπειτα ο αρχηγός ρωτάει τον παπα και την επιτροπή.
-Γιατί, μωρέ, αφού πάππον προς πάππον είσθε Έλληνες με το
πατριαρχείο, λέτε πως είσθε Ρουμάνοι και διαβάζετε ρουμανικά;
Αυτοί είπαν κάτι να δικαιολογηθούν, πως τους εγέλασαν αυτοί. Δεν
θέλαμε να τους τουφεκίσουμε, γιατί δεν είχαν μεταχειρισθή το τουφέκι κι'
αυτοί για να γυρίσουν το μισό χωριό, ούτε είχαν κάνει κακουργήματα.
Ο αρχηγός όμως θύμωσε πολύ γι' αυτά που έλεγαν, και τους αρχίζει
στο ξύλο. Τους δώσαμε κ' εμείς με τον βούρδουλα και στην επιτροπή και
στο δάσκαλο, που θα μας ενθυμούνται για πάντα.
Τότε τους λέει ο αρχηγός.
-Να μη μάθω μωρέ πως λέτε πια ότι είσθε Ρουμάνοι, γιατί θα σας
περάσω στο τουφέκι ένα ένα. Ότι ήτανε ο πατέρας σας είσθε και σεις.
Έλληνες είσθε, και αυτό πρέπει να τώχετε για υπερηφάνεια. Δεν πουλάει
κανένας την πατρίδα του.
Έπεσαν τότε στα πόδια του Αρχηγού και έδωκαν όρκον πως θα
μείνουν Έλληνες. Το δάσκαλο τον διώξαμε απ' εκεί την ίδια νύκτα. Κατά τα
ξημερώματα φύγαμε κ' εμείς και τραβήξαμε κατά τα Γράμμοστα»
Ενταύθα διακόπτομεν την συνέχειαν του ημερολογίου του Έλληνος
οπλαρχηγού, ίνα εξιστορήσωμεν την μέχρι της εποχής ταύτης δράσιν και
των άλλων Ελληνομακεδονικών σωμάτων.
Γ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ. Ο Ηλίας Αεληγιαννάκης
Του καπετάν Ηλία Δεληγιαννάκη τα κατορθώματα μέχρι τέλους του
1907 εξιστορήσαμεν ήδη, αλλ' η δράσις του ακαταπόνητου αυτού

94
αρματωλού δεν εσταμάτησε παρά μόνον όταν ο Μακεδόνικος αγών
ετερματίσθη ένεκα της πολιτειακής μεταβολής, η οποία συνέβη εις την
Τουρκίαν.
Και δεν είνε τούτο παράδοξον, διότι ο Ηλίας Δεληγιαννάκης από της
εφηβικής του ηλικίας δεν αφήκε περίστασιν, καθ' ην να μη προσφέρη
εαυτόν εις την υπηρεσίαν της πατρίδος.
Και όχι μόνον αυτός και οι πρόγονοι του Δεληγιαννάκη υπηρέτησαν
εξόχως τα εθνικά συμφέροντα, ο δε πατήρ αυτού Ιωάννης Βασούλης
Δεληγιαννάκης ήτο γενικός αρχηγός του Δυτ. Τμήματος Ρεθύμνης κατά την
περιώνυμον επανάστασιν του 1866 - 1869.
Επίσης ο αδελφός του διακεκριμένου αυτού πατριώτου Κανάκης Ιω.
Δεληγιαννάκης υπήρξε αρχηγός του αυτού Δυτ. Τμήματος κατά την
Κρητικήν επανάστασιν του 1896 - 1897.
Κατά την τελευταίαν ταύτην επανάστασιν ο νεαρός τότε Ηλίας
επεδείξατο τοιαύτην διαγωγήν, ώστε τότε έλαβε και τον τίτλον του
οπλαρχηγού ως αποδεικνύουν τα εξής έγγραφα.
Το Προεδρείον της Επαναστατικής Συνελεύσεως των Κρητών.
Προς τον Κύριον
Ηλίαν I. Δεληγιαννάκην εκ του χωρίου Αργυρουπόλεως
της Ρεθύμνης
Κύριε,
Συνεπεία των υπέρ Πατρίδος εκδηλώσεων υμών, της γενναιότητος και
ανδρείας ην επεδείξατε εις το πεδίον της τιμής κατά την ένδοξον
Επανάστασιν του 1896, απονέμομεν υμίν τον βαθμόν του Σωματάρχου.
Όθεν σοι αναγγέλομεν τούτο και σε συγχαίρομεν επί τη τιμή ταύτη.
ΕνΒάμω 1 Σ)βρίου 1896.
Ο Πρόεδρος Οι Αντιπρόεδροι
Μ. Ρ. ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ I. ΓΕΝΕΡΑΛΗΣ
ΣΤΥΛ. ΒΑΡΔΑΚΗΣ
ΙΩΑΝ. ΚΑΛΟΓΕΡΗΣ
Λ. Ν. ΛΙΩΝΑΚΗΣ
Ο Γεν. Γραμματεύς
I. Γ. ΛΕΚΑΝΙΔΗΣ
Το Αρχηγείον της Επαρχίας Ρεθύμνης
Προς τον Κύριον
Ηλίαν I. Δεληγιαννάκην εκ του χωρίου Αργυρουπόλεως
της Ρεθύμνης.

95
Κύριε,
Συνεπεία των προς την Πατρίδα υπηρεσιών σας κατά τας
επαναστάσεις του 1896 και 97 της γενναιότητος και ανδρείας ην επεδείξατε
καθ' όλας τας μάχας, ως και του ανδραγαθήματος σας φονεύσαντες τον
αρχηγόν των Ρεθυμνίων Τούρκων Χαλήλ Αγά, απονέμομεν υμίν τον
βαθμόν του σωματάρχου και σε συγχαίρομεν επί τη τιμή ταύτη.
Ο αρχηγός της επαρχίας Ρεθύμνης Οι υπαρχηγοί
Ιωάννης Φασουλής Δεληγιαννάκης Σταυριανός Μπίρης
Κανάκης I. Δεληγιαννάκης
Χαράλ. Αανδρής
Εκ των ανωτέρω εγγράφων αποδεικνύεται ποιος υπήρξε κατά την
Κρητικήν εκείνην Επανάστασιν ο καπετάν Ηλίας, αλλά τοιούτος ων δεν ήτο
βεβαίως δυνατόν να δειχθή κατώτερος εν Μακεδονία.
Τούτο αποδεικνύουν τα επίσημα ταύτα έγγραφα.
ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΛΟΝΙΚΟΝ ΚΟΜΙΤΑΤΟΝ (αριθ.7)
Σώμα Στεφ. Μαλλιού
Πιστοποιητικόν.
Ο υποφαινόμενος Στεφ. Μάλλιος, αρχηγός των εν Καστοριά και
Καστανοχωρίοις Ελληνικών σωμάτων, βεβαιώ ότι ο Ηλίας I.
Δεληγιαννάκης, εκ του χωρίου Αργυρουπόλεως της Κρήτης, κατετάχθη εις
το υπ' εμέ σώμα περί τα μέσα Δεκεμβρίου του 1904.
Ακολουθήσας δε ως διοικητής τμήματος (οπλαρχηγός) τον εν
Μακεδονία αγώνα μέχρι σήμερον και λαβών ενεργόν μέρος εις την εν
Ζαγορίτσανη σύγκρουσιν προς τους Βουλγάρους την 25 Μαρτίου, εν
Ιζερέτς προς τους κομιτατζήδες την 30 Απριλίου κατά την Οσνίτσανην
είσοδον του Σώματος την 13ην Ιουνίου, εις την εν Παλαιοκρεμίνι μάχην
προς τον Τουρκικόν στρατόν την 15ην του ιδίου μηνός, εις την εν Δετσίκω
μάχην προς τον Τουρκικόν στρατόν την 27ην του ιδίου και εις την εν
Πλιάσσα της Αλβανίας είσοδον του Σώματος την 20ην Ιουλίου, και αψηφών
τον θάνατον και απαντάς τους κινδύνους και καθημερινός περιπέτειας, προ
των οποίων το Σώμα ευρισκόμενον εν εχθρικώ εδάφει υφίσταται διαρκώς,
επέδειξε διαγωγήν χαράκτηρίζουσάν τον αυτόχρημα γενναίον, ψυχραιμίαν

96
δε και πειθαρχίαν δυναμένην ν' ανύψωση τον ειρημένον, άνευ της
ελαχίστης υπερβολής, ως τον πατριωτικώτερον των ανδρών.
Εν Μακεδονία, 30 Ιουλίου 1905.
Ο αρχηγός
υπ. ΣΤΕΦ. ΜΑΛΛΙΟΣ
Εν Μακεδονία 30 Ιουλίου 1905
Προς
Τον κύριον Ηλίαν I. Δεληγιαννάκην
Οπλαρχηγόν
Αγαπητέ μοι καπετάν Ηλία,
Επιβληθείσης της εις την ιδιαιτέραν υμών πατρίδα ενδόξου επανόδου
σου χάριν υπέρτατης ανάγκης, ην αναγνωρίζω, δεν δύναμαι ή να εκφράσω
και διά της παρούσης τα εγκάρδια και ειλικρινή συγχαρητήρια μου διά την
αυταπάρνησιν και γενναιότητα, ην καθ' άπασαν την δράσιν του σώματος
επεδείξατε ως οπλαρχηγός, τιμήσαντες πραγματικώς διά της ανδρείας σας
το όνομα της Κρήτης, και τα ευχαριστήρια εμού τε και των συντρόφων
απάντων, οίτινες λυπούμενοι επί τω αποχωρισμώ αγαπητού και γενναίου
συντρόφου, εύχονται δι' εμού αίσιον ταξείδιον και ευτυχή την παρά τη
οικογένεια σου επάνοδον.
Μεθ' υπολήψεως πολλής και αδελφικών ασπασμών.
Ο αρχηγός των εν Βοδενοίς Ελληνικών Σωμάτων
ΣΤΕΦ. ΜΑΛΛΙΟΣ
ΕΑΑΗΝΙΚΟΝ ΜΑΚΕΑΟΝΙΚΟΝ ΚΟΜΙΤΑΤΟΝ
(Εν ονόματι του Παντοδυνάμου Θεού και της Πατρίδος)
Προς τον κύριον
Ηλίαν I. Δεληγιαννάκην, οπλαρχηγόν.

97
Η έκθεσις του αρχηγού κ. Στεφ.Μαλλιού και αι πληροφορίαι, τας
οποίας πανταχόθεν έλαβε το Κομιτάτον περί υμών, μας έπεισαν ότι η
διαγωγή σας καθ' όλον το διάστημα, καθ' ο ηγωνίσθητε εν Μακεδονία,
υπήρξεν αξιοθαύμαστος διά την ευγένειαν του χαρακτήρος σας, τον
πατριωτισμόν σας, την καρτερίαν και αφοσίωσίν σας εις το έργον, διά τα
οποία δικαίως πιστοποιεί ο αρχηγός σας, ότι υπήρξατε ο πατριωτικότερος
των ανδρών.Διά τας αρετάς σας ταύτας σας κατέταξεν εις τας τάξεις του
μεταξύ των μονίμων οπλαρχηγών αυτού και σας συγχαίρομεν ως άνδρα
άξιον του υψηλού σκοπού, υπέρ του οποίου αμύνεται το Έθνος.
Αθήναι, 25 Αυγούστου 1905
Εν ονόματι του Ανωτάτου Συμβουλίου του Ελλην. Μακεδόνικου Κομιτάτου.
Περικλής Α. Αργυρόπουλος
Δημ. Οικ. Καλαποθάκης
Π. Γ. Πολίτης
ΕΛΑΗΝΙΚΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΚΟΜΙΤΑΤΟΝ
(Εν ονόματι του Παντοδυνάμου Θεού και της Πατρίδος)
Προς τον κύριον
Ηλίαν I. Δεληγιαννάκην, οπλαρχηγόν.
Αποδεχόμενοι ευχαρίστως την πρόθυμον υμών προσφοράν όπως
μετάσχητε του εν Μακεδονία εναντίον των Βουλγάρων αμυντικού αγώνος
και λαμβάνοντες υπ' όψιν τας προσγεινομένας εν τω αγώνι τούτω
υπηρεσίας σας, σας διορίζομεν Οπλαρχηγόν εν τω τμήματι Μοναστηρίου.
Αθήναι, 21 Σεπτεμβρίου 1906.
Εξ ονόματος του Ανωτάτου Συμβουλίου του Μακεδόνικου Κομιτάτου.
Δημ. Οικ. Καλαποθάκης
Περικλής Αργυρόπουλος
Ε. Παπαλαζάρου
Κύριον Ηλίαν I. Δεληγιαννάκην
Οπλαρχηγόν.

98
Αγαπητέ φίλε καπετάν Ηλία,
Εις άκρον ευχαριστήθην εκ της αυτόθι αφίξεώς σας, ως και εκ της
καλής εκτελέσεως της πρώτης σας και διά το έτος τούτο εργασίας εν
Μακεδονία, σας εύχομαι δε και εν τω μέλλοντι πάσαι αι εργασίαι σας να
στεφθώσιν ούτω υπό επιτυχίας, να συνδέσητε το όνομα σας με τας
λαμπρότερας πράξεις εν Μακεδονία και σεις και όλοι οι υφ' υμάς. Τας
καλιτέρας συστάσεις έχω περί υμών παντός άλλου οπλαρχηγού από τας
Αθήνας περί της νοημοσύνης σας, περί της δραστηριότητος σας, περί της
αγάπης, ην έχετε προς το έργον και περί όλων σας εν γένει των άλλων
αρετών. Ελπίζω αδιστάκτως, ότι πολύ καλώς θέλετε διεξαγάγει και
διαπεραιώσει το ανατεθέν εις σας έργον. Σας πληροφορώ όμως, ότι το έργον
σας είναι πολύ δύσκολον. Χωρία της περιφερείας σας είναι φανατικά
βουλγαρικά και εντός αυτών ελαχίστους έχομεν εν τω κρυπτώ ιδικούς μας,
άλλα χωρία είνε ανάμικτα έχοντα Έλληνας (εν ταυτώ) και φανατικούς
Βουλγάρους, άλλα χωρία είνε γεμάτα προδοτών, και εν γένει εις το
διαμέρισμα σας η θέσις του Ελληνισμού όχι μόνον δεν είναι ξεκαθαρισμένη,
αλλά και λίαν αμφίβολος. Πρέπει διά συστηματικής και επιμελούς εργασίας
τα μεν αμφίβολα χωρία διά κτυπημάτων συνεχών να γείνωσι τελείως ιδικά
μας, οι δε προδόται να ξεκαθαρισθώσιν, τα δε φανατικά βουλγαρικά χωρία
διά συστηματικών και επανειλεμμένων κτυπημάτων να γείνωσιν ελληνικά.
Τούτο απαιτεί το συμφέρον του Ελληνισμού σήμερον. Ενθυμηθήτε, ότι η
χώρα, ην οι άγριοι και θρασύδειλοι Βούλγαροι διεκδικούσιν, ήτο προ
ολίγων ετών αποκλειστικώς ιδική μας χώρα, κληρονομιά μας από τον
καιρόν που εκτίσθη ο κόσμος και ότι οι θρασύδειλοι ούτοι διά της βίας και
της δολοφονίας την μετέτρεψαν και την έκαμαν βουλγαρικήν. Εις σας
εναπόκειται, εις την ανδρείαν σας, εις την νοημοσύνην σας, εις την
φρόνησιν και φιλοπατρίαν σας να επαναφέρετε το δίκαιον υπέρ ημών και να
παραδώσητε την Μακεδονίαν εις τας χείρας της Ελλάδος πάλιν ελληνικήν
χώραν.
Περί όλων των λεπτομερειών, λεπτομερείς πληροφορίας και οδηγίας
θα σας δώση και θα σας δίδη και εις το μέλλον το Κέντρον Φλωρίνης, το
οποίον είνε καλώς πληροφορημένον και το οποίον εκτελεί πάντοτε και
ενεργεί τας διαταγάς τας ιδικάς σας. Τούτο θα σας στείλη και τα
κρυπτογραφικά τα νέα λεξικά κατά διαταγήν μου, τα οποία θα
μεταχειρίζεσθε. Σας συνιστώ να είσθε προς τους χωρικούς τους ιδικούς μας
και γενικώς προς εκείνους τους οποίους δυνάμεθα διά του λόγου να
επαναφέρωμεν εις την ευθείαν οδόν, γλυκύς και διδακτικός, να περιποιήσθε
δε όσον δύνασθε αυτούς. Η πειθαρχία και η υπομονή είνε η καλιτέρα
εγγύησις διά την επιτυχίαν του έργου, όπερ πρόκειται να διεξαγάγητε, διά
τούτο σας συνιστώ να κρατήτε πάντοτε τους υφ' υμάς εν αυστηρά

9 9
πειθαρχία, να μη επιτρέπητε παρεκτροπάς, ν' αγαπάτε δε όλους τους υφ'
υμάς ως αδελφούς. Δύνασθε πάντοτε δι' όλας τας ανάγκας να απευθύνεσθε
άνευ δισταγμού και προς εμέ και προς το εν Φλωρίνη Κέντρον. Τον Δόγρην
και τους άνδρας του να κρατήστε μαζί σας, όπως και όλους τους άνδρας
όπου έχετε τώρα μαζί σας, και τοιουτοτρόπως να είνε εις το μέλλον
συγκεντρωμένον το σώμα σας. Η περιφέρεια σας θα είνε από Φλωρίνης
μέχρι Κλεισούρας, ανατολικώς θα εκταθήτε όσον δύνασθε, δυτικώς δε
μέχρι Κορεστίων.
Σας εύχομαι με την βοήθειαν του Θεού να περατώσετε το έργον σας.
Μοναστήριον 15 Οκτωβρίου 1906 Σας ασπάζομαι αδελφικώς
Α. Κ.
Ο αρχηγός Γρηγόριος Ζάκας
Προς τον Οπλαρχηγόν
Ηλίαν Δεληγιαννάκην
Εις Μακεδονίαν.
Αγαπητέ,
Επί μακρόν χρόνον υπηρετήσας υπό τας διαταγάς μου, απέδειξες
τοσαύτα και τοιαύτα προσόντα, ώστε προς μεν τον αρχηγόν σου να παρέχης
άκραν εμπιστοσύνην, εις δε την Εθνικήν υπηρεσίαν πεποίθησιν περί της
αγνότητος των αισθημάτων σου και της μετά ζήλου ιερού εκπληρώσεως της
αποστολής σου. Καθήκον δ' εγώ ηγούμαι επιβαλλόμενον, όπως
αποχωριζόμένος σήμερον εκ λόγων υπηρεσιακών εκφράσω υμίν τε και τους
υπό σε ανδράσι τα εγκάρδια μου συγχαρητήρια και την ευχήν όπως μετά
του αυτού ζήλου εξακολουθήσητε εργαζόμενοι υπέρ του ιερού αγώνος.
Καλήν αντάμωσιν.
Μακεδονία 10 Ιουνίου 1907
Ο αρχηγός
Γρηγόριος Ζάκκας
Ελληνομακεδονικόν Σώμα Γρ. Ζάκκα.
Νομός Μοναστηρίου.
Πιστοποιητικόν.
Πιστοποιώ ότι ο εκ Ρεθύμνης της Κρήτης οπλαρχηγός Ηλίας I.
Δεληγιαννάκης υπηρετήσας υπό τας διαταγάς μου από τας αρχάς Σ)βρίου
π.ε. μέχρι σήμερον επεδείξατο τοιαύτην συμπεριφοράν και διαγωγήν, ήτις
είναι αξία θαυμασμού. Μετά προθυμίας, ταχύτητος και θρησκευτικής
ευλάβειας εξετέλει τας διαταγάς μου, πεπροικισμένος υπό γενναιότητος και
αυτοθυσίας. Τοιούτοι οπλαρχηγοί εμπνέοντες εις μεν την υπηρεσίαν την
ελπίδα της μετ' αφοσιώσεως εκτελέσεως της ανατιθέμενης αυτοίς
αποστολής, προς δε τους αρχηγούς την πεποίθησιν καλού, γενναίου και
αφωσιωμένου συντρόφου, εισίν άξιοι εθνικού θαυμασμού και καλλιτέρας
τύχης.

100
Εν γένει μετά παρρησίας πιστοποιώ ότι ούτος τυγχάνει εις των
ιδιανικοτέρων οπλαρχηγών του αγώνος.
Μακεδονία 27 Σ)βρίου 1907
Ο αρχηγός
Γρηγ. Ζάκκας
ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ (αριθ. 185)
Εσωτερική οργάνωσις
Το εν Μακεδονία εδρεύον Ανώτατον Εθνικόν Κέντρον.
Πιστοποιεί ότι
Ο εξ Αργυρουπόλεως της Κρήτης Ηλίας I. Δεληγιαννάκης υπηρετήσας
ως οπλαρχηγός επί δεκαεπτά (17) μήνας, απέρχεται σήμερον εις τα ίδια τη
συγκαταθέσει ημών αποκομίζων τας ευχαριστίας του Ανωτάτου ημών
Κέντρου. Ούτος κατά το διάστημα της υπηρεσίας του επέδειξεν ανδρείαν,
ενθουσιασμόν και φρόνησιν αντάξιας της μεγάλης υποθέσεως υπέρ ης
ηγωνίσθη, ιδιαιτέρως δε διεκρίθη διά την μετ' αυταπαρνήσεως εκτέλεσιν
των διαταγών των ανωτέρων του. Τα προσόντα του ταύτα επιβάλλουσι την
χρησιμοποίησίν του εις τον αγώνα ημών, εις τους εις αυτόν ασχολούμενους
και εις το μέλλον.
Επί τούτοις εκδίδεται το παρόν
Μακεδονία 5 Μαρτίου 1908
(Τ.Σ.) Ελληνομακεδονικόν Κομιτάτον εν Μακεδονία.
Κόρθος.
ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΚΟΜΙΤΑΤΟΝ
Εν ονόματι του Παντοδύναμου θεού και της Πατρίδος.
Πιστοποιητικόν
Ο οπλαρχηγός Ηλίας I. Δεληγιαννάκης, Κρης την πατρίδα, δις εις
Μακεδονίαν εξελθών,το μεν πρώτον υπό τον αρχηγόν Στεφ. Μάλλιον ως
οπλαρχηγός και είτα υπό τας διαταγάς του Κέντρου Μοναστηρίου ως
Αρχηγός, τυγχάνει εις εκ των ανδρών εκείνων, οίτινες μετ' απαράμιλλου
ζήλου και αυταπαρνήσεως τον Μακεδονικόν αγώνα εξυπηρετήσαντες την
εθνικήν ευγνωμοσύνην απεσπάσαντο. Εκ των πολλών δε αξιών θαυμασμού
πράξεων αυτού η τούτον εξαιρούσα και εις την πρώτην γραμμήν των εν
Μακεδονία εναγωνιζομένων τάσσουσα είνε η διά των ενεργειών αυτού
συντελεσθείσα επάνοδος των Καστανοχωρίων εις τα πάτρια.
Αθήνησι τη 9η Απριλίου 1908
Εν ονόματι του Ανωτάτου Συμβουλίου του Μακεδόνικου Κομιτάτου.
Κούγκης.

 

ΦΩΤΟ


1) Σφραγίδες Αντάρτικων σωμάτων
α) Ηλία I. Δεληγιαννάκη (άνω και κάτω)
β) Μάρκου I. Δεληγιαννάκη (κέντρον)
2) Υπογραφή Μάρκου Δεληγιαννάκη (κέντρον)

101
Τοιούτος ο θαυμάσιος ανήρ, του οποίου θα ιστορήσωμεν τας κατά τους
πρώτους μήνας του 1908 εθνικάς εργασίας.
Ο καπετάν Ηλίας Δεληγιαννάκης κατά τον Ιανουάριον μήνα
συνηντήθη με τον καπετάν Λάζον Αποστολίδην, έντιμον και γενναίον
οπλαρχηγόν καταγόμενον από το χωρίον Ζουπάνι, το απέχον μίαν και
ημίσειαν ώραν της Καστοριάς.
Όταν συνηντήθησαν οι καπεταναίοι ούτοι, απεφάσισαν να μεταβούν
και κτυπήσουν το σχισματικόν χωρίον Ίγγλιμπε, το οποίον μεγάλα
πράγματα παρείχεν εις την Ελληνικήν υπόθεσιν κατά την περιφέρειαν
εκείνην.
Το σχισματικόν αυτό χωρίον κείται μεταξύ Καστοριάς και Χρουπίστης,
δηλαδή δύο μερών, εις τα οποία διέμενον ισχυρά στρατιωτικά
αποσπάσματα.
Η επιχείρησις λοιπόν την οποίαν εμελέτων οι Ελληνομακεδόνες ήτο εις
άκρον επικίνδυνος και διά τούτο αλλά και διότι το Ίγγλιμπε ήτο αληθής
φωλέα των κομιτατζήδων.
Ουχ ήττον η απόφασις ελήφθη.
Την 4 Φεβρουαρίου οι Ελληνο μακεδόνες ενήργησαν την εισβολήν εις
το καταδικασμένον χωρίον.
Οι Ελληνομακεδόνες ενήργησαν την εισβολήν αιφνίδιαν και
ορμητικήν, αλλά φαίνεται ότι οι κομιτατζήδες είχον προειδοποιηθή παρά
προδοτών και είχον λάβη τα μέτρα των.
Όντως μόλις οι Ελληνομακεδόνες εισήλθον εις το χωρίον, τους
υποδέχθησαν ραγδαίοι πυροβολισμοί εκ διαφόρων οικιών εκπεμπόμενοι.
Συγχρόνως όμως και τρομεροί πάταγοι εκρυγνυμένων χειροβομβίδων
ηκούσθησαν.
Οι εκδικηταί εν τοσούτω δεν ωπισθοχώρησαν, αλλ' ολονέν
επροχώρουν εις τα ενδότερα του χωρίου.
Πολλά από τα παλληκάρια κατώρθωσαν και έθεσαν πυρ εις οικίας
τινάς.
Ούτω ήρχισαν φλόγες ερυθραί να καταυγάζουν το χωρίον.
Οι κομιτατζήδες μόλις ήρχισαν αναφαινόμεναι αι πρώται πυρκαϊαί
κατενόησαν ότι δεν ήτο δυνατόν να αποβή υπέρ αυτών η συμπλοκή και
μερικοί εξ αυτών ήρχισαν να φεύγουν έξω του χωρίου.
Οι λοιποί όμως εξηκολούθησαν ν' αμύνωνται λυσσωδώς.
Είχον ήδη φονεύση δύο εκ των εκδικητών και τραυματίση ετέρους δύο.
Αλλά και το πυρ των Ελληνο μακεδόνων υπήρξε θανατηφόρον διά τους
Βουλγάρους.
Είχε παρέλθει μία και ημίσεια ώρα και η συμπλοκή εξηκολούθει
κρατερά.
Αίφνης όμως ηκούσθησαν πυροβολισμοί ραγδαίοι έξωθι του χωρίου.
Τα καραούλια των Ελληνο μακεδόνων συνεπλέκοντο.

102
Οι οπλαρχηγοί τότε ενόησαν ότι θα είχε καταφθάσει στρατός, και
συγκεντρωθέντες, εξήλθον όπως υποστηρίξουν τους συντρόφους των
καραουλιών και κατορθώσουν να διασωθούν.
Οι αποτελούντες τα καραούλια όντως διέφευγον, διότι ο στρατός ο
καταφθάσας ήτο ολιγάριθμος.
Είχεν έλθει από τον μικρόν στρατιωτικόν σταθμόν του Τίκφεσι.
Τούτο όμως δεν παρέσυρε τους Ελληνο μακεδόνας να επιτεθούν κατά
του στρατού και τους βλάψουν σημαντικώς, διότι μετ' ολίγον θα έφθανον
αναμφιβόλως νέα ισχυρά σώματα από την Καστορίαν και την Χρούπισταν.
Διά τούτο τα Ελληνομακεδονικά σώματα απεσύρθησαν και έλαβον την
προς το δάσος ανωφέρειαν.
Μετ' ολίγον, μόλις εξημέρωσε, κατέφθασαν δύο λόχοι στρατού, αλλά
δεν εύρον κανένα πλέον.
Και οι λησταντάρται είχον φύγει προ πολλού από το Ίγγλεμπε.
Τα στρατιωτικά αποσπάσματα από την Χρούπισταν, την Καστορίαν
και το Λεφίστι εξήλθον προς καταδίωξιν των σωμάτων επί τινας ημέρας,
αλλά κατόπιν ηναγκάσθησαν ν' αποσυρθούν εις τους σταθμούς των, ένεκα
του υπερβολικού ψύχους των ημερών εκείνων.
Ο καπετάν Ηλίας μετά την πράξιν του Ίγγλεμπε απεχωρίσθη του
καπετάν Λάζου και έκαστος με τα παλληκάρια του έλαβον άλλην
διεύθυνσιν.
Μετά τινας ημέρας όμως συνηντήθησαν και πάλιν εις το Βογατσικόν.
Εκεί ο καπετάν Δεληγιαννάκης έλαβεν επιστολήν του Κέντρου, διά της
οποίας ενετέλλετο να μεταβή εις το χωρίον Βλάτσι και επαναφέρη τους
κατοίκους αυτού εις την ευθείαν οδόν.
Και όντως οι Βλατσιώται, οι οποίοι άλλοτε ειργάζοντο μετά ζήλου
υπέρ των δικαίων του Ελληνισμού, από τίνος χρόνου είχον περιέλθη εις
έριδας και διχόνοιας.
Ένεκα τούτου ο ζηλός των εχαλαρώθη εντελώς και η επιτροπή η
αποτελούσα το Κέντρον της Οργανώσεως διά την περιφέρειαν κατηργήθη
αφ' εαυτής, μηδενός υπακούοντος αυτήν.
Οι Βούλγαροι παρηκολούθουν πάντα ταύτα και ήρχισαν δραστηρίως
διά χρημάτων και άλλων πειστικών μέτρων να προσπαθούν να
προσελκύσουν εις το μέρος των Μπλατσιώτας.
Και υπήρχον πληροφορίαι, ότι αι βουλγαρικαί αύται ενέργειαι ήρχισαν
να έχουν επιτυχίας.
Ούτω το Μπλάτσι εκινδύνευσε να μεταστή εις το Σχίσμα, αν όχι εξ
ολοκλήρου, ίσως όμως κατά το ήμισυ.
Ο καπετάν Ηλίας έσπευσε τότε προς το χωρίον.
Εύρε τα πάντα παραλυμένα και εκάλεσε πάραυτα τους προκρίτους και
τους λοιπούς χωρικούς και τους εξώρκισεν εις το όνομα της Πίστεως και της
Πατρίδος να συμφλιωθούν και να προσπαθήσουν ως και πρότερον να
εργασθούν υπέρ των εθνικών δικαίων ως καλοί και φιλότιμοι πατριώται.

103
Οι Μπλατσιώται ήκουσαν μετά προσοχής τους λόγους του οπλαρχηγού
και υπεσχέθησαν ότι θα μεταβάλλουν τακτικήν.
Μετά ταύτα ο κεπετάν Ηλίας διώρισε νέαν επιτροπήν και ανεχώρησεν
από το Μπλάτσι.
Η πορεία του υπήρξεν επίπονος και ένεκα των δύσβατων μερών, τα
οποία ήτο υποχρεωμένος να διέλθη και ένεκα της τρομερός κακοκαιρίας.
Και η πορεία αύτη παρ' ολίγον να στοίχιση εις αυτόν την ζωήν, διότι
προσεβλήθη υπό περιπνευμονίας και δεν θα εσώζετο, αν έλειπεν ο ιατρός
Καρύδης, ο οποίος αψηφών πάντα κίνδυνον έσπευσεν επανειλημμένως εις
το λημέρι του καπετάν Δεληγιαννάκη και τον ενοσήλευσε.
Ο αυτός φιλόπατρις ιατρός έσπευδε παντού όταν ήκουεν, ότι υπήρχον
ασθενείς ή τραυματισμένοι εκδικηταί και τους εθεράπευε, πολλούς δ' εξ
αυτών έσωσεν εκ βεβαίου θανάτου.
Ο καπετάν Δεληγιανάκης μόλις αναρρώσας εσκέφθη πλέον ότι έπρεπε
να επανέλθη εις τα ίδια, όπως αναπαυθή, αλλά τότε επληροφορήθη, ότι τα
όπλα του αρχηγού Λίτσα (Βλαχάκη) και του οπλαρχηγού Λεωνίδα
Πετροπουλάκη ευρίσκοντο εις χείρας Τούρκων τινών και εφιλοδόξησε να τα
παραλαβή και να τα παραδώση εις τας οικογενείας των.
Οι Τούρκοι ούτοι ευρίσκοντο εις το χωρίον Λεψίστι και κατώρθωσε δι'
απειλών και χρηματικών αμοιβών να τους απόσπαση τα όπλα και τα
μεταφέρη εις Αθήνας, όπου και τα παρέδωκεν εις τας οικογενείας των
ηρώων.
( Τέλος λήματος απο την «Ιστορία του Μακεδόνικου Αγώνος»)
ΕΓΓΡΑΦΑ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΏΝ ΑΡΧΕΙΟΝ ΗΛΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
Παραθέτουμε τέλος τα ακολουθούντα 3 έγγραφα. Και το μεν πρώτον
δεν αναγράφει όνομα οπλαρχηγού, για λόγους προνοίας την εποχή εκείνη.
Το δεύτερο αποτελεί ευχαριστήριο έγγραφο των κατοίκων του Βογατσικού..
Το τρίτο, τέλος αποτελεί έμμετρον επιτάφιον λόγον υπό Κ. Ε. Ανδριανάκη.
Α. ΕΓΓΡΑΦΟΝ ΧΩΡΙΟΥ ΚΟΤΟΡΙ.
Σήμερον ελάβαμεν την υπογραφήν σας και εμάθαμεν τα γραφόμενά
σας, ότι εμείνατε και ιδού όπου έρχομεν εις το ίδιον μέρος και σας
περιμένομεν. Επροχτές επεριμέναμε έως η ώρα 8 και δεν ήλθατε εις το ίδιον
μέρος, όπου επεριμέναμεν τον οπλαρχηγόν Σήμον εκεί.
Οι επίτροποι του χωρίου Κοτόρι. Ηλίας Βασιλείου. Σας φιλώ
30/10/06
Β. ΕΓΓΡΑΦΟΝ ΧΩΡΙΟΥ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟΥ.
Εν Βογατσικώ τη 12η Μαΐου 1913

104
Επίτιμε κ. Ηλία Δεληγιαννάκη
Εάν η αναγνώρισις των μεγάλων υπηρεσιών, ας οι εν τη περιφέρεια της
πατρίδος ημών από της 17ην Οκτωβρίου μέχρι της 1ης Νοεμβρίου δράσαντες
αρχηγοί και οπλαρχηγοί προσήνεγκον εις τον εθνικόν αγώνα επιβάλλεται
ημίν, λόγω ευγνωμοσύνης, των υπηρεσιών ιδία υμών η αναγνώρισις,
μάλλον επιβεβλημένη καθίσταται. Καθήκον δε στοιχειώδες ηθέλομεν
παραλίπη, εάν την αναγνώρισιν ταύτην και δι' επιστολής ημών δεν
ανομολογούμεν.
Ζωηραί έτι διατελούσιν ερίτιμε κύριε, εν τη μνήμη πάντων ημών η εκ
της κατά την 16ην Οκτωβρίου γενομένης καταστροφής της ημετέρας
πατρίδος εντύπωσις και η φρικώδης των ανά τα όρη την εαυτών σωτηρίαν
διά της εσπευσμένης φυγής υπό βροχήν σφαιρών ζητούντων γυναικόπαιδων
απόγνωσις. Της απογνώσεως ταύτης ως παρήγορον άγγελον την επιούσαν
της καταστροφής του Βογατσικού εν εκδεδηλωμένη χαρά εδέχετο εις τα
αγκάλας αυτού υμάς και το υμέτερον γενναίον σώμα, παρ' ου την
απαλλαγήν αυτού από του ζυγού της δουλείας μετά βεβαιότητος
ήλπιζεν.Ούτως δε την βεβαιότητα ταύτην δεν εβράδυναν ακεραίαν να
καταδείξωσιν η σώφρων πολιτεία και η ακαταγώνιστος ανδρεία μεθ' ων τας
εναντίον των Τούρκων παρά την γέφυραν του Αλιάκμονος ως και εν
Κωσταραζίω κατά την 17, 18, 19, 20 και 21 Οκτωβρίου διεξαχθείσας μάχας
μετά λελογισμένης φρονήσεως και στρατιωτικής εμπειρίας διευθύνατε. Διά
της ανομολογίας δε ταύτης δεν θέλομεν να μειώσωμεν την αξίαν των
λοιπών αρχηγών και οπλαρχηγών, παρ' ων όμοιον προς το υμέτερον
ανεμένομεν το ενδιαφέρον υπέρ της σωτηρίας του Βογατσικού, όπερ από το
1904 εκθύμως υπέρ του αγώνος ειργάσθη. Μείζονα όμως υποχρέωσιν
θεωρούμεν όπως την υμετέραν δράσιν, ως όντως αξίαν παντός επαίνου
ανομολογήσωμεν, καίτοι διά της ανομολογίας ταύτης θίγομεν την
φιλοτιμίαν υμών, ούτινος την εκπλήρωσιν του καθήκοντος καθ' όλον τον
αγώνα επεδιώξατε άνευ πάταγου.
Διαβεβαιούντες δε ότι εσαεί θα διατελώμεν μνήμονες της
ακαταγωνίστου ανδρείας υμών και του υπέρ της πατρίδος ημών θερμού
ενδιαφέροντος, παρακαλούμεν όπως δεχθήτε την έκφρασιν της προς υμάς
εξαίρετου υπολήψεως μεθ' ης διατελούμεν πρόθυμοι.
+ Ο εν Βογατσικώ αρχιερατικός επίτροπος του Αγίου Σισάν και
πρόεδρος της Επιτροπής Οικονόμος (υπογραφή).
+ Πρωθιερεύς Μιχαήλ, μέλος της επιτροπής Ιωάννης Α. Βαδροχάννης
Σφραγίδες: Α. Κοινότητος Βογατσικού, Β. Ελληνικών Σχολείων Βογατσικού.

105
Γ. ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ.
Απαγγέλθηκε την 23 Μάιου 1918, κατά το γενόμενο στην
Αργυρούπολι Ρεθύμνης μνημόσυνο, στο κενοτάφιο του φονευθέντος την 19
Μαΐου 1918 στο Σκρα Ηλία Δεληγιαννάκη, από τον Κ. Ε. Ανδρεαδάκη.
Παρευρίσκοντο ο επίσκοπος Ρεθύμνης Ιερόθεος, ο ιερεύς Αγίου
Κωνσταντίνου Βασίλειος, οι αδελφοί του νεκρού Κανάκης και Γεώργιος και
πλήθος κόσμου.
 ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΗΛΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
 Υπό Κ.Ε. Ανδρεαδάκη
 
 Σαν τρικυμίας ναυαγό, σαν έρημο, σαν ξένο
 Εις τα προχώματα τ' εχθρού σαν ηύραν σκοτωμένο
 τον πιόμορφο, τον πιο τρανό της Κρήτης καπετάνιο
 Με ματωμένο το σπαθί στο στήθος του επάνω
 τον έπιασαν τον έβαλαν στο νεκροκρέβατό του
 Το τιμημένο το σπαθί στ' αριστερό πλευρό του.
 Δεν βρέθη τότε συγγενής τα μάτια του να κλείση
 Ούτε γυναίκα η αδελφή να τον παρηγόρηση.
 Έπρεπε Ηλία να βρεθή η δυστυχής γυνή σου
 Και να σου βάλη βάλσαμο εις την στερνή πληγή σου.
 Έπρεπ' Ηλία να βρεθούν τα δύο τα παιδιά σου
 Να δώσουνε παρηγοριά στην πατρική καρδιά σου
 Και να των δώσης συμβουλή πατρίδα ν' αγαπούνε
 Και για του Έθνους την τιμή πάντα να πολεμούνε
 Αλλά .... Του ήρωος παιδιά ήρωες θα γενούνε.
 Για της πατρίδος την τιμή πάντα θα πολεμούνε.
 Έπρεπ' Ηλία να βρεθούν τα τρία σου τ' αδέλφια
 Να δώσουνε βοήθεια στα τιμημένα χέρια
 Που τίμησες τόσο πολύ αυτούς και τη γενιά σας όλη
 Και στην πατρίδα έφερες μια τιμημένη σκόλη.
 Έπρεπ' Ηλία να βρεθούν οι δόλιες αδελφές του
 Φωνή να βάλλουν δυνατή εις τις στερνές στιγμές σου
 Και να ραΐσουν τα βουνά, το Σκρά η Λαγκοβάρη
 Γιατ' έχουν τέτοιο αδελφό και τέτοιο παλληκάρι.
 Αλλ' ήτο φαίνεται γραφτό αήμνειστε Ηλία
 Το σώμα σου για να ταφεί εις τη Μακεδονία
 Αλλ' ήτο φαίνεται γραφτό να σε δεχτή το χώμα
 που τόσο φύλαγε καλά τ' αέτειον σου όμμα.
 Επότισε το αίμα σου το χώμα που προδόθη

106          
 Από προδότη βασιλιά. Που πρώτα ελευθερώθη
 Με αίματα Ελληνικά και με τον Κυβερνήτη
 Πούγινε κι' ανατράφηκε στη δοξασμένη Κρήτη
 Επότισε το αίμα σου τη γη που θα βλάστηση
 Το δένδρο της Ελευθέριας το χώμα που θ' ανθίση
 τα άνθη που θα ράνουνε του τάφου σου το χώμα
 Και θ' απλωθή η Λευτεριά εντός ολίγ' ακόμα
 Με της θαλάσσης τον αφρό με του βοριά τα νέφη
 Σου στέλνουν χαιρετίσματα ως και αύτα τα βρέφη
 Γιατ' έπεσες μαχόμενος για την ελευθέρια τους
 Κι' ευγνωμοσύνη αιώνια θα μένη στην καρδιά τους
 Κι' ευχόμεθα εις τον θεό πάντα να σ' αναπαύη
 Εκεί που κάθε στεναγμός και κάθε λύπη παύει.
 Γαίαν έχεις ελαφράν αείμνηστε Ηλία Δεληγιαννάκη.

107

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΣΟΥ ΒΑΣΟΥ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ  Η΄ ΒΑΣΟΥΛΗ)
Α. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Μανούσος Βάσου Δεληγιαννάκης ή Βασούλης (γιος του Βάσου και
κατά παραφθοράν Φασουλής), ήταν ένας από τους 7 γιους του Βάσου
Βαρδουλέ ή Δεληγιαννάκη, ανηψιός των Δεληγιαννάκηδων του Ασφένδου
(ή Μπίκηδων), αρχηγών Ρεθύμνης του 1821 - 30 και του στρατηγού
Μανούσου Βαρδουλέ ή Δεληγιαννάκη, της Ανωπόλεως Σφακίων
(Β αρδουλο μανούσου).
Γεννήθηκε στο Ασφένδου Σφακίων και μετώκησε με την πατρική
οικογένεια στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης το 1843 αφού οι Τούρκοι είχαν
καταστρέψει όλη την πατρική περιουσία στο Ασφένδου και Βουβά
Σφακίων, λόγω συμμετοχής του πατέρα και τριών μεγαλύτερων αδελφών
του στην επανάσταση του 1838 (ή «κίνημα του Μπικοστρατή», από τον
θείο του, εξάδελφο του πατέρα του, που την υποκίνησε).
Αδελφός του ήταν ο Ιωάννης Βάσου Δεληγιαννάκης ή Βασούλης,
αρχηγός Ρεθύμνης στις επαναστάσεις 1866-68 και 1897 και ανηψιοί του οι
Μακεδονομάχοι Κανάκης και Ηλίας Δεληγιαννάκης και ο Ηπειρομάχος
Μάρκος.
Απόγονοι του ήσαν, από τους Δεληγιαννάκηδες της Αργυρουπόλεως
Ρεθύμνης η οικογένεια του γιου του Μάρκου (παππού του γράφοντος), οι
Δεληγιαννάκη δες ή Φασουλάκηδες της Σμύρνης (από τους γιους του Νίκο
και Στέλιο) και από κόρες του (Ειρήνη Γαγάνη και Μαριγώ Κοκολάκη) μία
οικογένεια Γαγάνη και μία Κοκολάκη, στα Μετόχια Ρεθύμνης (απόγονοι
των Γαγάνηδες, Καλλιτσουνάκηδες, Ξηράδες και Κοκολάκηδες,
Μαραγκουδάκηδες, Φραντσεσκάκηδες, Σαμψών, Πολάκηδες και
Γαγάνηδες, αντίστοιχα).

Β. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Έφτασαν στον γράφοντα σαν προφορική παράδοσις από τον πατέρα
μου Στέλιο, εγγονό του Μανούσου.

108
Α. Πώς παντρεύτηκε
Εργάσθηκε κάποια εποχή σε καλοστεκούμενη οικονομικά οικογένεια
των Μετοχιών Ρεθύμνης, που είχε μεταξύ των μελών της μια πολύ όμορφη
και έξυπνη κοπέλα. Είναι προφανές ότι και αυτός, που αναφέρεται σαν
ωραίος άνδρας, δεν άφησε ασυγκίνητη την κοπελιά, (το ονομά της μάλλον
Ελένη).
Όταν τελείωσαν οι δουλειές, έφυγε "ξεχνώντας" το ράσο του (=κάπα
κρητική) στο σπίτι της κοπελιάς. Ειδοποιήθηκε γι' αυτό αργότερα από τον
πατέρα της ότι ξέχασε το ράσο του και να περάση να το πάρη. Εκείνος όμως
απάντησε ότι δεν το ξέχασε, αλλά το ράσο είχε θέσι εκεί. Ο υπαινιγμός ήταν
σαφής και προκάλεσε την αντίδραση του εργοδότη του, που δεν ήθελε να
δώση την κόρη του σε οικονομικώς υποδεέστερον. Όμως τα αισθήματα της
κόρης από τη μια και οι συμβουλές των φίλων ότι ήταν αφροσύνη να
συγκρουσθή με μία τόσο ονομαστή οικογένεια, έκαμψαν τις αντιρρήσεις
του πατέρα και ο γάμος έγινε.
Β. Πώς σώθηκε η ζωή του
Είχε ξενητευθή, για να ενισχύσει προφανώς τα οικονομικά του, και είχε
προσληφθεί στη Βασιλική φρουρά των Αθηνών της ελεύθερης πατρίδος. Η
οικογενειακή του προέλευσις και τα σωματικά του προσόντα βοήθησαν σ'
αυτό. Ένα πρωΐ στην επιθεώρηση της Μονάδος, ο λοχαγός του, εξ' αιτίας
της καταστάσεως ενός κουμπιού στη στολή του, τον παρατήρησε και τον
χαστούκισε. Αβάσταχτη προσβολή για Κρητικό και γόνο ιστορικής
οικογένειας. Αντανακλαστικά ετράβηξε το σπαθί του και αποκεφάλισε το
λοχαγό του. Καταδικάστηκε σε θάνατο και περίμενε την εκτέλεση του. Η
έξοχη όμως σε ομορφιά, γλυκύτητα και φυσική ευγένεια σύζυγος του, δεν
θέλησε να δεχθή αμαχητί τη μοίρα της.
Πήρε το δρόμο, έφθασε στην Αθήνα και ζήτησε ακρόαση από τη
Βασίλισσα Όλγα. Εκείνη τη δέχθηκε. Δύο ώρες την κράτησε κοντά της, μη
χορταίνοντας να ακούη τη μελίρρυτη και ευγενέστατη Κρητικιά. Και
χάρισε τη ζωή στον Μανούσο της. Την παρακάλεσε μόνο η Βασίλισσα
Όλγα, να πηγαίνη καμιά φορά να της κρατά συντροφιά.
Το ανδρόγυνο απεχώρησε από την Ελλάδα για την Κρήτη και η
ευεργετηθείσα δεν μπόρεσε να ξαναδή την Βασίλισσα. Μεγάλο και δύσκολο
ταξίδι για κείνη την εποχή.

109
Είναι αυτή η ονομαστή για την ομορφιά, εξυπνάδα και φυσική ευγένεια
γυναίκα, που κληροδότησε σε πολλούς από τους απογόνους της, κυρίως των
Μετοχιών, Ρεθύμνης και Κάτω Βαρσαμόνερου, την υπέροχη φυσική
ευγένεια, καλοσύνη και αγάπη προς τους συγγενείς, που ήδη έχουν φθάσει
στα τρίτα εξαδέλφια μεταξύ τους και με μερικά βλαστάρια στα τέταρτα.

 

ΦΩΤΟ

 

Προτομή του Στρατή Δεληγιαννάκη (ή Μπικοστρατή)
στο Φραγκοκάστελλο
(Μέριμνα και δαπάνη του συγγραφέως του παρόντος)


ΦΩΤΟ


Μνημείο ηρώων της οικογένειας Δεληγιαννάκηδων με 15 ανάγλυφες μορφές
καπετάνιων της οικογένειας, που καλύπτουν ιστορία διακοσίων ετών
απελευθερωτικών αγώνων.
Στο χωρίο ΒΟΥΒΑΣ ΣΦΑΚΙΩΝ
Μέριμνα και δαπάνη του συγγραφέως του παρόντος.


ΦΩΤΟ

Οικογενειακό νεκροταφείο της οικογένειας Δεληγιαννάκηδων στην
ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ Ρεθύμνης με 5 ανάγλυφες μορφές των ενταφιασμένων εκεί
5 καπετάνιων, ιστορίας 100 ετών απελευθερωτικών αγώνων.
Μέριμνα και δαπάνη του συγγραφέως του παρόντος.

 


ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ

Σελίδες 31 μέχρι 70 από το βιβλίο του Υποστρατήγου Ιατρού Ηλία Δεληγιαννάκη. 

 

3 1
φάση και να συνοδεύει με σώμα 300 ανδρών σαν κρυφή φρουρά ασφαλείας
τους 200 αντιπροσώπους των Σφακιών, που κωλυσιεργούσαν τον Ισμαήλ
Αγά Κουντούρη, που στις 10 και ξανά στις 25 Μαΐου 1821 επιχείρησε να
τους πείσει να παραδώσουν τα όπλα των Σφακιών ειρηνικά, σε μια
προσπάθεια των Τούρκων να εμποδίσουν τη συμμετοχή της Κρήτης στην
επανάσταση που ήδη από διμήνου εξελισσόταν «στο Μωριά, τη Νύδρα και
τις Σπέτσες». Ήταν αυτός που έστειλαν οι κρυμένοι κι' εδήλωσε πως δεν θα
παραδώσουν τα Σφακιά τα όπλα τους, την ώρα που διαπραγματευόταν ο
Ισμαήλ με τη φανερή Σφακιανή αντιπροσωπεία για τρίτη φορά στις 11
Ιουνίου 1821. Λυσασμένος ο Ισμαήλ εγύρισε στο Ρέθυμνο να συγκεντρώσει
στρατό κι' όταν εγύρισε να πατήσει τα Σφακιά δέχθηκε τις άμεσες επιθέσεις
των έτοιμων Σφακιανών, με πρωταγωνιστές από αυτή τη φάση τους
Δεληγιαννάκηδες του Ασφένδου, στις 17 Ιουνίου 1821.
Στις 24 Ιουνίου δίνει αυτός χέρι στο σερασκέρη των Τούρκων, σαν
άνθρωπος κοινής εμπιστοσύνης, για συνομολόγηση ανακωχής, στην
περιοχή Σπηλίου, Αγίου Βασιλείου.
Στις 10 Απριλίου 1822 στην επίθεση των επαναστατών με το Γάλλο
Βαΐεδίχα για κατάληψη του φρουρίου της Ρεθύμνης, τον βρίσκουμε να
επισημαίνει στον Βαΐεδίτα να μην απομακρύνεται από το άλογο του, γιατί
κάποιες παρατηρήσεις του στις κινήσεις τμήματος των επαναστατών τον
έβαλαν σε υποψία ότι θα υποχωρούσαν από κάποια θέση. Εκείνος όμως
έτρεχε εδώ και εκεί, ενθαρύνοντας τους μαχόμενους. Έτσι, όταν μετά 5
ώρες μάχης άρχισαν να υποχωρούν, ο υπηρέτης του Βαΐεδίχα ετράπη σε
φυγή με το άλογο του, ο Β&ΐεδίχα τραυματίστηκε και δεν μπόρεσε να
διασωθεί, μ' όλο που τον μετέφεραν διαδοχικά δυνατοί επαναστάτες σε
μεγάλη απόσταση. Έτσι έχασε η επανάσταση ένα σπουδαίο φιλέλληνα, που
είχε ήδη διακριθεί στην κυρίως Ελλάδα.
Η υπ' αιθ.456 "Πατέντα" της 5/3/1822 τον αναφέρει ως
τετρακοσίαρχο.
Σε έγγραφο με ημερομηνία 4 Μαρτίου 1822 υπογραφόμενο στην
Ανώπολι Σφακίων από τον «Αρχιστράτηγον της Κρήτης Μιχαήλ Κομνηνόν
Αφεντούλιεφ», εκφράζονται συλλυπητήρια για το θάνατο κάποιου αρχηγού
«Αντώνη» και αγγέλεται ότι «εδιωρίσαμεν αμέσως αρχηγόν, άξιον και
καλόν και ανδρείον τον φιλογενέστατον τετρακοσίαρχον κύριον Θεόδωρο
Δελη Γιαννάκην, ο οποίος δεν είναι ολιγότερος από τον μακαρίτην, αλλά
ελπίζομεν να είναι και ανδρειότερος και αξιότερος, διά τούτο αδελφοί
αγαπητοί, τρέξατε πάλιν προθύμως και ενωθείτε με αυτόν τον καλόν
αρχηγόν σας και υπακούεται εις τα όσα σας συμβουλεύει και ορμήσετε κατά
του άνανδρου εχθρού και εξαλείψατε τον από το πρόσωπον της γης...».
Βρήκαμε ακόμη αναδημοσιευμένη στην "Κρητική Εστία" «Πατέντα»
προαγωγής του Γεωργίου Θεοδωράκη, τον οποίον θέτει υπό τον
«φιλογενέστατον τετρακοσίαρχον Κύριον Θεόδωρον Δελή Γιαννάκη»,

32
υπογεγραμμένη στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης την 5η Μαρτίου 1822 από τον
«Αρχιστράτηγον Κρήτης Μιχαήλ Κομνηνόν Αφεντούλιεφ».
Με το υπ' αριθ. 299/18-3-1830 έγγραφον της Ελληνικής Πολιτείας, ο
αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως Ρενιέρης τον προβιβάζει «εις
τον βαθμόν της Ταξιαρχίας πεντακοσιάρχου».
Σε μνημονευθείσα στην παράγραφο που αφορά τον αδελφό του Σήφη
κατάσταση, φέρεται σε αχρονολόγητη εποχή, εγκαταστημένος στη Μήλο,
με σύζυγο, 2 άρρενα και 3 θήλυ τέκνα.
Είναι γενάρχης των Δεληγιαννάκηδων του Ηρακλείου, της
Παντάνασσας Ρεθύμνης και των Κομιτάδων Σφακίων.
Ανδρέας (Ανδρουλής) Νικολάου Λεληγιαννάκης. Αδελφός των
προηγηθέντων. Από την έμμετρη αφήγηση του αδελφού του Σήφη
πληροφορούμεθα ότι στις 15 Ιουλίου 1822 στις μάχες της Κισάμου, όπου
«μαζεύθηκαν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά επαναστάτες... ως
4.000...μετείχε ο Αντρούλης Δεληγιαννάκης με 13 μπαϊράκια
Ρεθεμιώτικα».
Από μετεπαναστατικά έγγραφα του Αρχείου του αδελφού του Σήφη
πληροφορούμεθα τα ακόλουθα: 1) Ότι έφερε το βαθμό του εκατόνταρχου.
2) Ότι με το υπ' αριθ. 1291/23-6-1832 έγγραφο, η επί των Κρητών επιτροπή
αποδίδει το «εις αυτόν ανήκον εις γην και χρήματα». 3) Ότι με τον αριθ.
Κώδικα 144 της 27/5/1835 του παρεχωρήθησαν 30 στρέματα γης στη θέση
Λούτσες του χωρίου Κουρτάκη, περιοχής Ναυπλίου.
Τελικά εγκαταστάθηκε και αυτός στη Μήλο, με τους αδελφούς του.
Αργότερα τον βρίσκουμε να υπογράφει ως αντιπρόσωπος Σφακίων
στην επαναστατική Συνέλευση της 6 Απρίλη 1841.
Μεταξύ των εγκατασταθέντων πρώτων οικιστών του Αδάμαντος
Μήλου, αναφέρεται από τον Βάον14 και ο Ανδρέας Ανδρουλή
Δεληγιαννάκης, εκατόνταρχος, προφανώς γιος του (εκτός εάν αφορά τον
Ανδρέαν Ιωσήφ Δ. και καταχωρήθηκε λάθος).
Ο Ιωάννης Νικολάου Δεληγιαννάκης, νεώτερος αδελφός των
προηγουμένων, οπλαρχηγός, σκοτώθηκε την 17η Ιανουαρίου 1822,
μαχόμενος στο πλευρό του αδελφού του αρχηγού Γεωργίου στο Αρκάδι. Ο
θάνατος του, γράφει η ιστορία, εμετρίασε πολύ τη χαρά της κυριεύσεως της
Μονής και καταστροφής των επίλεκτων Τούρκων του Γετήμ Αλή, διότι ο
φονευθείς έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως διά την σοβαρότητα και γενναιότητα
του από τους συμμαχητές του.
Ζ. Βάου: Κρήτες Αγωννσταί ιδρυταί του Αδάμαντος Μήλου. Επετηρίς της Εταιρείας Κυκλαδικών
Μελετών, Τόμος Ε 1965 σ. 196-197.

33
Ο Μανώλης Νικολάου Δεληγιαννάκης αδερφός των προηγουμένων αναφέρεται
απίσης στο αρχείο του μεγαλύτερου αδερφού του Σήφη ως φονευθείς στο Αρκάδι,
στην ίδια επιχείρηση και την ίδια μέρα με τον προηγούμενο.
Ο Ανδρέας Ιωσήφ Δεληγιαννάκης(1807-μετα το 1870) γιος του προαναφερθέντου
αρχηγού του 1821-1830 αν και πολύ μικρός κατά την έκρηξη της επανάσταση ς, μόλις
14 ετών, είχε ήδη ενηλικιωθεί προ του τέλους της και έλαβε μέρος στις τελευταίες
φάσεις της υπό τον πατέρα του. Με το υπάριθμόν'300/18-3-1829 έγγραφον ο
αντιπρόσωπος της Ελληνικής κυβερνήσεως Ν.Ρενιέρης τον προβίβασε στο βαθμό
του διακοσιάρχου σε ηλικία 22 ετών . Ήταν ήδη εκατόνταρχος από την «Πολεμική
επιτροπή της Κρήτης» και είχε μετάσχει στις μάχες στον Παπά του
Πόρου(Ρεθύμνης) και στη Μαλάξα,στο Μεράμπελλο,στο δε Φραγκοκάστελλο
τραυματίσθηκε στο δεξιό πόδι το 1828.
Την 17/5/1843 ο Βασιλεύς της Ελλάδος του απένειμεν σιδηρούν παράσημο για τη
συμμετοχή του στον υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα. Με το υπ'αριθμόν 978/2-6-1849
έγγραφον της νομαρχίας Κυκλάδων του γνωρίσθηκε ο διορισμός του ως Δημάρχου
Αδάμαντος Μήλου. Υπήρξε ο πρώτος δήμαρχος του Αδάμαντος από ιδρύσεως του,
και υπηρέτησε στη θέσιν αυτή υπό τρεις συναπτός περιόδους.
Ο Μανούσος Βαρδουλάκης-Δεληγιαννάκης ή Βαρδουλομανούσος(1768-1858)
γιος του Βαρδή Ν.Ζαππέτη ή Ζαμπετοβαρδή Δεληγιάννη, από την Ανώπολη Σφακίων,
πρώτος εξάδελφος από τη μητέρα του και τρίτος από τον πατέρα του των
προηγουμένων αδελφών, γιων του Νίκου Γ.Δεληγιαννάκη(ή Μπίκηδων) από το
Ασφένδου Σφακίων. Αρχηγός και στρατηγός των Δυτικών Σφακίων κατά την
επανάσταση του 1821-1830,ύψωσε το Μάη του 1821 την Ελληνική σημαία στο
Λουτρό Σφακίων.
Κατα την κύρηξη της επανάστασης την 29ην Μαίου 1821 στην Παναγία θυμιανή
ονομάσθηκε Ανώτατος αρχηγός(πεντακοσίαρχος η στρατηγός) επί των Ανωπολιτών
και των πέριξ χωριών.
Την 14ην Ιουνίου 1821 στην πρώτη μάχη της επαναστάσεως,στην περιοχή
Θερίσου, με 20 άνδρες, τρέπει σε φυγή επιτυχώς αμυνόμενο Τουρκικό τμήμα που
αντεπεξηρχετό ως τότε στην επίθεση των ανδρών του αρχηγού Παναγιωτάκη.
Τον Αύγουστο του 1822,μετέσχε στην απόκρουση απόπειρας του Αιγυπτίου Χασάν
Πασά να εισβάλλει στα Σφακιά, πολεμώντας επί κεφαλής 4.000 ανδρών επί 12
ημερονύκτια.
Την 4ην Φεβρουαρίου 1823 υπογράφει σε επαναστατικό έγγραφο ως
πεντακοσίαρχος. 'Ελαβε μέρος σε πλείστες μάχες και στις δύο φάσεις της
επαναστάσεως, σε μια από της οποίες σκοτώθηκε ένας γιος του.

34
Όταν τον Ιουλίου του 1828 αποφασίσθηκε στην Συνέλευση του Ασκύφου η
συνέχιση της επανάστασης, συγκροτήθηκε, όπως και το 1825 «Κρητικόν Συμβούλιον»
ως ανωτάτη επαναστατική αρχή, με αντιπροσώπους από τις επαρχίες και σώμα
στρατιωτικών, ονομάσθηκε «Στραταρχείον», ως υπουργείο στρατωτικών. Το
τελευταίον ήτο πενταμελές και τα πέντε μέλη του τιτλοφορήθηκαν ως «Στρατάρχαι
Κρήτης», ως ένας δε από αυτούς ορίσθηκε ο Μανούσος Βαρδουλάκης, ως
εκπρόσωπος του Δυτικού τμήματος των Σφακιών. Κατά τον Κριτοβουλίδη οι
επιλεγέντες πέντε αρχηγοί «απήλαυον ως αρχαίοι την κοινήν υπόληψιν».
Αμέσως ξεκίνησε με τους Αναγνώστη Μανουσογιαννάκη και Πώλο
Πρωτοπαπαδάκη και συνενωθέντες με τους Αποκορωνιώτες αρχηγούς εξεδίωξαν
τους Τούρκους από τον Αποκόρωνα και στη συνέχεια από τη Μαλάξα και τους
καταδίωξαν μέχρι τα Χανιά την 1η Αυγούστου 1828.
Υπό την ιδιότητα του στρατάρχου μετέσχε συγκεντρώσεως πολλών σωμάτων ύπο
τον αρμοστή Κρήτης Χάΐν την 27ην Μαρτίου 1829,σε μεγάλη επιχείρηση κατά των
Τούρκων των Χανίων στη Μαλάξα και Τσικαλαριά και έφθασαν ως τα τείχη των
Χανίων
Στις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου έτους,με κυρίους συναρχηγούς τους Πώλιο
Πρωτοπαπαδάκη, Π.Πατερόπωλο, Παν.Ζερβουδάκη και Γ.Τσουδερό και σώμα περί
τους 2.500 επαναστάτες, Σφακιανούς, Αποκορωνιώτες, Αγιοβασιλιώτες και
Ρεθυμνιούς, προελαύνουν και ξεσηκώνουν την επαρχία της Σητείας, ώστε να
φαίνεται όλη η Κρήτη επαναστάτημένη, την ώρα που στην Ευρώπη συνεζητείτο το
μέλλον της Ελλάδος και ποιες περιοχές θα περυλαμβάνει το νέο βασίλειο. Το
αποτέλεσμα της εκστρατείας αυτής ήτο η απαλλαγή της ελάχιστα ως τότε
κινηθείσας επαρχίας της Σητείας από τους Τούρκους.
Πληρεξούσιος Σφακίων στην Γεν.Συνέλευση των Κρητών το 1830,συνυπέγραψε την
14/01/1830 ικετήριο επιστολή προς τον Καποδίστρια, το Γάλλο στρατηγό
Λαφαγιέτ, τον πρίγκηπα Λεοπόλδο, τις φιλελληνικές εταιρείες κ.λ.π. με την οποία
παρακολουθούσαν να μεσιτεύσουν υπέρ της απελευθερώσεως της Κρήτης.
Μετά την εκχώρηση της Κρήτης στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ
Αλή, κατέφυγε στην ελεύθερη Ελλάδα. Τιμήθηκε με το βαθμό του Συνταγματάρχου
της Βασιλικής Φάλλαγος των αγωνιστών και εγκαταστάθηκε στους Μολάους
Λακωνίας όπου και απεβίωσε το 1858.
Από πρώτη σύζυγο Σφακιανή,του οίκου των Χατζηδιανών Ανωπόλεως, απέκτησε
ένα γιο ,το Ζαχαρή Ζαμπέτη, καπετάνιο στη σύντομη επανάσταση του
1841.Απόγονοι τούτου διατήρησαν το παλαιότερο επίθετο Ζαμπέτηδες που από το
1900 άλλαξε σε Ζαχαριάδες και αργότερα ένας από αυτούς επανήλθε στο παλαιό
επίθετο Βαρδουλάκης.
Από δεύτερη σύζυγο Μαυρομιχάλη,του γνωστού Μεσσηνιακού οίκου, μετά την
εγκατάσταση του στους Μολάους είναι ο γενάρχης των Βαρδουλάκηδων των
Μολάων Λακωνίας. Εγγονός του ήταν ο στρατηγός

35
και Γερουσιαστής Κυριακούλης Βαρδουλάκης, που από τη μητέρα του ήταν
εγγονός του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Στα χέρια του βρισκόταν στις
αρχές του 20ου αιώνα το «ΛΙΜΠΡΟ ΤΟΥ ΖΑΜΠΕΤΟΒΑΡΔΗ»
γενεαλογικό βιβλιάριο του 1750, που μνημονεύεται στην αρχή του
παρόντος.
Ο Βάσος Βαρδή Βαρδουλές ή Δεληγιαννάκης (1771 - 1874),
αδελφός του προηγουμένου. Σε ηλικία 18 ετών τον κάλεσε ο παππούς του
από την μητέρα του Γεώργιος Δεληγιαννάκης, πατέρας του Νικολάου
Δεληγιαννάκη ή Μπίκου, που του αφιερώθηκε μία από τις πρώτες
παραγράφους του παρόντος και μετοίκησε από την Ανώπολη στο Ασφένδου
Σφακίων. Νυμφεύτηκε με προτροπή του παππού του την κόρη του φίλου
του Κανάκη Βουγιούκαλου, από τον Καλλικράτη Σφακίων. Απέκτησε 7
γιους, τους Ασφενδιώτες Βασούληδες (=γιους του Βάσου) ή
Δεληγιαννάκηδες, εγγονούς του Ζαππετοβαρδή Δεληγιάννη, από την
Ανώπολι. Στην επανάσταση του 1821 έλαβε μέρος σαν υπαρχηγός των
προαναφερθέντων Σήφη και Στρατή Δεληγιαννάκηδων ή Μπίκηδων, που
ήσαν πρώτοι εξάδελφοι του από την μητέρα του και τρίτοι από τον πατέρα
του, αρχηγών, μετά τον θάνατο του αδελφού των Γεωργίου, του δυτικού
Ρεθύμνου ο πρώτος και του ανατολικού ο δεύτερος.
Οι τρεις μεγαλύτεροι γιοι του, Γεώργιος, Μανώλης και Σταυριανός,
ακολουθούσαν το θείο τους Στρατή στο «κίνημα του Μπικοστρατή» που
προκάλεσε ο τελευταίος το 1838, ερχόμενος από την ελεύθερη Ελλάδα.
Τούτο περιήλθε σε γνώση των Τούρκων, που τους κατηγόρησαν ότι για να
πετύχει η επανάσταση είχαν σκοτώσει Τούρκους μπέηδες και πρώην
γιανιτσάρους και τους καταδίωξαν, αλλά κατόρθωσαν να διαφύγουν και να
επιστρέψουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Τότε εστάλη τουρκικός στρατός στα
Σφακιά για να συλλάβει τον πατέρα τους Βάσο με τους άλλους τέσσερις από
τους επτά γιους του, τους Μανούσο, Θόδωρο, Ιωάννη και Κανάκη.
Ειδοποιηθέντες εγκαίρως κατέφυγαν στα Λευκά Όρη και δεν προσήλθαν να
δηλώσουν υποταγή στις τουρκικές αρχές, αλλά οι Τούρκοι κατέσχεσαν τα
500 αιγοπρόβατα τους. κετέστρεψαν τα σπίτια τους στο Ασφένδου και
Βουβά και το ελαιοτριβείο τους και συλλάβανε τον από την μητέρα τους
πρώτο θείο τους Μανώλη Βουγιούκαλο στον Καλλικράτη, τον μεταφέρανε
δέσμιο στα Χανιά και τον απαγχόνισαν.
Μετά την καταστροφή αυτή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του,
ο Βάσος Βαρδουλές ή Δεληγιαννάκης παρέλαβε τη σύζυγο και τους
τέσσερις γιους του και κατέφυγε στην επαρχία Ρεθύμνης, «της οποίας την
είχαν ποτίσει με το αίμα των επτά Δεληγιαννάκη δες, αρχηγοί και
οπλαρχηγοί.(όπως γράφει ιδιόχειρα ο εγγονός του καπετάν Μάρκος
Δεληγιαννάκης).Μετά την επανάσταση του 1841 εγκαταστάθηκαν στην
Αργυρούπολη Ρεθύμνης, όπου και αναπτύχθηκε ο κλάδος Δεληγιαννάκηδων

3 6
Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης. Απεβίωσε στην Αργυρούπολη την 11-1-1874,
την ημέρα που στη Μονεμβασία κηδευόταν ο πρώτος εξάδελφος και
αρχηγός του στην επανάσταση του 1821 Στρατής Δεληγιαννάκης.
Ο Αναγνώστης Βαρδή Βαρδουλάκης ή Δεληγιαννάκης, αδελφός
των δύο προηγουμένων, καπετάνιος το 1821, εγκαταστάθηκε στα Λιβανιανά
Ανωπόλεως, μαζί με τον ακολουθούντα αδελφό του Νικόλαο και αργότερα
στους Ανύδρους Σελίνου. Είναι οι δύο γενάρχες των Βαρδουλάκηδων του
Σελίνου. Ο Παπαδοπετράκης τον αναφέρει, με άλλους 17, ως πληρεξούσιο
Σφακίων, στη Γενική Συνέλευση της Επαναστάσεως του 1866, καθώς και
στις προετοιμασίες της.
Ο Νικόλαος Βαρδή Βαρδουλάκης ή Δεληγιαννάκης, αδελφός των
τριών προηγουμένων, καπετάνιος το 1821, αναφέρεται από τον
Παπαδοπετράκη ως οπλαρχηγός στα Λιβανιανά Ανωπόλεως και στην
Επανάσταση του 1841.
Ο Αναγνώστης Νικολάου Βαρδουλάκης, γιος του προηγουμένου,
αναφέρεται από τον ίδιο ιστορικό ως πληρεξούσιος των Λιβανιανών στη
Γενική Συνέλευση της Επανάστασης του 1866. Ήταν καπετάνιος σ' αυτή
την επανάσταση.
Ο Στρατής Δεληγιαννάκης ήταν ένας από τους αρχηγούς της
επαρχίας Σφακίων στην επανάσταση 1866-68 και διακρίθηκε σε πολλές
μάχες της. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα γι' αυτόν. Αναφέρεται στη μεγάλη
Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Γ. σελίς 22, Αθήνα 1927.
Ο Ιωάννης Βάσου Βαρδουλές ή Δεληγιαννάκης (ή Βασούλης ή
Φασουλής) (1818 - 1906), ήταν γιος του προηγούμενα περιγραφέντος
Βάσου Βαρδουλέ ή Δεληγιαννάκη (εγγονός του Ζαππετοβαρδή Δεληγιάννη
και ανηψιός των Ασφενδιωτών Δεληγιαννάκη δων και του
Βαρδουλομανούσου, αρχηγών στην επανάσταση 1821-1830). Όπως
αναγράφηκε στην παράγραφο που αφορά τον πατέρα του, η οικογένεια του
είχε ήδη εγκατασταθεί στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης, μετά τις καταστροφές
που υπέστη μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1841, στην οποία και ο
ίδιος είχε πάρει μέρος. Ως αρχηγός του Δυτικού τμήματος της επαρχίας
Ρεθύμνης, πήρε μέρος στις επαναστάσεις του 1849, 1858, 1866-68, 1878,
1889 και 1896-97. Είχε ήδη λάβει μέρος και στην επανάσταση του 1841.
Ήταν ήδη πληρεξούσιος του δυτικού τμήματος της επαρχίας Ρεθύμνης στη

 

ΦΩΤΟ


Η οικογένεια (πατέρας, μητέρα και 4 γιοι) Ιωάννου Βασ. Δεληγιαννάκη.
Οι καπετάνιοι από το 1841 έως και το 1920 από την Αργυροΰπολι Ρεθΰμνη;


ΦΩΤΟ


Οπλα του Ιωάννη Βασούλη Δεληγιαννάκη, αρχηγού Ρεθύμνης
στις επαναστάσεις 1866 - 69, 1887 και 1897-98
και κυάλια του γιου του Ηλία από τον Μακεδόνικο αγώνα.
Φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Ελλάδος (παλιά Βουλή)


ΦΩΤΟ

ΦΩΤΟ

Σημαία του 1896 του σώματος του Καπετάν Κανάκη I. Δεληγιαννάκη και
το σπαθί του. (φυλλάσονται από τον εγγονό του Κανάκη I. Δεληγιαννάκη;

ΦΩΤΟ

Οι από την Αργυροΰπολι Ρεθύμνης Εθελοντές του Σώματος του
Κανάκη I. Δεληγιαννάκη (πρώτη γραμμή, κέντρον, ως βρακοφόρος)
στην Ηπειρο το1912

37
διοργάνωση της επανάστασης του 1866-68 και στη συνέχεια πολεμικός
αρχηγός της και διακρίθηκε σε πολλές μάχες που έγιναν ως το τέλος της.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1868, μαζί με τον αρχηγό Δ. Γ. Σακκόραφο,
παρεμποδίζει την προέλαση τακτικού Τουρκικού Στρατού από τον
Αποκόρωνα στο Ρέθυμνο και προκαλεί, με σύμπραξη των Αποκορωνιωτών
υπό τον Μυλωνογιαννάκη, που εξορμούσαν από τα Κουρνοπατήματα, τον
περιορισμό του στην Επισκοπή Ρεθύμνης.
Οι πολιορκημένοι στη Μονή Αρκαδίου Έλληνες, ανατίναξαν τη Μονή
με την τελευταία αποστολή από δύο φορτώματα μπαρούτι που μπόρεσε να
τους στείλει. Αμέσως μετά έστειλε 12 άνδρες της προσωπικής του δύναμης,
στενούς συγγενείς, Δεληγιαννάκηδες για ενίσχυση. Αυτοί δεν πρόλαβαν να
μπουν στη Μονή πριν την ανατίναξη και γυρίζοντας έπεσαν σε Τουρκική
ενέδρα στους Αρμένους Ρεθύμνης και σκοτώθηκαν οι επτά. Όπως ακριβώς
το 1822 συνέβη με το θείο τους, τότε αρχηγό Ρεθύμνης πεντακοσίαρχο
Γεώργιο Νικολάου Δεληγιαννάκη.
Οι πληροφορίες αυτές διασώθηκαν από τον ακολουθούντα πιο κάτω
γιο του Μάρκο, ως τον γράφοντα.
Στην εγκυκλοπαίδεια "Ελευθερουδάκη" αναγράφεται ακόμη ότι μετά
την επανάσταση του 1889 καταδικάστηκε από το Τουρκικό Στρατοδικείο
ερήμην σε 15ετή ειρκτή και ότι δοθείσης αμνηστίας, επανήλθε εις
Ασφένδου, «όπου και απεβίωσε τυχόν εν τω μεταξύ συντάξεως παρά του
Κρητικού Ταμείου και καταταγείς στην Α τάξη των αγωνιστών». Ο γράφων,
που είναι δισέγγονος του αδελφού του Μανούσου και ηυτύχησε να έχει
πολυετείς και μακρές συνομιλίες με το γιο του Μάρκο, που ακολουθεί πιο
κάτω, δεν άκουσε ποτέ ότι ο Ιωάννης Β. Δεληγιαννάκης ή Φασουλογιάννης,
πέθανε στο Ασφένδου. Τα οστά του, όπως και του πατέρα του, αναπαύονται
στο οικογενειακό «Νεκροταφείο Δεληγιαννάκηδων» στην Αργυρούπολη
Ρεθύμνης.
Αλλά και όταν δεν του επέτρεπε πλέον η ηλικία του να πολεμά, στις
επαναστατικές κινήσεις, που συνόδευσαν την κεντρική επαναστατική
κίνηση του 1905 στο Θέρισο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, οι
συγκεντρωθέντες Ρεθύμνιοι επαναστάτες, μεταξύ των οποίων και οι
ακολουθούντες οπλαρχηγοί γιοι του, αναπέτασαν τη σημαία του μεγάλου
κύρους και μεγάλου σεβασμού απολαμβάνοντος γέροντα αρχηγού στην
παρυφή της Ρεθύμνης, στη θέση «Βιολί Χαράκι» του Ατσιπόπουλου,
προαστείου της πόλεως, για να προσδώσουν βαρύτητα και σοβαρότητα
στην απειλητική επαναστατική τους κίνηση.
Γιοι του ήσαν οι ακόλουθοι τελευταίοι καπετάνιοι των
απελευθερωτικών αγώνων της Κρήτης και της Ελλάδος, από τη μεγάλη
οικογένεια των Δεληγιαννάκηδων.

38
Ο Γεώργιος Ιωάννου Δεληγιαννάκης, (1867 - 1947;) πρώτος γιος του
προηγουμένου, τον συνόδευε ως οπλαρχηγός στις τελευταίες Κρητικές
επαναστάσεις, μαζί με τους ακολουθούντας 3 αδελφούς του.
Ο Κανάκης Ιωάννου Δεληγιαννάκης ή Βασούλης, (1868 - 1950 ή
1951) δεύτερος γιος του προηγουμένου. Επολέμησε το 1877 και 1889 ως
οπλαρχηγός υπό τις διαταγές του πατέρα του. Το 1896-97 με ίδιο σώμα και
σημαία επολέμησε ως αρχηγός της επαρχίας Ρεθύμνης και υπαρχηγός του
πατέρα του. Ηγείτο των επαναστατών την νύκτα της 15ης Δεκεμβρίου 1897,
που απέκρουσαν από τις θέσεις «Βιολί Χαράκι, Τσαγιάκο και Γάλλου» τους
αποπειραθέντας να εξέλθουν από το φρούριο Ρεθύμνιους Τούρκους.
Εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Επαρχίας Ρεθύμνης το 191215.
Ως αρχηγός ιδίου σώματος ανταρτών, όπως και οι ακολουθούντες
αδελφοί του, μετέσχε στις επιχειρήσεις στα μετόπισθεν του εχθρού κατά
τους απελευθερωτικούς αγώνες 1912-13 στην Ανατολική Ήπειρο και εκει
συναντήθηκαν τα σώματα των τριών αδελφών (οι άλλοι δύο έπονται) στις
περί τον Δρίσκο μάχες στις τελευταίες φάσεις απελευθερώσεως της
Ηπείρου.
Ο γράφων τον ενθυμείται γέροντα, σεβάσμια μορφή, ολιγόλογο και
σεμνό, ιδιότητες που εξηγούν την έλλειψη προβολής και πληροφοριών,
επιχείρημα που αφορά και τον ακολουθούντα αδελφό του Ηλία. Και τα λίγα
που γράφονται παραπάνω είναι πληροφορίες από λεζάντες φωτογραφιών
και από αφηγήσεις του ακολουθούντος επίσης αδελφού του Μάρκου, που
νεώτερος έζησε και οψιμότερα και μου παρέδωσε πολλές από τις
αναμνήσεις του.
Ο Μάρκος Ιωάννου Δεληγιαννάκης ή Βασούλης (1869 - 1957),
αδελφός του προηγουμένου, γεννήθηκε στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης το
1869, τον ίδιο χρόνο που τελείωνε η μεγάλη τριετής Κρητική Επανάσταση
του 1866, στην οποία αρχηγός της Ρεθύμνης ήτο ο πατέρας του Ιωάννης,
του οποίου ήταν 3ος από τους 4 γιους του.
Έλαβε μέρος σαν οπλαρχηγός υπό τον αρχηγό πατέρα του στην
τελευταία Κρητική Επανάσταση του 1896-97 και τραυματίσθηκε στη μάχη
του Πύργου Πισκοπής (Απρίλιος 1896), όπως και στη μάχη των Αρμών
Καστελοχαλέπας (1897). Προσέτρεξε από τους πρώτους στην επανάσταση
του Θερίσου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ακολούθως έλαβε μέρος στους
αγώνες απελευθέρωσης της Ηπείρου το 1912-13 ως αρχηγός ιδίου σώματος
και τραυματίσθηκε στη μάχη της Σκάλας Παραμυθιάς την 26η Νοεμβρίου
1912. Το Μάρτιο 1913, εξεκαθάρισε την περιοχή Παραμυθιάς από τους
Τουρκαλβανούς αγάδες, που επαναστατήσαντες, απειλούσαν τη
1 5 Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου. Εκδόσεις Δ. Φέξη 1898. Υπό Ηλία Οικονομόπουλου, Σελίς 143.

 

ΦΩΤΟ


Μάρκος I. Δεληγιαννάκης.
Οπλαρχηγός στην Κρήτη το 1897 -98
Καπετάνιος στην Ηπειρο το 1912-13
Αξ/κος του Ελληνικού Στρατού στον Α' παγκόσμιο πόλεμο και μετά.

39
νεοαποκτηθείσα ελευθερία της και το 1914 μετέσχε, με ίδιο σώμα πάντα
στο Βορειοηπειρωτικό αγώνα, που κατέληξε στην προσωρινή
απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. (Το τελευταίο δεν είναι
εξακριβωμένο)
Μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13 και τη διάλυση
των ανταρτικών σωμάτων, που χρησιμοποιούσε ο Βενιζέλος στα μετόπισθεν
του εχθρού, ο Μάρκος, όπως και ο μικρότερος αδελφός του Ηλίας, μετετάγη
στον Ελληνικό Στρατό ως υπολοχαγός. Με το βαθμό αυτό υπηρέτησε
ακόμη 5 χρόνια στις Μονάδες Προκαλύψεως των Ελληνοβουλγαρικών
συνόρων.
Γέρων ήδη το 1940 μετέσχε στη Μάχη της Κρήτης στις παρυφές της
πόλεως του Ρεθύμνου. Ζων τις τελευταίες δεκαετίες στο χωριό του,
Αργυρούπολη Ρεθύμνης, απεβίωσε στο Ρέθυμνο τις τελευταίες ημέρες του
Μάρτη ή την πρώτη Απριλίου του 1957, σε ηλικία 88 ετών.
Η όλη του ζωή υπήρξε μια διαρκής παροχή και προσφορά στην
Πατρίδα.
Στο "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1" που ακολουθεί το κύριο μέρος του παρόντος,
γράφονται προσωπικές αναμνήσεις και συζητήσεις με τον γράφοντα το
παρόν, δημοτικά τραγούδια για το Μάρκο, από την Ήπειρο καθώς και δύο
τραγούδια από τον ίδιο.
Ο Ηλίας Ιωάννου Δεληγιαννάκης ή Βασούλης (1877 - 1918),
νεώτερος αδελφός των προηγουμένων, γεννήθηκε στην Αργυρούπολη
Ρεθύμνης την 30 Νοεμβρίου 1877.
Τέλη Μαρτίου του 1896 εφόνευσε δημοσίως στο χωριό Ρούστικα,
πρωτεύουσα τότε της επαρχίας Ρεθύμνης, τον αρχηγό των Ρεθυμνιωτών
Τούρκων Χαλήλ Αγά, και ένεκα του φόνου αυτού επισπεύθηκε η
επανάσταση εις την επαρχία Ρεθύμνης και άρχισαν οι πολεμικές
επιχειρήσεις, στις οποίες βεβαίως έλαβε μέρος, σαν αρχηγός σώματος
ανταρτών και διακρίθηκε στις περί το Ρέθυμνο μάχες.
Μετέσχε από τους πρώτους ως οπλαρχηγός με ίδιο σώμα από
συντοπίτες του στο Μακεδόνικο αγώνα επί τετραετία. Έδρασε στις
περιοχές: Μονή Παναγίας Σισανίου το 1905, Βιτσίου και Καστανοχωρίων
το 1906-7, Μεταμορφώσεως Καστοριάς και τέλος δυτικά της Φλώρινας-
Κλεισούρας, στο Βίτσι, όπου, μετά τη μάχη στην περιοχή του χωρίου
Ποριάς Καστοριάς την 4/2/1908, έπαθε πνευμονία και απεσύρθη του
αγώνος, αποσταλείς στην ελεύθερη Ελλάδα για νοσηλεία και ανάρρωση. Σε
διάφορες ιστορικές πηγές φέρεται να ηγήται σώματος, του οποίου η δύναμις
κατά καιρούς κυμαινόταν από 20-135 άνδρες.
Εξελέγη "τιμής ένεκεν" βουλευτής Ρεθύμνης επί Κρητικής Πολιτείας
για την Ελληνική Βουλή αλλά κρατήθηκε μετά των λοιπών εις το Αγγλικό
πολεμικό στη Σούδα για διπλωματικούς και Εθνικούς λόγους.


ΦΩΤΟ


ΗΛΙΑΣ ΙΩΑΝ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
1. Οπλαρχηγός στην τελευταία Κρητική Επανάσταση 1897 - 98
2. Αρχηγός Μακεδονομάχος 1904 - 1908
3. Αρχηγός Σώματος Ατακτων το 1912-13
4. Αξιωματικός έφεδρος του Ελλ. Στρατού 1917-18

40
Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912-13 εκλήθη υπό του
Γενικού Επιτελείου προ της κηρύξεως του πολέμου και εστάλη εις τη
Μακεδονία ως αρχηγός ανεξαρτήτου σώματος με ίδια πολεμική σημαία και
αγωνίσθηκε μέχρις της απελευθερώσεως της Μακεδονίας. Αναφέρεται από
τον Κ. Κλειδή16 μεταξύ των ανταρτικών σωμάτων που απελευθέρωσαν τη
Σιάτιστα, μια ημέρα πριν φθάσει σ' αυτή ο τακτικός στρατός. Ακολούθως
διατάχθηκε και μετέβη εις την Ήπειρο, όπου και συναντήθηκε με τους
μεγαλύτερους αδελφούς του Κανάκη και Μάρκο, αρχηγούς σωμάτων, που
δρούσαν ο μεν πρώτος εις το ανατολικό τμήμα της Ηπείρου, στην περιοχή
Μετσόβου-Δρίσκου, ο δε δεύτερος εις το Δυτικό τμήμα, στην περιοχή
Παραμυθιά-Τσαμουριά-Σούλι και έλαβαν μέρος στη μάχη του Δρίσκου, που
βοήθησε στην πτώση των Ιωαννίνων.
Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κατετάγη εις τον τακτικό Ελληνικό
Στρατό σαν αξιωματικός πεζικού και μαχόμενος στη Μάχη του Σκρα κατά
των Βουλγάρων το 1918, ετραυματίσθηκε θανάσιμα από τρία βλήματα
πολυβόλου στην κοιλιακή χώρα, από τα οποία το ένα ετρύπησε τη λαβή του
σπαθιού του (ο γράφων το έχει ιδή) και τα 2 την κοιλιά του. Επειδή ήτο
υψηλός πολύ και βαρύς, δεν άφησε τους τραυματιοφορείς να τον
μεταφέρουν σε φορείο "για να μην κουρασθούν" αλλά εβάδιζε
στηριζόμενος στους ώμους τους, ως τον υγειονομικό σταθμό. Σε 2 ημέρες,
την 19η Μαΐου 1918, είχε πεθάνει, ως υπολοχαγός πεζικού.
Το 1924, ο αδελφός του Μάρκος, υπηρετών εις τον Τακτικό Στρατό ως
υπολοχαγός πεζικού, υπασπιστής του 8ου συντάγματος προκαλύψεως των
Ελληνοβουλγαρικών συνόρων του νομού Σερρών, μετέβη στην Αξιούπολι
του Κιλκίς και παρέλαβε τα οστά του και το μαρμάρινο σταυρό που το
σύνταγμα του του είχε κάνει και τα μετέφερε στην ιδιαιτέρα του πατρίδα,
Αργυρούπολη Ρεθύμνης, εις το οικογενειακό νεκροταφείο των
Δεληγιαννάκηδων, που ο ίδιος αδελφός Μάρκος είχε δημιουργήσει, όπου
και φυλάσσονται σήμερα σε ίδιο τάφο, παρά τους τάφους του πατέρα του
και των άλλων αδελφών του.
Τα κυάλια του και η πολεμική του σημαία βρίσκονται στο Εθνολογικό
Μουσείο μαζί με τα όπλα του πατέρα του Ιωάννη Δεληγιαννάκη, δωρηθέντα
υπό του επιζήσαντος αρχηγού αδελφού του, Μάρκου I. Δεληγιαννάκη. Τα
όπλα του διατηρεί ο εγγονός του Ηλίας.
Προτομή του μαρμάρινη έχει στηθεί στην πλατεία της εκκλησίας της
Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, μαζί με προτομές άλλων σημαντικών
Μακεδονομάχων, καθώς και στο Δημοτικό κήπο Ρεθύμνης, και στο χωριό
του Αργυρούπολη Ρεθύμνης και σε ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας,
ίσως τη Βλάστη, ή το Βογατσικό.
Στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 που ακολουθεί το κύριο μέρος του παρόντος
αναπτύσονται λεπτομερέστερα τα της δράσης του.
Κ. Κλειδή «Με τη λάμψη στα μάτια», Αθήνα 1984, Ηριδανός, Σ. 602.
Ο Θεόδωρος Νικολάου Δεληγιαννάκης εγγονός του Θεόδωρου Νικ.Δεληγιαννάκη
ή Μπικοθόδωρου του 1821 που αναφέρθηκε πιο πάνω έλαβε μέρος και σκοτώθηκε
στο Μακεδόνικο Αγώνα. Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τη δράση
του. Από το Ασφενδού Σφακιών. Αναφέρεται και από το Γρυπάρη.
Ο Νικόλαος Ανδρέα Δεληγιαννακης(1872-1946) από τη Μήλο, εγγονός του Σήφη
Δεληγιαννάκη και γιος του Ανδρέα του 1821 που αναφέρθηκε σε προηγούμενη
παράγραφο, αν και γεννήθηκε το 1872 και κατοικούσε στην ελεύθερη Μήλο το 1897
σε ηλικία μόλις 23 μόλις ετών έσπευσε στην προγονική γη μόλις εξεράγγη η
τελευταία κατά των Τούρκων Κρητική επανάστασις και έλαβε μέρος σ'αυτήν σαν
οπλαρχηγός, επικεφαλής σώματος Ασφενδιωτών, της γης που γέννησε τον παππού
του και τον πατέρα του. Στον επικήδειο του την 27/2/1946 τονίζεται επιπλέον ότι
στην κατοχή διέθετε αφιλοκερδώς την παραγωγή του στους πεινώντες συμπολίτες
του.
Ο Γεώργιος Νικολάου Βαρδουλάκης από το Σέλινο γιος του «Βαρδουλονικολή»
που αναφέρθηκε νωρίτερα ως καπετάνιος το 1821 και 1841, πολέμησε ως
καπετάνιος το 1897.
Ο Αναγνώστης Δεληγιαννάκης (αγνώστων λοιπών στοιχείων) ορίζεται πάρεδρος
του ειρηνοδικείου Σφακίων με το υπ' αριθμόν 2/2-1-1895 έγγραφο Γενικής
διοικήσεως Κρήτης.
Ο Κυριακούλης Γεωργίου Βαρδουλάκης εκ του κλάδου των Βαρδουλάκηδων
Λακωνίας εγγονός του Μανούσου Βαρδή Βαρδουλάκη η Βαρδουλομανούσου,
στρατηγού του 1821 που αναφέρθηκε νωρίτερα, και από τη μητέρα του εγγονός του
Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Υπηρέτησε στον τακτικό στρατό και έφθασε στο βαθμό
του Στρατηγού του Ιππικού και αργότερα εκλέχθηκε γερουσιαστής. Αυτός διέσωσε
το γενεαλογικό δέντρο του προπάππου του «ΛΙΜΠΡΟ ΤΟΥ ΖΑΜΠΕΤΟΒΑΡΔΗ» στο
οποίο αναφερθήκαμε κατ' επανάληψιν.
Αλλά και στους νεότερους αγώνες του έθνους κατά τον 20ον αιώνα οι οικογένειες
Δεληγιαννάκη-Βαρδουλάκη έδωσαν άφθονους μαχητές, αλλά και νεκρούς, όπως
σημειώνεται στους επί μέρους κλάδους των που ακολουθούν στα
σχεδιαγραμματικά γενεαλογικά δέντρα για τη δράση τον οποίον δεν διαθέτωμε
στοιχεία.


ΦΩΤΟ


ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΣΤΥΛ. ΦΑΣΟΥΛΑΚΗΣ Η ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Πλωτάρχης από τον κλάδο Δεληγιαννάκηδων
Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης

ΦΩΤΟ

Ανδρέας Ιωσήφ Δεληγιαννάκης
Διακοσιάρχος το 1828 - 30.
Πρώτος και για 3 τριετίες δήμαρχος του Αδάμαντος Μήλου.
Κρήτη - Μήλος


ΦΩΤΟ Νίκου Ανδρ. Δεληγιαννάκη από τη Μήλο


42
Από όσα έχουν περιέλθει σε γνώση μας θα αναφερθούμε εδώ στους
ακόλουθους:
Μανούσος (Εμμανουήλ) Στυλιανού Φασουλάκης 1903-1990.
Προέρχεται από τον κλάδο Δεληγιαννάκηδων Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης. Ο
πατέρας του με αδελφό του που είχαν μεταναστεύσει στο τέλος του 19ου
αιώνα στη Σμύρνη, άλλαξαν κατά την τελευταία «τυχερή» Κρητική
Επανάσταση του 1897, που άνοιξε τον τελικό δρόμο για την ελευθερία της
Κρήτης, το επίθετο τους σε «Φασουλάκης», που στην Κρήτη το έφερε η
οικογένεια σαν παράνομο, από τον γενήτορα του κλάδου Αργυρουπόλεως
Βάσο Βαρδουλέ ή Δεληγιαννάκη (τα παιδιά του Βάσου - Βασούληδες και
από παραφθορά Φασούληδες), για να αποφύγουν διώξεις των Τούρκων,
γιατί η Κρητική τους οικογένεια έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Ρέθυμνο
και σ' αυτή την επανάσταση.
Κατά την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919, φλεγόμενος από τις
οικογενειακές παραδόσεις έσπευσε και κατετάγη ως Ναυτόπαις στο
ελληνικό Ναυτικό, αν και μόνο 16 ετών (η καλή του σωματική διάπλασις,
του επέτρεψε να ισχυρισθεί ότι είναι μεγαλύτερος). Έκτοτε εσταδιοδρόμησε
στο Ναυτικό και απεστρατεύθη τη αιτήσει του το 1946 ως Πλωτάρχης.
Του παρέχεται εδώ ιδιαίτερη μνεία γιατί υπερέβη κατά πολύ την καλώς
νοούμενη εκτέλεση καθήκοντος του Στρατιώτου, κατά την πολεμική
περίοδο 1940-45.
Θα παραθέσωμε για απόδειξη απλώς μνεία των διακρίσεων με τις
οποίες τιμήθηκε στις πολλαπλές αποστολές του σαν αξιωματικός του
Ελληνικού Ναυτικού, υπό ποικίλες ιδιότητες, όπως μάχιμος αξιωματικός
ναυτικού, δολιοφθορεύς στο Αιγαίο, μέλος-σύνδεσμος μυστικών
οργανώσεων αντιστάσεως, συμμετοχής στις συμμαχικές επιχειρήσεις της
Μεσογείου και γενικά σε όποια επικίνδυνη αποστολή μπορούσε να
μετάσχη.
Με το πιστοποιητικό 146/Αρ. Πρωτ.720806/21-7-1959, ΓΕΣ, Κλάδος
Β, Γρ. Β4/ν αναγνωρίζεται σαν μέλος της οργανώσεως πληροφοριών -
δολιοφθορών ΑΛΙΚΗ, υπ' αύξοντα αριθμό 113, από τον Απρίλιο 1942 έως
το Φεβρουάριο 1943. Είχε εντάξει στην ίδια οργάνωση τη γενναία
μεγαλύτερη αδελφή του Ευαγγελία και το σύζυγο της Γεώργιο
Παπαγεωργίου.
Με το υπ' αριθ. 189/1953 ΥΕΘΑ/ΓΕΝ/ΑΚΒ/ΔΔ/27-3-1953
πιστοποιείται ότι υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή από 12-1-1943 και μετέσχε
των πολεμικών επιχειρήσεων από την 12-1-1943 έως 15-8-1945.
Από το Αρχηγείο των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης
Ανατολής (Διοικητής William Donovan, Υποστράτηγος Αμερ. Στρατού)
πιστοποιείται ότι υπηρέτησε υπό τας διαταγάς των Αμερικανικών
Στρατιωτικών Δυνάμεων Μέσης Ανατολής, από 10-8-1943 έως 24-8-1944.

43
Με το από 1/3/1950 Β.Δ. του απονεμήθηκε το μετάλλιο εξαίρετων
πράξεων «διότι μετέσχε ειδικής αποστολής εκ Μέσης Ανατολής εις
εχθροκρατουμένην Ελλάδα, με εξαιρετικό κίνδυνο της ζωής του, ενώπιον
του εχθρού, προσέφερε μεγίστας υπηρεσίας εις τον υπέρ πατρίδος αγώνα
και επέδειξεν αυτοθυσίαν και πλήρη αφοσίωσιν προς το καθήκον. Ο επί των
Ναυτικών Υπουργός».
Από τον Ανώτατον Αρχηγόν Συμμαχικών Δυνάμεων Μεσογείου,
Στρατάρχην H.R ALEXANDER «εν ονόματι των Κυβερνήσεων και Λαών
των Ηνωμένων Εθνών» του απονεμήθηκε το υπ' αριθ. 5/175/Ιούλιος 1945
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΑΤΡΙΩΤΟΥ «διά τας υπηρεσίας ας προσέφερεν εις
τον αγώνα διά την ελευθερίαν».
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και Πάσης Παλαιστίνης του απένειμε την
10/11/1946 «δίπλωμα εις επιβράβευσιν των υπέρ πίστεως και πατρίδος
εκτάκτων υπηρεσιών αυτού».
Τέλος με την υπ' αριθ.πρωτ. 054/20680/ από 5-6-1947 του Υπουργού
Ναυτικών του απονεμήθηκε «το αναμνηστικό μετάλλιο του
Ελληνοϊταλογερμανικού πολέμου, διά τας κατά θάλασσαν διεξαχθείσεας
επιχειρήσεις εις Μεσόγειον - Ατλαντικόν - Ινδικόν, από 23 Απριλίου 1941
έως 8 Μαΐου 1945». Αθήνα 28 Δεκεμβρίου 1949. Ο επί των Ναυτικών
Υπουργός Γ. Βασιλειάδης.
Εμμανουήλ Νικολάου Δεληγιαννάκης 1899-1991. Δισέγγονος του
Σήφη Δεληγιαννάκη, του 1821, γόνος του κλάδου της Μήλου. Έστω και
στον περιορισμένο χώρο της Νήσου Μήλου, μόλις δόθηκε η ευκαιρία,
σύμφωνα με «Βεβαίωση από 24-5-1945 του Ιερού Λόχου, Β Μοίρας, II
Τμήμα», «έσπευσε μετ' επιμονής να συνδεθή με την περίπολον και να
παράσχη κάθε βοήθεια (Φεβρουάριος 1945). Έκτοτε η οικία του στη θέσι
ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, απετέλει σταθμό διελεύσεως όλων των προς τον Χάλακα
περιπόλων, αψηφώντας κάθε κίνδυνο εκ των Γερμανών. Διά των υπηρεσιών
του αυτών εβοήθησε μεγάλως τα ημέτερα τμήματα εις την εκπλήρωσιν της
αποστολής των. Μήλος 24 Μαΐου 1945. Ο Διοικητής του II Τμήματος,
ταγματάρχης Βασιλαράκος». Οι επιδρομές αυτές, στις οποίες βοήθησε,
όπως και ο ακολουθών Ανδρέας διενηργούντο από 20 Μαρτίου έως 9
Μαΐου 1945.
Τιμήθηκε με το υπ' αριθ. 37 «ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟΣ
ΠΑΤΡΙΩΤΟΥ» 24/5/1945.
Ανδρέας Δεληγιαννάκης, αδελφός του προηγουμένου, εκ Μήλου.
Εκδήλωσε παράλληλη δράση με τον Μανώλη και τιμήθηκε με ομοιότυπο
«ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΟΥ» υπ' αριθ. 38, 24/5/1945.

4 4
ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Από τους βασικούς κλάδους της οικογένειας Δεληγιαννάκηδων -
Βαρδουλάκηδων, όπως αυτή έφθασε ως τις μέρες μας, μπορούμε να
διακρίνουμε τους ακόλουθους:
1) Δεληγιαννάκηδες της Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης, με προεκτάσεις
στην Αθήνα και αλλού. Είναι απόγονοι του Βάσου Βαρδουλέ ή
Δεληγιαννάκη, γιου του Ζαππετο Βαρδή Δεληγιάννη, από την Ανώπολι
Σφακίων. Στον κλάδο αυτό ανήκουν οι ονομαστικώς αναφερθέντες από τους
παραπάνω: Ιωάννης Δεληγιαννάκης, γιος του Βάσου και οι καπετάνιοι γιοι
του Κανάκης, Μάρκος και Ηλίας, οι και τελευταίοι καπετάνιοι αρχηγοί της
οικογένειας των Κρητικών Επαναστάσεων και του Μακεδόνικου Αγώνα.
Από τους νεώτερους, ο αναφερθείς Μανούσος Φασουλάκης.
2) Δεληγιαννάκηδες της Μήλου και του Πειραιά. Κατ' ευθείαν
απόγονοι των αναφερθέντων παραπάνω αρχηγών της επαναστάσεως του
1821-30 Στρατή Δεληγιαννάκη ή Μπικοστρατή (του ήρωα του
Φραγκοκάστελλου) και κυρίως του αδελφού του Σήφη, από το Ασφένδου
Σφακίων, γιων του Νικολάου Γεωργίου Δεληγιαννάκη ή Μπίκου. Στον
κλάδο αυτό ανήκουν από τους ήδη αναφερθέντες οι: Ανδρέας
Δεληγιαννάκης, διακοσίαρχος του 1821-30, ο γιος του Νικόλαος,
καπετάνιος του 1897 και οι γιοι του Νίκου Μανώλης και Ανδρέας.
3) Δεληγιαννάκηδες του Ηρακλείου Κρήτης. Είναι απόγονοι του
Θεοδώρου, Πεντακοσίαρχου του 1821, που αναφέρθηκε παραπάνω, γιου
του Νικολάου Γ. Δεληγιαννάκη ή Μπίκου και αδελφού των Γεωργίου,
Στρατή, Σήφη κ.λ.π., από το Ασφένδου Σφακίων.
4) Δεληγιαννάκηδες Κομιτάδων Σφακίων. Είναι επίσης απόγονοι του
Θεοδώρου Δεληγιαννάκη της προηγούμενης παραγράφου.
5) Δεληγιαννάκηδες της Παντάνασσας Ρεθύμνης. Δεν έχομε
μπορέσει να εξακριβώσομε τον Γενάρχη τους.
6) Δεληγιαννάκηδες του Σελίνου. Είναι απόγονοι του Ανδρέα
Δεληγιαννάκη, κατά πάσαν πιθανότητα γιου του Νίκου Δεληγιαννάκη ή
Μπίκου, που μετοίκισε από το Ασφένδου στον Άγιο Ιωάννη Ανωπόλεως,
αδελφού των Σήφη, Στρατή, Θεοδώρου κ.λ.π.
7) Βαρδουλάκηδες, (επίθετο που επικράτησε για τους επόμενους
κλάδους), του Σελίνου Χανίων Κρήτης. Είναι απόγονοι των γιων του
Ζαππετοβαρδή Δεληγιάννη, Νίκου και Αναγνώστη, αδελφών του γενάρχη
των Δεληγιαννάκηδων Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης και του Μανούσου
Βαρδουλάκη ή Βαρδουλομανούσου, γενάρχη των Βαρδουλάκηδων της
Λακωνίας και των Ζαχαριάδων της Ανωπόλεως Σφακίων.

45
8) Βαρδουλάκηδες της Λακωνίας. Είναι απόγονοι του Μανούσου
Βαρδουλέ ή Δεληγιαννάκη (Βαρδουλομανούσου), γιου του Ζαππετοβαρδή
Δεληγιάννη, από την Ανώπολη Σφακίων και αδελφού του Βάσου Βαρδουλέ
ή Δεληγιαννάκη, γενάρχη του κλάδου Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης και των
Νικολάου και Αναγνώστη Βαρδουλάκηδων, γεναρχών των Βαρδουλάκηδων
Σελίνου. Εγγονός του Βαρδουλομανούσου, ήταν ο Κυριακούλης
Βαρδουλάκης, Στρατηγός και Γερουσιαστής, στα χέρια του οποίου
βρισκόταν το «Λίμπρο του Ζαππετοβαρδή», γενεαλογικό βιβλιάριο του
1750, από το οποίο ο δεύτερος εξάδελφος του καπετάν Μάρκος
Δεληγιαννάκης της Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης αντέγραψε και διέσωσε μέχρι
τον γράφοντα το παρόν, την παρουσιαζόμενη γενεαλογική σειρά. Και ο
κλάδος τούτος μετακινήθηκε βαθμιαία στην Αθήνα.
9)Ζαχαριάδες της Ανωπόλεως Σφακίων. Και αυτοί απόγονοι του
Βαρδουλομανούσου, από τον πρώτο του γιο Ζαχαρία, που ήταν από μητέρα
Σφακιανή και εγκαταστάθηκε στην Ανώπολη, επιστρέψας από την εξορία
στη Λακωνία.

4 6
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΣΤΙΒΟ
Αλλά και στον ειρηνικό στίβο η οικογένεια Δεληγιαννάκηδων-
Βαρδουλάκηδων δεν χάθηκε και δεν υστερεί. Επειδή όμως οι διακριθέντες
ή διακρινόμενοι σ' αυτόν κατά το πλείστον ζουν αφ' ενός και αφ' ετέρου
κρίνομε σκόπιμο, συνεχίζοντες την οικογενειακή παράδοση σεμνότητος και
διατηρήσεως χαμηλού προφίλ, που ανέπτυξαν πρώτοι οι κατά τα άλλα
πανελληνίου εμβέλειας και γιγαντιαίου αναστήματος ήρωες της οικογένειας,
σεμνότητος που βρίσκει την αποθέωσί της στην έμμετρη αφήγηση
γεγονότων από τη μεγάλη επανάσταση 1821-1830 από τον πρωτοκαπετάνιο
Ρεθύμνης 1822-1830 Σήφη Δεληγιαννάκη (που ελπίζουμε σύντομα να
φέρουμε στο φως της δημοσιότητος), αποφασίσαμε να αναφερθούμε
σ'αυτούς στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό λιτά, τουλάχιστον όσον αφορά
στους ζώντες. Έτσι κατά σειράν των παραπάνω αναφερθέντων κλάδων θα
αναφερθούμε στους ακόλουθους.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ ΣΦΑΚΙΩΝ
(Παράρτημα 1 Γενεαλογίας)
Κανάκης Γερωνυμάκης. Διαπρεπής λαογράφος των Σφακίων,
τιμηθείς δίς (με πρώτο και δεύτερο βραβείο) από την Ακαδημία Αθηνών.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ ΜΗΛΟΥ
(Παράρτημα 2 Γενεαλογίας)
Νικόλαος Γεωργίου Δεληγιαννάκης. Νομικός
Θεόδωρος Γεωργίου Δεληγιαννάκης. Αδελφός του προηγουμένου.
Επίσης Νομικός, Σύμβουλος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών
Ελλάδος για θέματα εργατικού δικαίου.
Γεώργιος Νικολάου Δεληγιαννάκης, γιος του πρώτου από τους
παραπάνω, αρχαιολόγος.
Στο κεφάλαιο αυτό ο γράφων είναι βέβαιος ότι θα υπάρξουν παραλείψεις προσώπων που κι' αυτοί
αξίζουν ιδιαίτερης μνείας, ή πολύ λιτή μνεία άλλων, για τους οποίους θα άξιζε εκτενέστερη αναφορά. Ο
λόγος γι' αυτό είναι απλός και εύκολα κατανοητός. Και αυτός είναι ότι δεν ανταποκρίθηκαν
εκπρόσωποι των οικογενειών στην παράκληση μας να μας διαθέσουν στοιχεία και ονόματα συγγενών
που προέρχονται από τους κλάδους των, αν και ορισμένοι υποσχέθηκαν να το κάνουν. Είναι λοιπόν
απόρροια αδυναμίας ή ατέλειας επικοινωνίας και μόνον.

47
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΚΡΗΤΗΣ (Παράρτημα 3)
Εμμανουήλ Νικολάου Δεληγιαννάκης. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός,
Οικονομολόγος Μηχανικός, τέως πολιτευτής, τέως Γενικός Διευθυντής
ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. Γεννήθηκε το 1938 και σπούδασε στο Άαχεν της Γερμανίας. Το
1973 έγινε επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών
του Πολυτεχνείου του Άαχεν και το 1974 συνεργάτης στο Ινστιτούτο
Εμπειρικών Κοινωνικών Ερευνών και Κυβερνητικής στην Κολωνία.
Υπήρξε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Ευρωπαϊκών Κέντρων
Παραγωγικότητας από της 1ης/1/1992 και μέλος του Τεχνικού
Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Νικόλαος Στρατή Δεληγιαννάκης. Αρχτέκτων-Πολεοδόμος.
Στρατής Νικολάου Δεληγιαννάκης. Περιβαλλοντολόγος, γιος του
προηγουμένου.
Γεώργιος Στρατή Δεληγιαννάκης. Χημικός-Οινολόγος.
Ναταλία Γεωργίου Δεληγιαννάκη-Καλλίνη. Θυγατέρα του
προηγουμένου, Φιλόλογος, διδάκτωρ τού Πανεπιστημίου Οαιηοπα1§6.
Νικόλαος Ιωσήφ Δεληγιαννάκης. Φυσικός με ειδικότητα στη Φυσική
Πλάσματος. P.H.D Απόφοιτος των Αγγλικών Πανεπιστημίων Kings College του Λονδίνου
και του Πυρηνικής Φυσικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Ζει στην Αγγλία και
εργάζεται στο ΙΕΤ «Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Πυρηνικής Σύντηξης». Από το
Σεπτέμβριο του 1999 εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission)
στις Βρυξέλλες (τομέας έρευνας).
Θεόδωρος Νικολάου Δεληγιαννάκης. Φυσικομαθηματικός με
μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία στην επιχειρησιακή έρευνα.
Εργάσθηκε σε διευθυντικές θέσεις της SHELL, επίσης ως διευθύνων
σύμβουλος της SHELLGAS και ήδη ως Διεθυντής της Ελληνικής Ενώσεως
Εταιριών Υγραερίου.

48
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ
ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ (Παράρτημα 3)
Είναι από τους σχετικά νεότερους κλάδους. Από τους ζώντας και σε
ενεργό δράση, με κοινωνική επίδοση, αναφερόμαστε, κατά τις πληροφορίες
που μας δόθηκαν από τον κλάδο στους ακόλουθους:
Μιχαήλ Εμμανουήλ Δεληγιαννάκης. Αρχιτέκτων, εργάζεται σήμερα
στη Νομαρχία Ρεθύμνης, ως διευθυντής Πολεοδομίας.
Εμμανουήλ Νικολάου Δεληγιαννάκης. Φυσικός, διδάκτωρ του
Πανεπιστημίου του ΚΕΝΤ, στέλεχος της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Δημήτριος Στυλιανού Δεληγιαννάκης. Διδάκτωρ Αγγλικής
Γλώσσης, στέλεχος της Τραπέζης της Ελλάδος.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΡΕΘΥΜΝΗΣ (Παράρτημα 4)
Φαίδρα Κανάκη Δεληγιαννάκη (1898 - 1963). Κόρη του Καπετάν
Κανάκη I. Δεληγιαννάκη οπλαρχηγού του, 1889, 1896-7 και 1912-13 και
εγγονή του Ιωάννη Βάσου Δεληγιαννάκη ή Βασούλη, αρχηγού Ρεθύμνης
στην μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1868.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης. Τσως η πρώτη
γυναίκα επιστήμων της Οικογένειας, σπούδασε και άσκησε την Ελληνική
Φιλολογία, από το 1933. Λογοτέχνης και αυτοδίδακτη Αγιογράφος.
Από τα λογοτεχνικά της έργα αναφέρονται με κολακευτικές κριτικές τα
ακόλουθα: το θεατρικό δράμα «Στον Παρθενώνα δόκιμη καλόγρια» το
1951, που διδάχτηκε πολλές φορές στο θέατρο. Την «Απαγωγή του Κράϊπε»
το 1952. Αργότερα: «Μια δάφνη στη Μεσόγειο αιματοποτισμένη», «ο
Μίνως» και βρισκόταν υπό εκτύπωση τα «Ριζίτικα τραγούδια» και
«Παραμύθια της Κρήτης». Δεν γνωρίζουμε αν εκτυπώθηκαν.
Αγιογραφίες της κοσμούν εξωκλήσια του χωριού της.
Ηλίας Στυλιανού Δεληγιαννάκης. Στρατιωτικός ιατρός. Εξαντλήσας
ιεραρχίαν, αποστρατεύθηκε ως υποστράτηγος, διευθυντής Υγειονομικού του
Ελληνικού Στρατού. Επίσης, στον πανεπιστημιακό στίβο του απονεμήθηκε
ο τίτλος Υφηγητού της Νευρολογίας-Ψυχιατρικής από την Ιατρική Σχολή
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (στη νεότερη ορολογία ο
τίτλος αυτός λέγεται «άμισθος επίκουρος καθηγητής»).


ΦΩΤΟ

 

Το μιτάτο των Δεληγιαννάκηδων, μεταξύ Ίμβρου και Ασφένδου
(γνωστό και ως «Κοΰμοι» των Ντεληγιάννηδων)

4 9
Θυγατέρες του είναι οι δύο που ακολουθούν:
Άλκηστις Ηλία Δεληγιαννάκη. Φιλόλογος Αγγλικής Φιλολογίας.
Δίδαξε επιτυχώς στα εκπαιδευτήρια «ΠΛΑΤΩΝ».
Ηλέκτρα Ηλία Δεληγιαννάκη-Ζαχαριάδη. Κοινωνιολόγος,
απόφοιτος της Παντείου Σχολής.
Μαγδαληνή Στυλιανού (Δεληγιαννάκη)-Δουλγεράκη Τυλλιανάκη.
Αδελφή του προηγουμένου. Ιατρός Μικροβιολόγος.
Δανάη Ε. Τυλλιανάκη. Κόρη της προηγουμένης. Φαρμακοποιός.
Μάρκος Θεοδώρου Δεληγιαννάκης. Αξιωματικός πεζικού, έφθασε
στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχου.
Αγάπη Ιωάννου Δεληγιαννάκη. Φιλόλογος.
Εμμανουήλ Εγγλέζος-Δεληγιαννάκης. Γιος της προηγουμένης.
Νομικός. Πρόσφατα εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της «Ενώσεως των
Απανταχού Σφακιανών» και Εκδότης και Διευθυντής Συντάξεως της
εφημερίδας "ΣΦΑΚΙΑ", της ίδιας Ενώσεως και ακόμη πρόεδρος της
«Ενώσεως των Αργυρουπολιτών Αθηνών».

50
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ ΣΕΛΙΝΟΥ
(Παράρτημα 5)
Ιωσήφ Εμμανουήλ Μπουτσικάκης. Ιατρός
Μάρκος Εμμανουήλ Μπουτσικάκης. Αδελφός του προηγουμένου.
Οικονομολόγος.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΔΩΝ ΛΑΚΩΝΙΑΣ
(Παράρτημα 6)
Γεώργιος Δημοσθένη Βαρδουλάκης. Φιλόλογος- Λογοτέχνης.
Μανουέλα Δημοσθένη Βαρδουλάκη-Βαρδινογιάννη. Παντρεύτηκε
τον από τη μητέρα του μακρυνό συγγενή της Νίκο Βαρδινογιάννη, ιδρυτή
της δυναστείας επιχειρήσεων Βαρδινογιάννη και απέκτησαν τέσσερα τέκνα.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΖΑΜΠΕΤΗΔΩΝ-ΖΑΧΑΡΙΑΔΩΝ
ΑΝΩΠΟΛΕΩΣ (Παράρτημα 6Α)
Ανδρέας Μανώλη Ζαχαρίας. Υπάλληλος Πολιτικής Αεροπορίας στο
αεροδρόμιο Χανίων.
Ευαγγελία Μανώλη Ζαχαρία. Αδελφή του προηγουμένου.
Υπάλληλος Εμπορικής Τράπεζας.
Αννα Μανώλη Ζαχαρία. Αδελφή των προηγουμένων. Υπάλληλος
Ταχυδρομείου Καλλιθέας Αττικής.
Πόπη Μανώλη Ζαχαρία. Αδελφή των προηγουμένων.
Ανθυποσμηναγός της Πολεμικής Αεροπορίας.

51
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΔΩΝ ΣΕΛΙΝΟΥ
(Α. Παραρτήματος 7Α Γενεαλογίας)
Αντώνιος Ιωάννου Βαρδουλάκης. Μετείχε σε αντάρτικες ομάδες
κατά τη Γερμανική κατοχή, με σημαντική δράση και ήταν μέλος της ομάδας
που δολοφόνησε τον αιμοσταγή Γερμανό Χανς, φόβο και τρόμο της
επαρχίας Σελίνου.
Ευτύχιος Γεωργίου Βαρδουλάκης. Γεννήθηκε το 1939 στους
Ανύδρους Σελίνου. Κατετάγη στη Χωροφυλακή και φοιτήσας στη σχολή
Αξιωματικών Χωροφυλακής, ονομάσθηκε το 1967 Ανθυπομοίραρχος.
Προαγόμενος πάντα κατ' εκλογήν, και υπηρετήσας σε διάφορες μάχιμες και
επιτελικές θέσεις αποστρατεύθηκε μετά από αίτηση του το 1989 με το
βαθμό του Ταξιάρχου της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ).
Ηλίας Εμμανουήλ Βαρδουλάκης. Πτυχιούχος της Παντείου και
Νομικής Σχολής Αθηνών είναι στέλεχος της Εμπορικής Τραπέζης.
(Β. Παραρτήματος 7Β Γενεαλογίας)
Πολύδωρος Νικολάου Βαρδουλάκης 1900-1991. Κατάγεται από τους
Ανύδρους Σελίνου και υπήρξε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της
Κρητικής Παροικίας της Αθήνας.
Αφού κατόρθωσε να υπερνικήσει τις μύριες δυσκολίες της εποχής και
αφού υπηρέτησε 4 χρόνια στο στρατό, εκ των οποίων 18 μήνες στη Μικρά
Ασία, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έγινε
συμβολαιογράφος. Ένας από τους πιο επιτυχημένους και ανεγνωρισμένους
συμβολαιογράφους Αθηνών της εποχής, επί 42 ολόκληρα χρόνια.
Ορκισμένος να βοηθήσει νέους που πάλευαν, όπως πριν αυτός, να
σπουδάσουν με μύριες οικονομικές και μη δυσκολίες, κατανάλωσε έντονη
δραστηριότητα για τη δημιουργία φιλανθρωπικού πνευματικού ιδρύματος.
Κινητοποιώντας για το σκοπό αυτό γνωστούς και αγνώστους, μικρούς και
μεγάλους, Κρήτες της Κρήτης και της διασποράς, αλλά και μη Κρήτες και
υπερνικώντας μικρόψυχες αντιδράσεις, επέτυχε να κάνει την ιδέα έργο. Και
το έργο αυτό είναι το ευαγές Ίδρυμα «Κρητική Εστία», που εγκαινιάστηκε
στις 29 Μαρτίου 1970. Εστία με κύριο σκοπό να βοηθήσει στις σπουδές
στους Κρητικόπουλα, αλλά και όποιο άλλο καλό μπορέσει να κάνει. Και
αγωνίστηκε ώσπου να βρίσκεται σήμερα η Εστία προικοδοτημένη με 35
ακίνητα και 2 επί πλέον κληροδοτήματα, εχρημάτισε δε πρόεδρος της για 18
χρόνια. Είχε ήδη επιτύχει να θέσει το ίδρυμα υπό την αιγίδα της Παγκρητίου

52
Ενώσεως Αθηνών, της οποίας επίσης αποτελούσε στέλεχος επί πολύ μεγάλο
χρονικό διάστημα. Έτσι μπόρεσε να φύγει το 1991 ήσυχος, ότι το έργο του
γερά θεμελιωμένο, θα προχωρεί αισόδοξα τον αυτόνομο και αυτοδύναμο
δρόμο του.
Γεώργιος Αντωνίου Βαρδουλάκης. Στρατηγός, Αρχηγός της
Ελληνικής Χωροφυλακής. Διακρίθηκε από την αρχή της σταδιοδρομίας του
στη δίωξη του εγκλήματος, υποστάς και σωματικά τραύματα σοβαρά κατ'
αυτήν. Προαγόμενος άφησε εποχή ως Συνταγματάρχης Ανώτερος Διοικητής
Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης στην αρχή της δεκαετίας του 1950 και
ακολούθως της Κρήτης. Στην τελευταία αυτή θέση πέτυχε την οριστική
κατάπαυση της τελευταίας εστίας του Εμφυλίου Πολέμου, στο νομό
Χανίων, μόνος αυτός γενόμενος πιστευτός, αφού έδωσε το λόγο της τιμής
του στους τελευταίους φυγοδικούντες αντάρτες της αριστεράς, ότι η
κυβέρνησις τους συγχωρούσε, αφού πριν είχε εκμαιεύσει ο ίδιος από την
Κυβέρνηση αυτή την απόφαση. Ακολούθως διοίκησε ως αντιστράτηγος το
σώμα της Ελληνικής Χωροφυλακής. Οι τρεις γιοι του, διαπρέποντες στον
επιστημονικό στίβο, αναφέρονται στη συνέχεια:
Ανδρέας-Αντώνιος Γεωργίου Βαρδουλάκης. Πολιτικός μηχανικός,
διακρίθηκε στην ειδικότητα του και στη γενικότερη κοινωνική του δράση.
Έτσι, το 1990 του ανατέθηκε η προεδρία της Εταιρείας Αστικών
Συγκοινωνιών και το 1992 η προεδρία του Οργανισμού Αστικών
Συγκοινωνιών Αττικής. Είναι εκλεγμένο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (EMSU).
Αντώνιος Γεωργίου Βαρδουλάκης. Καθηγητής στο Πολυτεχνείο
Θεσσαλονίκης.
Ιωάννης Γεωργίου Βαρδουλάκης. Καθηγητής στο Πολυτεχνείο
- ί ο
Αθηνών, Γραφείο Αντοχής Υλικών .
Προκοπής Γεωργίου Βαρδουλάκης. Έγκριτος δικηγόρος Χανίων και
Νομικός σύμβουλος μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών.
Ανδρέας Νικολάου Βαρδουλάκης. Αντιστράτηγος Πυροβολικού.
Απόστρατος το 1967, έλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο αποτυχόν
Δεκεμβριανό κίνημα του Βασιλέως Κωνσταντίνου, προς ανατροπήν της
διδακτορίας Παπαδοπούλου.
Η οικογένεια του Στρατηγού και οι γιοι του, αν και παρακληθέντες κατ'επανάληψιν, δεν μας διέθεσαν
περισσότερες πληροφορίες και γι' αυτό γράφουμε μόνον τα λίγα αυτά, που συλλέξαμε εξ άλλων πηγών
και από προσωπικές αναμνήσεις του γράφοντος, όσον αφορά τον ίδιο τον Στρατηγό.

53
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1.  ΜΑΡΚΟΣ I. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ.

1. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ από συνομιλίες με τον καπετάν ΜΑΡΚΟ ΙΩΑΝ.
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ.
2. ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ για τον ίδιο «Καϋμένη Τσαμουργιά». Τραγουδιέται στην
Ήπειρο και έχει γραφτεί σε δίσκο σαν «Βαρύ Τσάμικο» με τίτλο «Ο
ΝΤΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ».
3. ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ υπό Β. Γ. ΒΕΡΝΑΔΗ, που
αφορούν στη δράση του στην Ήπειρο.
4. ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2. ΗΛΙΑΣ I. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ.
1. ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ που αφορούν στον ΗΛΙΑ ΙΩΑΝ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ, κατά
τον Μακεδόνικο Αγώνα (από Αρχείο Ιατρού Αναστασίου Πηχειών).
2. ΑΝΑΤΥΠΟ ΑΡΘΡΟΥ αφιερωμένου σ' αυτόν στη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ
ΖΩΗ», τεύχος 193, Ιούνιος 1982, σελίδες 22-23.
3. ΑΝΑΦΟΡΑ για τον ίδιο σε δημοσίευμα που αφορά στον καπετάν Λάζο
στη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ», τεύχος 156, Μάϊος 1979, σελίς 32.
4. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ κατά το Μακεδόνικο
αγώνα που τα πήραμε από την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ
ΑΓΩΝΟΣ» του ΣΤΑΜΑΤΗ ΡΑΠΤΗ, που δημοσιεύθηκε το 1908.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3. ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΒΑΣΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ από τη ζωή του όπως μας τα διέσωσε η προφορική
οικογενειακή παράδοση.

54
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Από συνομιλίες με τον "καπετάν" ΜΑΡΚΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
Ο γράφων είχε το προνόμιο να είναι ο πρώτος από την οικογένεια των
Δεληγιαννάκηδων, εν προκειμένω του κλάδου Αργυρουπόλεως Ρεθύμνης,
που ακολούθησε στρατιωτική καριέρα, σπουδάζοντας στη Στρατιωτική
Ιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης, είκοσι πέντε όλα χρόνια μετά τους
τελευταίους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους. Για το λόγο αυτό και
απελάμβανα ιδιαιτέρων αισθημάτων εκ μέρους του Γέρου Καπετάνιου, που
έβλεπε στο πρόσωπο μου να μην έχει πεθάνει η προς τα στρατιωτικά,
"έστω και σαν γιατρός" όπως έλεγε κλίσις και συνέχεια, μιας ιστορικής
οικογένειας, που ο ίδιος είχεν ιχνηλατήσει τις ρίζες της από το 16° αιώνα.
Για το λόγο αυτό στις συναντήσεις μας, στα διαλείματα των σπουδών
μου, μου διηγιόταν διάφορες στιγμές από την πολυτάραχη ζωή του και τη
συμβολή του στους απελευθερωτικούς αγώνες της Φυλής.
Τις αναμνήσεις αυτών των διηγήσεων θα προσπαθήσω να καταγράψω
στη συνέχεια.
ΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Από την συμβολή του στην απελευθέρωση της Ηπείρου
Ο Μάρκος Ιωάννου Δεληγιαννάκης, οπλαρχηγός ήδη υπό τον πατέρα
του, αρχηγό του Νομού Ρεθύμνης στις Κρητικές Επαναστάσεις του 1866-68
και 1897, συμμετασχών ως οπλαρχηγός στην τελευταία, ήταν ένας από τους
αρχηγούς που εχρησιμοποίησε ο μεγαλοφυής Εθνάρχης Ελευθέριος
Βενιζέλος, στέλνοντας τους μπροστά από τον ελληνικό Στρατό, πριν από τη
μεγάλη εξόρμηση του 1912, στην κατεχόμενη Ήπειρο και Μακεδονία,
αυτούς που η αναμνηστική στήλη στο χώρο του τότε Στρατηγείου του
διαδόχου Κωνσταντίνου στο Εμίν Αγά, προ των Ιωαννίνων, αναγράφει ως
"ΚΡΗΤΕΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΙ". Ο μεγαλύτερος αδελφός του Κανάκης
στάλθηκε τότε με το σώμα του στην Ανατολική Ήπειρο (Πέντε Πηγάδια,
Ξηροβούνι), ο δε μικρότερος, Μακεδονομάχος ήδη αρχηγός Ηλίας, στη
Δυτική Μακεδονία και από εκεί εστράφησαν αργότερα προς τα Ιωάννινα
και συναντήθηκαν με τον Μάρκο, αφού μετέσχον στη Μάχη του Δρίσκου,
στην κυκλωτική κίνηση του ελληνικού Στρατού περί τα Ιωάννινα.

55
Ο Μάρκος, με ίδιο σώμα από 30 Κρήτες και 70 Σουλιώτες
Θεσπρωτούς, περίπου, είχε σαν αποστολή την αποκοπή της Θεσπρωτίας και
παρεμπόδιση της αποστολής ενισχύσεων στα Γιάννινα από την πλούσια σε
Τουρκαλβανικό μουσουλμανικό στοιχείο Θεσπρωτία (ή Τσαμουριά τότε).
Για να το πετύχει αυτό εκινείτο και πολεμούσε στον άξονα -Όρη Σουλίου-
Καλαμάς Ποταμός- συνδεόμενος και συμπράττων με τον καπετάν
Κρομύδα, από το Δεσποτικό, που είχε την ευθύνη βορείως της περιοχής του
Δεληγιαννάκη.
Οι μαρτυρίες, γραπτές και προφορικές από κατοίκους της περιοχής που
ακόμη θυμούνται, λένε ότι η δράσις του ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική.
Ήτο τόσο έντονα εμπλεγμένος, ώστε χρειάσθηκε να στείλει αντιπρόσωπο
για να βαφτίσει εκ μέρους του τον αργότερα υφυπουργό Εσωτερικών
Αθανασίου, που θα τον βρούμε σε οψιμότερη "ανάμνηση", γιατί τη μέρα
της βαπτίσεως πολεμούσε.
Σε μια από τις μάχες αυτές σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος και ανηψιός
του, (απώλεια την οποία θυμούνται ντόπιοι της περιοχής γιατί τη θρήνησε
πολύ ο αρχηγός και θείος του), ο Μανώλης Πατεράκης.
Όταν ελευθερώθηκαν τα Γιάννινα και έγινε ειρήνη, διαλύθηκαν και τα
αντάρτικα σώματα. Ο Μάρκος έμεινε στα Γιάννινα κάμποσο καιρό, πριν
γυρίσει πίσω. Μετά από λίγο καιρό όμως τον ζήτησαν και τον βρήκαν
κάμποσα από τα ντόπια παληκάρια του. " Καπετάνιε, του είπαν, ήρθαμε να
σε βρούμε γιατί φαίνεται πως για μας δεν ετελείωσε ο πόλεμος. Εμείς δεν
ελευθερωθήκαμε. Οι Τούρκοι αγάδες έχουν πάντα τα χωριά μας τσιφλίκια
και τους Αρβανίτες μαζί τους κι' εμείς είμαστε σκλάβοι. Εσύ θα μας
ελευθερώσεις". Όταν εκδήλωσε την απορία του για το τι ήθελαν να κάνει,
του είπαν ότι ζητούν να μπει πάλι αρχηγός τους και να πάνε να σκοτώσουν
τους αφέντες τους. Ο καπετάνιος αρνιόταν για πολλήν ώρα, λέγοντας τους
πως αυτό πια θα είναι ένα καθαρό φονικό, αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Αφού τον πάλευαν πολλή ώρα για να τον πείσουν, πικραμένοι του δήλωσαν
ότι "δεν θα τον ξέρουν πια για αρχηγό τους και θα πάνε οι ίδιοι να
ξεκαθαρίσουν τη Θεσπρωτία, όπως μπορέσουν". Όταν πια είδε ότι ήταν
αποφασισμένοι, υπέκυψε. Τους μάζεψε και ξεκίνησαν.
Στη Θεσπρωτία έστελνε μαντατοφόρο σ' έναν-έναν στους αγάδες και
τους ειδοποιούσε ότι τους θέλει ο αρχηγός '' για να τους πάει στα Γιάννινα,
όπου τους ζητά ο στρατηγός ο Δαγκλής". Συγκέντρωσε έτσι 72 αγάδες και
ξεκίνησαν. Όταν έφθαναν στο πέρασμα που λέγεται "Σκάλα της
Παραμυθιάς", διέταξε στάση για να ξεκουρασθούν. Είχε διαλέξει αυτή τη
θέση σαν χώρο του δράματος, γιατί ήταν μια "λάκα", περιμετρικά της
οποίας έταξε τους άνδρες του για φρούρηση και γιατί στο μέρος αυτό είχε
σκοτωθεί ο ανηψιός και σημαιοφόρος του Μανώλης Πατεράκης. Όμως δεν
είχε ακόμη νικήσει τις δικές του αντιστάσεις για το φονικό στο οποίο είχε
κληθεί να πρωταγωνιστήσει. Έκατσε "πάνω σ' ένα χαράκι" (=βράχος
στην κρητική διάλεκτο) κρατούσε το κεφάλι του, μακριά από όλους και

56
σκεπτόταν. Εκεί τον επλησίασε ένα από τα παληκάρια του και του είπε ότι
ζητά να του μιλήσει ένας από τους αγάδες. Τον δέχθηκε και εκείνος του
είπε: " Καπετάνιε εμείς εκαταλάβαμε τώρα πού μας πας και τι θα μας
κάνεις. Είμαστε δυο αδέλφια εδώ. Άφησε τον ένα μας και θα σου φέρει δυο
φορτώματα χρυσάφι, να μας αφήσεις ελεύθερους".
Αυτό έκανε τον καπετάνιο να αποφασίσει αμέσως εκείνο που ως τότε
δυσκολευόταν. Τον έδιωξε σκαιώς να πάει με τους άλλους, πήδηξε πάνω
"στο χαράκι" και φώναξε στους μελλοθάνατους: "Σκυλιά, 400 χρόνια μας
πίνατε το αίμα. Ήλθε η ώρα να πληρώσετε. Το χρυσάφι σας δεν μας
χρειάζεται". Έδωσε την διαταγή και σε λίγο όλοι είχαν εκτελεσθεί.
Μεθυσμένοι οι άνδρες του από την εκπλήρωση του ονείρου της
τελικής τους απελευθερώσεως, δεν επιβεβεβαίωσαν τον θάνατο όλων των
θυμάτων. Δυο από αυτούς δεν είχαν πεθάνει, προσποιήθηκαν τους νεκρούς
και όταν έφυγαν οι θύτες τους, εσύρθηκαν τραυματσμένοι και κατόρθωσαν
να φθάσουν ως την Πάργα. Από κει διεκπεραιώθηκαν στην Κέρκυρα και
παρουσιάσθηκαν στο Αυστριακό Προξενείο, όπου και ανέφεραν τα
γενόμενα. Οι Αυστριακοί εκπροσωπούσαν διπλωματικά τους Τούρκους
εκείνη την εμπόλεμη περίοδο. Δημιουργήθηκε έτσι διπλωματικό επεισόδιο
και ο Βενιζέλος αναγκάσθηκε να διατάξει την σύλληψη του Μάρκου
Δεληγιαννάκη, διαμηνύοντας του ταυτόχρονα ότι το κάνει για να
ικανοποιήσει την διαμαρτυρηθείσα δύναμη. Τον έκλεισαν στις φυλακές του
Κάστρου των Ιωαννίνων, απ' όπου όμως τον άφηναν τα βράδυα να βγαίνει
και να παίρνει ένα μεζεδάκι με τους φίλους του. Όπως μου έλεγε πάντα,
διεξήχθη δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο και ακοινώθηκε αργότερα η
εκτελεσίς του. Κρυφά τον άφησαν ελεύθερο κα έφυγε από την Ήπειρο.
Λένε σήμερα στην Παραμυθιά, πως "οι Αρβανίτες το κρατάν 30
χρόνια". Σε εκδίκηση τους για το φόνο των αγάδων αποδίδουν την
προδοσία από τους Τσάμηδες που οδήγησε στην εκτέλεση των Προκρίτων
της Παραμυθιάς από τους Γερμανούς στην κατοχή. Με την σειρά του,
εκδικούμενος ο ΕΔΕΣ του στρατηγού Ζέρβα, κατεδίωξε τους τελευταίους
μουσουλμάνους από την Θεσπρωτία και έμεινε αμιγώς ελληνοκατοικούμενη
σήμερα και αυτή η ελληνική γη. Καθαρισμένη από τον Μάρκο
Δεληγιαννάκη και το Ναπολέοντα Ζέρβα.
Το περιγραφέν επεισόδιο και όλη η δράση του Μάρκου στην Ήπειρο
τραγουδιέται σε ωραίο επικό ποίημα, που σαν τσάμικο φέρει τον τίτλο "Ο
Ντεληγιαννάκης''.
Από το 1912 ως το 1940
Έλαβε μέρος σαν αρχηγός ιδίου αντάρτικου σώματος στον αγώνα για
την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου το 1914. Από αυτόν δεν

 

ΦΩΤΟ 
Σώμα Εθελοντών στο Θερισσό το 1905

 

57
ενθυμούμαι να μου έχει διηγηθεί κάτι ούτε και από τα επόμενα χρόνια, κατά
τα οποία είχε ονομασθεί έφεδρος υπολοχαγός κατ' απονομήν, όπως και ο
μικρότερος αδελφός του Ηλίας. Δεν γνωρίζω για τη συμμετοχή του στον Α!
Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο σκοτώθηκε στις 19 Μαΐου 1918 ο
ανωτέρω αδελφός του Ηλίας στο Σκρα. Ασφαλώς και ο Μάρκος μετέσχε σ'
αυτόν τον πόλεμο, γιατί έπαιρνε σύνταξη σαν υπολοχαγός, ασήμαντη σε
ποσό λόγω των λίγων χρόνων της επισήμου υπηρεσίας του σαν
αξιωματικού. Φωτογραφία του που διαθέτω αυτής της εποχής, φέρει την
ιδιόχειρη εγγραφή του «Μάρκος Δεληγιαννάκης - Υπολοχαγός πεζικού,
υπασπιστής 8ου προκαλύψεως».
Έμεινε μερικά χρόνια στην Αθήνα και για λίγο είχε εργασθεί στο Δήμο
Αθηναίων. Ο γράφων γεννήθηκε το 1927 και όντας ο πρώτος άρρην από τις
οικογένειες των Δεληγιαννάκηδων που γεννήθηκε μετά το 1918, πήρε κατά
γενική επιθυμία των το όνομα του Ηλία, που εθεωρείτο και ήταν ο
ηρωικότερος αδελφός από τους 4 γιους του αρχηγού των Επαναστάσεων
1866-68 και 1897, Ιωάννη Βάσου Δεληγιαννάκη ή Βασούλη. Από τότε που
θυμάμαι λοιπόν, ενθυμούμαι το σεβάσμιο γέροντα αδελφό Κανάκη, με την
Κρητική φορεσιά, τις βράκες και τη σεβάσμια γενειάδα και τον νεότερο
Μάρκο, με στρατιωτική φορεσιά, κυλότα και γκέτες, του αξιωματικού, να
ζουν στην Αργυρούπολη. Ο πρώτος με οικογένεια και απογόνους, ο
δεύτερος μοναχικός -έμεινεν άγαμος- σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο, που σαν
μόνη κτηματική περιουσία διέθετε αγροτεμάχιο περίπου 1/3 έως ιΑ
στρέμματος στην είσοδο του χωριού, που το είχε μετατρέψει σε
"οικογενειακό νεκροταφείο της Οικογένειας Δεληγιαννάκηδων" και σαν
τέτοιο παραμένει, το είχε φυτέψει με όμορφα κυπαρίσσια και είχε σ'αυτό
τον τάφο του παππού του Βάσου, του πατέρα του Ιωάννη και του αδελφού
του Ηλία, του οποίου τα οστά και το μαρμάρινο σταυρό, που το σύνταγμα
του είχε κάνει, μετέφερε ο ίδιος το 1924 από την Αξιούπολι, Κιλκίς,
υπηρετών ακόμη τότε ως υπολοχαγός και υπασπιστής Συντάγματος
Προκαλύψεως στο Νομό Σερρών. Τώρα και οι υπόλοιποι γέροντες
αναπαύονται εκεί. Τα δικαιώματα του από την πατρική περιουσία είχε
αφήσει στους αδελφούς του που είχαν απογόνους.
Ζούσε λοιπόν σε εκούσια πενία, αλλά πάντα καθαρός περιποιημένος
και πολύ ωραίος, ροδοκόκκινος, με κοντή γενειάδα και αρειμάνιο μύστακα,
ενώ στις πάντα βαθουλωμένες κόγχες του στριφογύριζαν ανήσυχα
κυριολεκτικά αετίσια μάτια. Από ηλικίας 55 ετών ετρέφετο μόνο με φυτικές
τροφές. Το νερό του το έφερνε κάθε πρωΐ μόνος σ' ένα μικρό σταμνάκι από
τις μεγάλες πηγές του χωριού, όπου κατέβαινε μια απόσταση λιγότερη από
ένα χιλιόμετρο, αλλά με υψομετρική διαφορά 150-200 μέτρων, με
κακοτράχαλο καλντιρίμι. Οι συναναστροφές του ήσαν πολύ λίγες. Δεν
αξίωνε τον καθένα με τη σχέση του. Για όλη αυτή τη μεγαλοπρεπή και
απόμακρη εικόνα του, οι χωριανοί του είχαν δώσει το παρατσούκλι
"Τσάρος".


ΦΩΤΟ

Σημαία του Καπετάν Μάρκου Δεληγιαννάκη
Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου

ΦΩΤΟ

Σπαθί του Καπετάν Μάρκου Δεληγιαννάκη
Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου

58
Ασυμβίβαστος, ελεύθερος, με όλη την έννοια που έδινε ο Καζαντζάκης
στον όρο (δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος) έκανε
μακρούς περιπάτους σε εξοχές, πάντα μοναχικός και μένοντας στο μικρό
του σπιτάκι, που το είχε διαμορφώσει σε ατομικό μουσείο. Οι τοίχοι ήταν
καλυμένοι με φωτογραφίες των ηρώων του μεγάλου αγώνα της Ελληνικής
Επαναστάσεως του 1821, της Ελλάδος και Κρήτης. Ψηλά σε περίοπτο θέση
είχε κορνιζώσει τη σημαία του σώματος του της Ηπείρου, ελληνική
πολεμική σημαία με το σταυρό και την εγγραφή " ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή
ΘΑΝΑΤΟΣ 1912 " και από κάτω οπλοθήκη με τα όπλα που κατά καιρούς
είχε χρησιμοποιήσει, απ' ότι θυμάμαι γκρα, μάουζερ ασημοστολισμένο
λάφυρο από Τούρκους της Ηπείρου, σπαθί Έλληνος αξιωματικού,
γιαταγάνι, πασαλή (το πελώριο κρητικό μαχαίρι) και περίστροφα. Μετά την
απελευθέρωση από τους Γερμανούς προστέθηκε σ' αυτό και ένα αυτόματο
γερμανικό Στάγιερ, από την δική του συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης του
1941. Αυτά όλα γνωρίζω ότι στο τέλος της ζωής του ή ίσως μετά θάνατον
έχει κληροδοτήσει στο Εθνολογικό Μουσείο Ηρακλείου, σε μένα δε έδωσε
τη "Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια" του.
Αληθινό λείψανο της ηρωικής εποχής, όταν έφευγαν τα ανήψια του,
συνήθως εθελοντές, για τους αγώνες της Μικράς Ασίας και το 1940, τους
ευχόταν "να πας παιδί μου στο καλό και ο Θεός να σε αξιώσει να γυρίσεις
με ένα μάτι, ή με ένα χέρι ή με ένα πόδι, αφού θα έχεις δώσει το άλλο στην
πατρίδα". Ένας από αυτούς που πήραν την ευχή αυτή, ήταν και ο πατέρας
μου, όταν έφευγε εθελοντής το 1916.

59
ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1941 - ΚΑΤΟΧΗ
Στα 72 χρόνια του, τον βρήκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η μάχη
της Κρήτης. Εκείνες τις μέρες έμενε σ' ένα εξοχικό οικίσκο σ' ένα αμπέλι
συγγενή του στην παρυφή της πόλεως του Ρεθύμνου.
Σαν μύρισε μπαρούτι χλιμίντρισε το άλογο του πολέμου μέσα του.
Αναπέτασε την παλιά, μουσειακή σημαία του και μαζί κρέμασε τα
καλοσυντηρημένα και απαστράπτοντα στο δυνατό ανοιξιάτικο ήλιο άρματα
του.
Όπως μου έλεγε, κάποιο αεροπλάνο διέγραψε αναγνωριστικούς
κύκλους από πάνω "προφανώς το πέρασε για πολεμικό αρχηγείο". Ο
γέροντας θυμήθηκε ότι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τα ντουφέκαγαν τα
αεροπλάνα. Με την πείρα που διέθετε άρπαξε το όπλο του και άρχισε να
ντουφεκάει, αλλά όχι όπως-όπως. Όπως εγύριζε το αεροπλάνο, το
ακολουθούσε από τη μεριά της ουράς, από γωνία σε γωνία καλυπτόμενος,
για να αποφεύγει τον πολυβολισμό που είχε αρχίσει ο αεροπόρος. Μετά από
μερικές περιστροφές όμως "φαίνεται πως τον βαρέθηκε και του έριξε μια
μικρή βόμβα" η οποία ανετίναξε τοίχους του αμπελιού και προξένησε
ζημιές στον οικίσκο. "Τότε κατάλαβα πως δεν είναι πια ο πόλεμος όπως τον
ήξερα, εσταμάτησα να τον πυροβολώ, κάνοντας τον πεθαμένο και εκείνος
έφυγε".
Περισσότερα δεν μου είχε πει εκείνα τα χρόνια για την τελευταία του
μάχη. Μετά την απελευθέρωση όμως, στην οπλοθήκη προστέθηκε ένα
καλοδιατηρημένο αυτόματο Στάγιερ, με τον διακριτικό αετό του
αξιωματικού στη λαβή του.
Και άρχισε η μακριά νύχτα της κατοχής. Ο σεβάσμιος γέροντας
εζήτησε άδεια από τις αρχές κατοχής, όπως είχαν εκείνες εντολή από τον
ίδιο το Χίτλερ να παρέχουν και διατήρησε τα παλιά του πολεμικά λάφυρα
και το ιδιωτικό του μικρό μουσείο. Ώφειλε να παρουσιάζεται, όπως κάθε
παλιός αξιωματικός, μία φορά την εβδομάδα στις αρχές κατοχής, που
έδρευαν στο ίδιο το χωριό του. Όμως για τη σεβάσμια αυτή φιγούρα γινόταν
μια εξαίρεσις. Δεν τον καλούσαν, αλλά επήγαιναν και τον έβλεπαν. Πάντα
ήσαν δύο οι επισκέπτες. Μπαίνοντας στο ανώγειο όπου έμενε, κτυπούσαν
τις μπότες τους σε προσοχή και χαιρετούσαν στρατιωτικά, εβεβαιώνοντο για
την παρουσία του και έφευγαν.
Όπως ήταν φυσικό, ο γέροντας ήταν καλά πληροφορημένος για τα
κινήματα αντιστάσεως. Και οι δυο πλευρές, του επρότειναν να τον κάνουν
αρχηγό στην περιοχή. Ιδιαίτερη επιμονή έδειξε ο ΕΛΑΣ. Προφανώς ήθελαν
να εκμεταλλευθούν την μεγάλη προσηλυτιστική απήχηση που θα είχε το
όνομα του. Η σοφία του παλιού πολεμιστή όμως και προφανώς ο ασίγαστος
έρωτας για τη λευτεριά της μιας και αδιαίρετης πατρίδας, του υπαγόρευσε
την απάντηση. "Αφού πολεμάμε για την πατρίδα και την ελευθερία, να μην

6 0
έχουμε κόμματα, να σμίξουμε όλοι στην περιοχή και να κάνουμε ένα λόχο.
Τότε θα έλθω μαζί σας, όσο μπορώ πεζός κι' όπου ή όταν δεν θα μπορώ, θα
μου βρείτε ένα άλογο για τις μετακινήσεις". Μα δυστυχώς δεν ήταν αυτό
που ήθελαν. Έτσι δεν ευλόγησε κανέναν.
Τα χρόνια προχωρούσαν και οι Γερμανοί, συρρικνούμενοι έφυγαν από
την Αργυρούπολη. Ο κοντινότερος σταθμός τους έμεινε στην Επισκοπή
Ρεθύμνης, 5 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί τον υποχρέωναν να παρουσιάζεται
κάθε 15 ημέρες. Διαμαρτυρήθηκε γι' αυτό και ζήτησε να τον απαλλάξουν
απ' αυτή την υποχρέωση. "Είμαι γέροντας, με βλέπετε, μη με βασανίζετε να
έρχομαι κάθε 15 ημέρες". Εκείνοι όμως του απήντησαν ότι μπορεί να είναι
γέρων, αλλά με πολύ μεγάλο γόητρο και μπορεί να τους κάνει πολύ κακό αν
πάει με τους αντάρτες. Και ο ατρόμητος γέρων απήντησε "Αν μπορούσα θα
το είχα ήδη κάνει, δεν θα περίμενα να μου το υποδείξετε ούτε και θα
φοβόμουν τίποτα".
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Η απελευθέρωση ήλθε, τα χρόνια προχώρησαν. Ζούσε πάντα στο ίδιο
μέρος, υπό τις ίδιες συνθήκες. Η σύνταξις του έφθανε γύρω στις 200
δραχμές, εκεί γύρω στο 1950. Τότε από κάποιο δημοσίευμα γύρω από το
όνομα του καπετάνιου σε κάποια επέτειο, τον ανεκάλυψε ο τότε
υφυπουργός Εσωτερικών Αθανασίου, το παιδί που είχε βαπτίσει δι'
αντιπροσώπου το 1912, όταν την ημέρα της βάπτισης είχε εμπλακεί σε μάχη
με τους Τούρκους στα Σουλιώτικα βουνά. Σε εκείνο το δημοσίευμα
γραφόταν ότι ο γέρο καπετάνιος ζει λιτά με σύνταξη ψυχία. Ο Υπουργός
του έστειλε μια συγκινητική επιστολή, αφού μετά τόσα χρόνια σιωπής
ανεκάλυπτε τον πνευματικό του πατέρα, για τον οποίο τόσα πολλά είχε
ακούσει μικρός. Τελειώνοντας του ζητούσε την άδεια να μεριμνήσει για μια
αξιοπρεπέστερη σύνταξη.
Ο καπετάνιος του απάντησε με την ίδια χαρά και συγκίνηση. Κι' όσο
για την σύνταξη "Η πατρίδα μας παιδί μου είναι πολύ πτωχή και έχει
πολλές ανάγκες. Εγώ δεν χρειάζομαι πολλά πράγματα, με φθάνουν αυτά
που
παίρνω κάθε μήνα, δεν θέλω άλλα. Ας διετεθούν σε άλλες ανάγκες. Σ'
ευχαριστώ". Υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που νοιάζονταν μόνο για την
πατρίδα.
Τον Μάϊο του 1971, 14 χρόνια μετά τον θάνατο του, βρισκόμουν πάνω
στο Σούλι σαν αρχίατρος της VIII Μεραρχίας Πεζικού, στις γιορτές του
Σουλίου. Κάποιος είπε το όνομα μου και το άκουσε ο πρώην υφυπουργός
Αθανασίου, που κι' αυτός βρισκόταν εκεί. Με ανεζήτησε αμέσως, να μάθει


ΦΩΤΟ

Νεκροταφείο Δεληγιαννάκηδων στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης

61
"αν είμαι από τους Δεληγιαννάκηδες εκείνους" και μου επιβεβαίωσε τα
ανωτέρω, όπως μου τα είχε διηγηθεί ο γέρος.
Και πέρασαν κι' άλλα χρόνια και ευτύχησε να ιδή ξανά αξιωματικό του
ελληνικού Στρατού "έστω ανθυπίατρο" το 1952 τον γράφοντα. Μ' ένα
συνάδελφο και φίλο που βρισκόταν λίγες μέρες μαζί μου τον
επισκεφθήκαμε και οι τρεις μαζί περπατούσαμε στους δρόμους του χωριού.
Και ο γέροντας προσέβλεψε προς το μέλλον και μας είπε: "τους σημερινούς
αρχηγούς τους γνωρίζω όλους και έχουμε πολεμήσει μαζί. Και τον Βενιζέλο
και τον Πλαστήρα και τον Παπάγο. Εύχομαι να μην γίνει πια πόλεμος, γιατί
εγώ γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα τι κακό είναι ο πόλεμος για την
πατρίδα. Αν όμως γίνει πόλεμος θα τους παρακαλέσω να παραβλέψουν την
ηλικία μου, να μου επιτρέψουν να ηγηθώ ενός λόχου από συντοπίτες μου,
να μου δώσουν και ένα άλογο. Και τότε εγώ θα μπω στη μάχη και θα πάω
μόνο μπροστά. Δεν θα γυρίσω πια. Αλλοιώς τι μου μέλλεται; να πέσω
κάποια μέρα κατάκοιτος, ανήμπορος, να μην βλέπω ουρανό, να μην βλέπω
ήλιο, να λερώνομαι πάνω μου;" Και για μοναδική φορά στην ως τότε
γνωριμία μας είδα τα αετίσια εκείνα μάτια να βουρκώνουν.
Ίσως δεν τον ξαναείδα. Την Άνοιξη του 1957 έπαθε εγκεφαλικό
επεισόδιο και σε ελάχιστες μέρες πήγε να απολογηθεί στο δημιουργό του, ο
οποίος δεν τον άφησε να βασανισθεί κατάκοιτος. Από πολύ καιρό φαινόταν
να τον έχει συγχωρήσει για τα κρίματά του. ΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μα πάνω κει στα ηπειρωτικά βουνά η μνήμη του μένει ολοζώντανη.
Σαν στρατιωτικός γιατρός υπηρέτησα στα Γιάννινα από το 1962 - 1966 και
1971 - 1972. Μαθεύτηκε το όνομα μου σ' όλη την Ήπειρο και κατά τύχη
πιο πολύ στη Θεσπρωτία.
Κι' ήλθαν πολλοί να με ρωτήσουν "αν ήμουν συγγενής με τον
καπετάνιο". Ένας γερολεβέντης ήταν από τα νέα τότε παληκάρια του. Και
μια ηλικιωμένη χωρική "θα ήταν 5 χρόνων όταν πέρασε από το χωριό της,
ξαπόστασε και ήπιε νερό, μετά τη μάχη, στην οποία είχε σκοτωθεί ο
σημαιοφόρος και ανηψιός του" Μανώλης Πατεράκης.
Στον καρπό της έφερε τατουάζ το σταυρό και τα αρχικά του ονόματος
της. Κάτι που είδα και σ' άλλους, κυρίως γυναίκες, πολλές φορές. Ήταν για
να μην ξεχάσουν πώς γεννήθηκαν και ήταν Χριστιανές, αν ποτέ τις
αιχμαλώτιζαν και τις πουλούσαν σκλάβες οι Τούρκοι ή οι Αλβανοί. Και
ήταν ήδη 20ος αιώνας.
Για τη λευτεριά της και των άλλων πολέμησε ο κρητικός εθελοντής
στα κακοτράχαλα ηπειρωτικά βουνά. Και έσφαλε εκεί πάνω κάποια
δύσκολη στιγμή, υπακούοντας στα παληκάρια του. Μα ο θεός τον

62
συγχώρεσε και δεν τον άφησε να βασανιστεί στο λυκόφως της ζωής του.
Τον πήρε όρθιο. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.
Το ποίημα του οπλαρχηγού Μάρκου Δεληγιαννάκη το έτος 1912-1913.
 Καϋμένη Τσααουργιά
 Τί το κακό που έκαμα
 εγώ Δεληγιαννάκης - καϋμένη Τσαμουριά
 (επωδός που επαναλαμβάνεται όταν τραγουδιέται, μετά κάθε στροφή)
 Μήπως χωριά σας έκαψα
 και μήπως Σκλάβους πήρα
 εγώ τους Τούρκους έμασα
 τα πρώτα τα κεφάλια
 τους είπα για τα Γιάννινα
 τους είπα για την Άρτα
 και αυτοί οι μαύροι, το πίστεψαν
 και κίνησαν να πάνε
 Στη Σέλιανη τους έφερα
 Στο μνήμα του Μανώλη
 και εκεί τραγούδι το βγάλα
 με μάτια δακρυσμένα
 Σήκω Μανώλη αδελφέ
 λίγο για να καθίσεις
 τη συντροφιά σου για να δης
 και να τους καμαρώσεις
 και εγώ συντρόφους σούφερα
 εβδομήντα δυό νομάτους
 και εγώ παιδί μου αναχωρώ
 για την γλυκιά Πατρίδα
 και αν με ρωτήσει η μάνα σου
 τί να της απαντήσω
 να της πω πως επανδρεύτηκες
 Γιατί να την γελάσω
 θε να της πω πως εσκοτώθηκες
 στης Σέλιανης τη ράχη
 και εγώ Μνημείον σούφκιασα
 κεριά για να σου ανάβουν
 και το όνομα σου μένει αθάνατο.

63
ΣΥΛΛΟΓΗ
ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
ΑΦΟΡΟΝΤΩΝ ΤΗΝ ΔΡΑΣΙΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟΝ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΑΡΚΟΝ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αντάρτικων Σωμάτων της περιφερείας Σουλίου και Παραμυθιάς
Ηπείρου από τις αρχές της εκστρατείας μέχρι τέλους, ήτοι από του
Οκτωβρίου του 1912 μέχρι τέλους Μαρτίου 1913.
ΥΠΟ
Β. Γ. ΒΕΡΝΑΔΗ
ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΥ
 1
 Τρεις αδελφοί τρεις αρχηγοί τρεις πρωτοκαπετάνιοι
 Από την Κρήτη ξεκινούν στον πόλεμον να πάνε,
 Ν' αγωνισθούν στην Ήπειρον και εις την Μακεδονία
 Στα σκλαβωμένα αδέλφια των ελευθέρια να φέρουν,
 Πήραν παιδιά δικά τωνε ανήψια και ξαδέλφια,
 Πήραν και φίλους μπιστικούς και Κρητικούς λεβέντες
 Επήραν και σταυραετούς Σουλιώτες Ηπειρώτες
 Πούχαν τον πόλεμο γιορτή, τον πόλεμο παιγνίδι,
 Τρέχει ο Ηλίας πλειά μπροστά για την Μακεδονία,
 Ο Κανάκης για την Ήπειρο στο Μέτσοβο στον Δρίσκο
 Και ο Μάρκος ο περίφημος Παραμυθιά και Σούλι.
 Για σου χαρά σου Αρχηγέ Δεληγιανάκη Μάρκο
 Το λεν τα παληκάρια σου και οι ΗπειροτοΣουλιώτες
 Το λέγουν και όλα τα βουνά η Σπάτα και ο Κορίλας
 Και η Βριτζάχα η ξακουστή, το Σούλι και το Κούγκι
 Θα μπούμεν στην Παραμυθιά θα σφάξωμε τους Τούρκους
 τους αρχηγούς της Τσαμουριάς τους Τουρκοαρβανίτες,
 Θα πάμεν και εις τα Γιάννενα στ' Αλή Πασά το Κάστρο
 Να βρούμεν τον Εσσάτ Πασσά.
 2
 Κρένει ο Γέρω Ολίτσικας και λέει στην Βριτζάχα
 Τ' Αγίου Ανδρέα ανήμερα κοντά το μεσημέρι,
 Βριτζάχα ρώτησε και συ την Σπάτα και τον Κορίλα

64
 Να μάθης τι να γίνεται εις το Λευθεροχώρι
 Στην Σκάλα της Παραμυθιάς βογκούν πολλά τουφέκια
 και ακούγονται και κλάϊματα και γογκητό μεγάλο.
 Άκουσε γέρω Ολίτσικα να μάθης τα μαντάτα
 Οι αντάρτες κάνουν πόλεμο και επήρανε το Κάστρο,
 Την σκάλα της Παραμυθιάς και απάνω τα Βορδόπια
 Και εσκότωσαν πολλή Τουρκιά και έπιασαν Τούρκους σκλάβους
 Μάχουν και πίκρα τα χωριά και δεν παρηγορούνται
 Γιατί στην μάχη πέσανε δεκάξε (16) παληκάρια,
 Ααβώθηκε και ο Αρχηγός ο Μάρκος Δεληγιαννάκης
 Μ' αυτός δεν σκούζει δεν πονεί δεν κλαίει για την πληγή του
 Μα κλαίει τα παληκάρια του και τον Υπαρχηγόν του,
 Τον ξακουσμένο Σταυραετό, Κουτούπη τον Σουλιώτη.
 Και τον Σημαιοφόρον του Μανώλη Πατεράκη
 Πούχεν πρωτοπαλήκαρο και μπιστικό παιδί του,
 Τον κλαιν και όλοι οι σύντροφοι του και οι πληγωμένοι σκούζουν
 Και όλες οι νιές της Σέλιανης του λέγουν μοιρολόγια,
 Σήκω λεβέντη Κρητικέ να βάλης τ' άρματα σου.
 Και ο λαβωμένος Αρχηγός καλήν καρδιά δεν κάνει
 Και λόγο της παληκαριάς στέκει και σου διαβάζει
 Και ώρες τηρά τον τάφον σου και ώρες προς τα Βορδόπια
 Και ώρες την Σκάλα σωτηρά να τ' αλαφρώση ο πόνος
 Γιατί μετρά ξαναμετρά και βλέπει ξαπλωμένα
 Διακόσια τούρκικα κορμιά τούρκων και αρβανιτάδων.
3
 Μωρέ πως εβογκούσαν τα βουνά η Σπάτα και ο Κορίλας
 Από τα Τόπια των Τούρκων και από τα πολυβόλα.
 Των Χριστουγέννων ανήμερα σαν έφεξεν ο ήλιος
 Στην Σέλιανη την ξακουστή και εις την Λαμπανίτσα
 Στο Λευθεροχώρι, στο Πόποβο, Βερνίκου και Σαλονίκη
 Γιατί δεν επροσκύνησαν Μπέηδες και Πασάδες
 Μον' δέχθησαν τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
 Και την Σημαία του Σταυρού όλοι των προσκύνησαν
 Και όλοι μαζί του πολεμούν και την Τουρκιά σκοτώνουν
 Που τρόμαξε η Αρβανιθιά στα Γιάννενα μηνούσι
 Για να των στείλουσι στρατό βοήθεια και κανόνια
 Να πιάσουν και τον Αρχηγό και όλους τους Καπετάνιους
 Και να τους παν' στα Γιάννενα και όλους να τους κρεμάσουν.
 Μηνούν και του Μπεκήρ Αγά νάρθη κι' αυτός με άλλους

65
 Να καταστρέψη ταις εκκλησιές και τα χωριά να κάψη,
 Μωρέ πέφτουν αι σφαίρες σαν βροχή τα τόπια εμπρός και οπίσω
 Μα ο Δεληγιαννάκης πολεμά με άξια παληκάρια
 Σκοτώνουν Τούρκους Τσάμηδες, Λιάπηδες Αρβανίτες
 Τα παληκάρια απόστεσαν, σώθηκαν τα φυσέκια
 Και τότε φώναξ' ο Αρχηγός λέγει στους Καπετάνιους,
 Παιδιά οπίσω σέρνεσθε να πιάσετε την ράχη,
 Στο Σέλωμα περάσετε το πλάϊ να διαβήτε
 Και εις το Λιβάδι κάτσετε για να με καρτερήτε
 Κρατήτε τα φυσέκια σας να πιάσωμε τα μέρη
 Στης Λαμπανίτσας τα στενά να στέσωμεν τους Τούρκους
 Να σώσωμεν μωρά παιδιά γυναίκες και κοράσια
 Σκλάβους να μη τα πιάσουσιν και 'μεις όλοι ας χαθούμε.
 4
 Παραμυθιά και Τσαμουριά, Φιλιάτες, Μαργαρίτι
 Όλα γένηκαν Ελληνικά μα τ' άρματα δεν δίδουν
 Κάμνουν κρυφά συμβούλια Μπέηδες και αγάδες
 Σαν εσκοτώθη ο Βασιλιάς εις την θεσσαλονίκην
 Για να σηκώσουν πόλεμο τ' αρβανικό να φέρουν
 Και από τα χωριά της Τσαμουριάς τους Έλληνες να διώξουν
 Του Κωνσταντίνου τον στρατό του Βασιλιά του νέου
 Αγάκος και ο Κασοσαλής και ο Φαταγάς ο Πρόνιος,
 Ο Φέζος και ο Σουμπήμπεης, Μαλίκης και Δαλιάνης
 Σφάζουν κρυφά τους Χρισθιανούς δέρνουν και φοβερίζουν
 Και αρματωμένοι στα χωριά οι Λήσταρχοι γυρίζουν
 Αρβανιθιά στρατολογούν πόλεμον για να κάμουν,
 Που τρόμαξαν τους Χρισθιανούς τους προύχοντες του τόπου
 Τους πρώτους της Παραμυθιάς και τον Μητροπολίτη.
 Κάμνουν και αυτοί Συμβούλιο τον τόπον πώς να σώσουν
 Και προσκαλούν τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
 Του λέγουν να μείνη ακόμη εκεί, γιατί η Τουρκιά εσηκώθη
 Δέρνει και σφάζει Χρισθιανούς έξω στην Επαρχία
 Και μέσα την Παραμυθιά καυχούνται πως θα κάψουν.
 Μηνά ο αρχηγός ως τάκουσεν, εις τα Σουλιοτοχώρια,
 Να παν εις την Παραμυθιά διακόσια παλληκάρια,
 Μηνά εις τους Καπετάνιους του που είχε πάντα κοντά του
 Όταν πολέμα την Τουρκιά σ' αυτά τα ίδια μέρη.
 Γράφει μηνά του Βερναδή και του Γιάνναρο Γιάννη
 Του Ζάγκα και του Καταραχιά και του Σπανοβαγγέλη

66
 και του Αρβανιτοθόδωρου του Δούμα και του Ζώη,
 Του Πανταζή και του Καρρά και τ' Αρβανίτη Χρήστου,
 Και του Σουλιώτη μήνυσε του Γιώτη και εις τους άλλους
 Και το πρωί μια Κυριακή του Μάρτη την δεκάτη
 Ο Δεληγιαννάκης κίνησε στην Τσαμουριά να υπάγη
 Δεξιά ζερβά του ακολουθούν δυο άξια παληκάρια,
 Μ' άρματα ασημοστόλιστα δυο μπιστικοί λεβέντες
 Ο Κανάκης ο Βουγιούκαλος και ο Νομικός ο Γιώργης,
 Και άλλοι διακόσιοι διαλεκτοί με δέκα Καπετάνιους,
 Διαβαίνουν' που την Σέλιανη και εκεί Αρχηγός προστάζει
 Να χαιρετίσουν τους νεκρούς που είχαν εκεί θαμμένους,
 Βαράει η σάλπιγγα γραμμή και όπλα παρουσιάζουν
 Και την Σημαία του Σταυρού πάνω στους τάφους στένουν
 Και ο Αρχηγός μ' ευλάβεια λόγο τωνε διαβάζει
 Και σαν τον αποδιάβασε χίλια τουφέκια ρίχνουν,
 Καβαλικεύει ο Αρχηγός και εμπρός σ' όλους διατάσσει
 Να κατεβούν στον Καλαμά στης Τσαμουριάς τα μέρη.
 Λίγες ημέρες πέρασαν και εγύρισαν οπίσω
 Που τα χωριά της Τσαμουριάς, στην Σέλιανην διαβαίνουν
 Κοντά στους Τάφους των νεκρών στα μνήματα ανδρειωμένων
 Διατάσσει πάλι Αρχηγός για να τους χαιρετίσουν
 Και αντί λιβάνι και κερί ακούσθη μέγας κρότος
 Του τουφεκιού και του σπαθιού στου Λίβερη το ρυάκι,
 Ξυπνά ο Κουτούπης και ρωτά και ο Γεώργης ο Λακτάρας,
 Ξυπνά το κρητικόπουλο ο Μανώλης ο Πατεράκης
 Ξυπνούν και οι άλλοι ήρωες και οι άλλοι σκοτωμένοι
 και βλέπουν αίμα ποταμό στου Λίβερη το ρυάκι
 Και εβδομήντα δυο κορμιά Λησταρχοαρβανιτάδων
 Και τότε αρχίζουν οι νεκροί πολεμικό τραγούδι
 Και σαν άγγελοι ψάλανε δίπλα στην Άγια Μαύρα.
 Γεια σου χαρά σου Αρχηγέ Δεληγιαννάκη Μάρκο
 Σε καμαρώνουν οι ζωντανοί και ημείς οι σκοτωμένοι
 Και οι αρχηγοί μας οι παλαιοί χαιρετισμό σου πέμπουν
 Από το Σούλι ο Μπότσαρης, Τζαβέλλας και Κατσαντώνης
 Και από το Κούγκι ο Σαμουήλ σου στέλνει την ευχή του
 Να ζήσης και να χαίρεσαι τα ένδοξα άρματα σου
 και το σπαθί σου όλη η Τουρκιά να τρέμη να φοβάται.
 5
 Μωρέ τι να γράφουν τα χαρθιά το γράμμα τι να λέγη

67
 Που φέραν εις τον Αρχηγό και εχάλασ' η καρδιά του
 Συλλογισμένος κάθεται που είχε χαρά μεγάλη
 Πως φευγομενε νικηταί και πάμε στην Αθήνα,
 Αυτά λέγε στην Πρέβεζα την υστερνήν του Μάρτη
 Ο οπλαρχηγός ο Βερναδής ο για τον Αρχηγόν του
 Και φίλον του αδελφικό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
 Εκεί που τρωγεν και έπινεν με τα' άλλα παληκάρια,
 Ρωτά τους δυο του ακόλουθους που είχε πάντα κοντά του
 Τον μπιστικό του Νομικό και τον Βουγιουκαλάκη
 Για να του πουν τι έχει αρχηγός και είναι κλειστή η καρδιά του 
 Και ο Αρχηγός των τους γροικά και απάντησιν τους δίδει.
 Παιδιά μου μη πικρένεσθε και ακούστε το μαντάτο,
 Πίσω μου γράφουν να στραφώ στα Γιάννενα να υπάγω
 να μπω εκεί στην φυλακή στ' Αλή Πασά το Κάστρο
 Να μή φωνάζη η Αρβανιθιά η Αυστρία και η Ιταλία
 Πως μ' έστειλεν ο Βασιλιάς και αυτός ο Βενιζέλος
 Και έσφαζα και ετουφέκιζα Μπέηδες Αρβανίτες.
 Φεύγω και σας αφήνω υγειά και αμέτε στην ευχή μου
 Γλήγωρα στην Αθήνα μας θαρθώ ν'ανταμωθούμεν
 Φιλεί τα παληκάρια του και ευθύς καβαλικεύει
 Και φεύγει για τα Γιάννενα και οπίσω δεν κυττάζει
 Μα οι μπιστικοί του ακόλουθοι δεν παν εις την Αθήνα
 Τον Αρχηγό των ακλουθούν κρυφά κρυφά από πίσω
 Και παν και αυτοί στα Γιάννενα μαζί του ν' αποθάνουν 
 Αν τύχη και θανατωθή στα Γιάννενα Αρχηγός των.
 6
 Εσείς πουλιά της Τσαμουριάς και αϊδόνια του Σουλίου
 Μην είδατε τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
 Γιατί τον κραίνει η Τσαμουριά το Σούλι του φωνάζει
 Και η όμορφη Παραμυθιά καλήν καρδιά δεν κάνει,
 Μωρέ και που να πήρενε και που να λειμεριάζη
 Και ούτε στην Σπάτα φαίνεται ουδέ και εις τον Κορίλλα
 Και εις την Βριτσάχα ούτε εκεί δεν έκαμε λημέρι.
 Κι ο Ολίτσικας στ' άλλα βουνά αποκρίνεται και λέει,
 Μωρέ σεις αδέλφια μου βουνά Σούλι μου δοξασμένο
 Παραμυθιά και Τσαμουριά μην σκούζετε μην κλαίτε
 Μα ο Αρχηγός σας βρίσκεται στ' Αλή Πασά το Κάστρο
 Στην φυλακή στα Γιάννενα τον έχει ο Βενιζέλος,
 Οι Αρβανίτες να σιωπούν η Αυστρία και Ιταλία
 Για τους Λήσταρχους πουσφαξε στου Λίβερι το ρυάκι,

68
 Και αυτός γράφει του Βασιλιά γράφει του Βενιζέλου
 Να τον αφήσουν ελεύθερο λίγες ημέρες μόνο
 Να κατεβή στην Τσαμουριά να πάη όπου δεν επήγε
 Να πιάση και τους επίλοιπους Μπέηδες Καπετάνιους
 Να τους δικάση εις θάνατον και οπίσω να γυρίση
 Και μοναχός του να δεχθή μ' αλήθεια και όχι ως ψεύμα
 Να τον δικάσουν εις θάνατον να τον ετουφεκίσουν
 Σαν εκδικηθή όσα κάμασιν οι Τουρκαρβανιτάδες
 Εις του Τσαβέλα τα παιδιά στου Μ. Μπότσαρη τα γκόνια
 Και εις την γενιά του Σαμουήλ.
 7
 Μωρέ σεις βουνά περήφανα και σεις Σουλιωτοχώρια
 Μην κλαίτε για τον Αρχηγό τον Μάρκο Δεληγιαννάκη
 Μ'αυτόν δεν τον εχάλασαν μα ελεύθερον τον έχουν
 Στο Κάστρο του Αλή Πασσά εκεί περιδιαβαίνει
 Κάτω την Λίμνην συντηρά τα Γιάννενα κυττάζει
 Και τραγουδεί χαρούμενος τ'Αλή Πασά τραγούδι,
 Τραγούδι της Βασιλικής και της Κυρά Φροσύνης
 Και από την χαράν του την πολλή τα μάθια του δακρύζουν
 Συλλογισμένος κάθεται τον νουν του στρέφει οπίσω
 Στο Σούλι στην Παραμυθιά και εις τα Τσαμουροχώρια
 Και άλλο τραγούδι και άλλο σκοπό αρχίζει μοναχός του
 Και λέει με παράπονο με μάθια βουρκωμένα,
 Ολίτσικα περήφανε να μου κάνες τη χάρι
 Να χαμηλώσης μία στιγμή να μου βγορίση η Σπάτα
 Και ο Κορρίλας όμορφος, και η ξακουστή Βριτζάχα,
 Να χαμηλώνανε και αυτά να ειδώ εκείνα τα μέρη
 Παραμυθιάς και Τσαμουριάς και τα Σουλιωτοχώρια
 Το Πόποβο την Σέλιανη και αυτήν την Λαμπανίτσα
 Να ιδώ πως ζουν ελεύθερα τ' αδέλφια μας κει πέρα
 Να γιατρευθούν οι πόνοι μου και το παράπονο μου.

69
ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΑΡΚΟ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ (χειρόγραφα επί του πρωτοτύπου της «Συλλογής
Πολεμικών Τραγουδιών» (υπό Β.Γ. Βερναδή, οπλαρχηγού)

 ΠΡΩΤΟΝ
 Θέε μου και πατέρα μου, Χριστέ και Παναγιά μου
 κι' εσύ Άγιε μου Γιώργη μου, δεχθείτε κι' από μένα
 την δέησί μου σήμερο, την προσευχή που κάνω
 και με τα δάκρυα της χαράς το χώμα τούτο βρέχω.
 Το χώμα που επότισε του αίμα του Βλαχάβα
 και τόσων άλλων Χριστιανών κι' Αρχηγοκαπετάνιων
 κι' εθέριεψεν ο Πλάτανος ετούτος που με σκιάζει.
 Γονατιστός προσεύχομαι με βουρκωμένα μάθια
 κι' ευχαριστώ την χάρη σας, δοξάζω τ' όνομα σας
 που μ' αξιώσετε να μπω στα Γιάννενα, στο Κάστρο.
 Στο κάστρο του Αλή Πασά, στον Πλάτανο να κάτσω,
 να ιδώ νεκρούς που ξύπνησαν, ψυχές που αναστήθηκαν
 και τ' άρματα και τα σπαθιά ξαναζωστήκαν πάλι
 κι' υψώσανε τα φλάμπουρα ο Θύμιος ο Βλαχάβας
 κι' ο Κατσαντώνης δίπλα του την λευτεριά γιορτάζουν,
 ο Μπότσαρης κι' ο Σαμουήλ κι' ο Κίτσος ο Τζαβέλλας.
 
 ΔΕΥΤΕΡΟΝ
(προφανώς απευθύνεται στα παιδιά του φονευθέντος στο Σκρα τον
Μάϊο 1918, αδελφού του Ηλία)
 1) Πέ μου θείε μου και σε μένα
 πέ μου θείε μια φορά,
 γιατί δεν έχουμε πατέρα
 και γιατί είμεθα ορφανά.

 2) Θα σας το ειπώ παιδιά μου
 μόνο λέτε το κι' εσείς,
 με τραγούδι, όχι με κλάϊμα,
 μη δακρύσωμεν κανείς.

70
 3) Είχετε κι' εσείς πατέρα
 και πατέρα μια φορά.
 Καπετάνιο ξακουσμένο
 Μα σκοτώθηκε στο Σκρα.

 4) Κει που κτύπαν τους Βουλγάρους
 και την άπιστη Τουρκιά
 εις τα σκλαβωμένα μέρη
 για να δώση λευτεριά.

 Σελίδες 1-30

 

 

ΗΛΙΑ ΣΤΥΛ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
Υποστράτηγου Υγειονομικού ε.α.
Αμ. Επίκουρου καθηγητή ιατρικής.


          ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
        ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ - ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΔΩΝ
                     ΣΦΑΚΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ                                              ΑΘΗΝΑ 2000


1
ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ
Στην μνήμη του Καπετάν ΜΑΡΚΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ
(που αποτέλεσε και τη βασική πηγή ιστορικών πληροφοριών ως προς
την καταγωγήν της οικογένειας Σκορδυλών - Ζαππέτηδων -
Δεληγιαννάκηδων - Βαρδουλάκηδων)


Το παρόν διατίθεται από τον συγγραφέα ΔΩΡΕΑΝ στα μέλη της οικογενείας, καθώς και
στους συγγενείς και φίλους που θα το ζητήσουν.

 

 

 

 

2
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΔΩΝ-ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΔΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ
Η οικογένεια Δεληγιαννάκηδων - Βαρδουλάκηδων είναι μία από τις
επιφανέστερες οικογένειες των Σφακίων Κρήτης. Σύμφωνα με ιστορικά
στοιχεία που έχουν παρθεί από ιστορίες της Κρήτης, εγκυκλοπαιδικά λεξικά
και το "ΛΙΜΠΡΟ του ΖΑΠΠΕΤΟΒΑΡΔΗ", γενεαλογικό βιβλιάριο
γραμμένο το 1750, έλκει την καταγωγή της από τον παλαιότατο αρχοντικό
οίκο των Ζαππέτηδων ή Σκορδύληδων της Ανώπολης Σφακίων, που
ήταν απόγονοι του Κωνσταντίνου Σκορδύλη, απογόνου του αυτοκράτορα
του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκά.
Κατά τον Δ.Λισμάνη1, μέλη της αρχοντικής οικογένειας των
Σκορδυλών της Κωνσταντινουπόλεως, που είχε συγγένεια τόσο προς την
οικογένεια των Φωκάδων, όσο και προς εκείνη των Κομνηνών, που έδωσαν
τους αντίστοιχους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, εστάλησαν σε δύο περιόδους
στην Κρήτη. Την πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το
961 μ.Χ, μετά την ανάκτηση της Κρήτης, που την κατείχαν σχεδόν 2 αιώνες
οι Άραβες-Σαρακηνοί, μαζί με άλλους άρχοντες και Έλληνες και Αρμενίους
χριστιανούς αποίκους, με σκοπό να τονώσει τον μαραθέντα ελληνισμό της
Κρήτης. Τη δεύτερη φορά εστάλησαν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β!
Κομνηνό, το 1182, οι παραμείναντες στην Ιστορία ως « δώδεκα
αρχοντόπουλα » (ή αρχοντόπουλοι) βυζαντινοί πρίγκηπες, μαζί με το γιο
του αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, μεταξύ των οποίων και ο ιππότης
Κωνσταντίνος Σκορδύλης, απόγονος του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά
και συγγενής του αποστείλαντος αυτοκράτορος Αλέξιου Β! Κομνηνού, με
τους εννέα γιους και αδελφούς του. Σκοπός της δεύτερης αυτής αποστολής
ήταν " να καταστείλουν την ανταρσίαν της οποίας ηγείτο το εκ της πρώτης
μετοικεσίας αρχοντολόγιον " κατά τον Ψιλάκη2 και " να κρατούν (δια του
γοήτρου, της επισημότητος και του πλούτου) εις ησυχίαν και υποταγήν τους
αεί ανήσυχους Κρήτας ".
Στον Κωνσταντίνο Σκορδύλη δόθηκε ως τιμάριο ολόκληρη η περιοχή
των Λευκών Ορέων, με τους προς Αποκόρωνα και Σέλινο πρόποδες των
(Φραγκοκάστελλο, Καλλικράτης, Αλίκαμπος, ποταμός Αποκορώνου, Φρε,
Όρη Τριαμάτη, Κουστογέρακο, Σούγια). Από αυτόν έλκουν την καταγωγή
των οι μεγάλες οικογένειες των Σφακίων, που διακρίθηκαν στους
επόμενους αιώνες και μέχρι τις μέρες μας (παλιότερα : Ψαρομήλιγγοι,
Παπαδόπουλοι, Καψοκαλύβοι, Λογκίνοι, Κυριακόπουλοι, Κοντοί, Λιγνοί,

1 Δημ. Λισμάνη, Βυζαντινές οικογένειες της Κρήτης στην'Υδρα. Δελτίον Εραλδικής και Γενεαλογικής
Εταιρείας Ελλάδος, σελ. 123-254, Αθήνα 1992.
2 Ψιλάκη Βασ. " Ιστορία της Κρήτης " Χανιά 1909, σελ.747-748.
Γρηγ. Παπαδοπετράκη: Ιστορία Σφακίων, σελ. 45 - 46


Φούμηδες, Σεβαστοί, Βασιλόπουλοι, Κομνηνοί, Τραχυνοί Λουμπίνοι -
επονομασθέντες και Σαρακηνοί. Νεώ
τεροι απόγονοι: οι Δασκαλιανοί από τους Παπαδόπουλους, οι
Μοριανοί από τους Πάτερους, Βλάχοι, Βουρδουμπάδες, Παττακοί,
Σιριντάνηδες, Στρατηγοί, Παπαδιανοί) .
Γενάρχης της οικογένειας των Δεληγιαννάκηδων-Βαρδουλάκηδων
αναφαίνεται επί Ενετοκρατίας ο Αναστάσιος Ζάππας Σκορδύλης, από την
Ανώπολη Σφακίων, δεύτερος ανηψιός (γιος πρώτου εξαδέλφου) του
Γενικού Αρχηγού της κατά των Βενετών μεγάλης επανάστασης του 1570 (ή
κατ' άλλους 1528) Καντανολέου και Υπαρχηγός της επανάστασης εκείνης.
Είχε την ίδια τύχη με τον αρχηγό Καντανολέοντα και όλους τους γιους και
συγγενείς τους, που σφαγιάστηκαν από τους Βενετούς εις Αλικιανού, όταν
εκείνοι με δόλο τους αδρανοποίησαν, βάζοντας στο κρασί τους δηλητήριο
στο τραπέζι του γάμου του γιου του Καντανολέοντα, με την κόρη του
πλούσιου Βενετού Μολίνη. Όταν, ζαλισμένοι από το δηλητήριο, είχαν
αποκοιμηθεί οι 500 προσκεκλημένοι Σφακιανοί και Σελινιώτες, ειδοποίησαν
οι Βενετοί τους έξω από το χωριό ευρισκόμενους με στρατό αξιωματικούς
Βενετούς, που επιτέθηκαν και τους κατέσφαξαν και κρέμασαν, όπως και
τους αρχηγό και υπαρχηγό, θείο και ανηψιό Καντανολέοντα και Αναστάσιο
Ζάππα Σκορδύλη με όλους τους γιους και συγγενείς των.
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο δισσεγγονός
του Αναστάσιου Ζάππα Σκορδύλη, Ιωάννης Ζαππέτης Σκορδύλης, σε μία
εξέγερση των Λευκορειτών κατά των Τούρκων, ονομάσθηκε Δελή
Γιάννης, αντί Ζαππετο-Γιάννης, εξ αιτίας της μεγάλης τόλμης που επέδειξε.
Η ονομασία αυτή έμεινε σαν επώνυμο στο γιο του, που εγκαταστάθηκε στο
Ασφένδου Σφακίων και στους εγγονούς του της Ανώπολης Σφακίων,
Ζαππετο Βαρδή Δεληγιάννη και Ζαππετογιώργη Δεληγιάννη, γιους του
ακολουθούντος, πρώτου Ζαππετογιώργη.
Ο Γεώργιος Ζαππέτης Σκορδύλης. Πρωτοκαπετάνιος των
Λευκορειτών, 1690 - 1730. Εγγονός του προηγουμένου, στην Ανώπολη.
Ο Γεώργιος Γ. Ζαππέτης ή Ζαππετογιώργης-Δεληγιάννης, γιος του
προηγούμενου, είναι ο πρώτος από τους Λευκορείτες που αναγνωρίσθηκε
«Καπετάνιος» από τις Τουρκικές αρχές, πενήντα ολόκληρα χρόνια πριν από
την επανάσταση του Δασκαλογιάννη του 1770

4. Απ' αυτόν κατάγονται εν μέρει οι Βαρδουλάκηδες (οι λοιποί από τον αδελφό του Βαρδή, που
ακολουθεί) καθώς και οι Ζαμπετάκηδες, Ζαχαριάδες και Σεϊμένηδες
5. Κατά νεώτερες πληροφορίες μας, γενάρχης του κλάδου Ζαχαριάδων είναι


4 Κριάρη : Ιστορία Κρήτης.
5 Εμμ. Ζαμπετάκη : Οι καθηγητές Χατζηδάκηδες και η γενιά τους. ΑΜΑΛΘΕΙΑ, Τεύχος 39, 1979, Άγιος
Νικόλαος Κρήτης.


ΦΩΤΟ  1

 

 

Εις μέσον της φωτογραφίας είναι οι Ρεθυμνιώτες - Αργυρουπολίτες Αρχηγο-Καπετάνιοι των
Επαναστάσεων της Κρήτης, και των Εθν. Αγώνων Μακεδονίας και Ηπείρου, Πάππους,
Πατέρας, και υιοί Δεληγιάννηδες ή Βασούληδες. Εις την άνω σειράν είναι οι προγονοί των.
Αρχηγο-Καπετάνιοι-Βαρδουλέδες ή Δεληγιάννηδες από την Ανώπολιν των Σφακίων. Και εις
την κάτω σειρά είναι οι θείοι των Αρχηγο-Καπετάνιοι Δεληγιάννηδες ή Μπίκηδες από το
Ασφένδου των Σφακίων. Εκ τούτων όλων πέντε έπεσαν μαχόμενοι κατά των Τούρκων και
Βουλγάρων και επτά πληγώθηκαν. Οι επιζήσαντες ημείφθησαν ηθικώς και υλικώς με
ανωτέρους Στρατ. Βαθμούς και με τα μετάλλια των Αγώνων και πολέμων ως και με μία μικράν
σύνταξιν ισόβιον.

Πρώτη σειρά: 3ος εξ αριστερών ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΑΠΠΕΤΗΣ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. 4ος
ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΒΑΡΔΟΥΛΑΚΗΣ ή ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ (ΒΑΡΔΟΥΛΟΜΑΝΟΥΣΟΣ).
Τελευταία σειρά εξ αριστερών: 1ος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. 2ος
ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. 3ος Σ Η Φ Η Σ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. 4ος ΣΤΡΑΤΗΣ
ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣΤΡΑΤΗΣ (ο ήρως του Φραγκοκάστελλου). Κέντρον:
Μέσον κάτω ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΣΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ. Μέσον πάνω ΒΑΣΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ.
Αριστερά άνω ΚΑΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Κάτω ΜΑΡΚΟΣ I . ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Δεξιά άνω ΓΕΩΡΓΙΟΣ I . ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, κάτω ΗΛΙΑΣ I . ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ.

4
ο Ζάχαρης Μανούσου Βαρδουλάκης (πρώτος γιος του Βαρδουλομανούσου)
που αναφέρεται εκτενώς πιο κάτω στους αρχηγούς του 1821 -1830.
Ο Βαρδής Γ. Ζαππέττης ή Ζαππετοβαρδής Δεληγιάννης, από την
Ανώπολη Σφακίων, αδελφός του προηγουμένου, διακρίθηκε ως οπλαρχηγός
Σφακίων, στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 κατά των Τούρκων
και θυσιάστηκε μαζί με το Γενικό Αρχηγό Δασκαλογιάννη και τους
Οπλαρχηγούς Βούρβαχη και Πρωτόπαππα, πρώτους εξαδέλφους του από τις
μητέρες των, αδελφές του πατέρα του, στο Ηράκλειο, μετά την κατάπνιξη
της επανάστασης. Γενεαλογικό του βιβλιάριο που συντάχθηκε το 1750, με
τίτλο "ΛΙΜΠΡΟ ΤΟΥ ΖΑΠΠΕΤΟΒΑΡΔΗ" και που βρισκόταν στις αρχές
του 20ου αιώνα στα χέρια του δισέγγονου του Στρατηγού και Γερουσιαστή
Κυριακούλη Γ. Βαρδουλάκη, από τους Μολάους Λακωνίας και από το
οποίο αντέγραψε στοιχεία ο άλλος δισέγγονος του, Καπετάνιος Μάρκος
Ιωάνν. Δεληγιαννάκης, από την Αργυρούπολη Ρεθύμνης, αποτέλεσε την
κύρια πηγή των γενεαλογικών πληροφοριών που προηγήθηκαν. Από το
γάμο του Ζαππετο Βαρδή Δεληγιάννη με την κόρη του δεύτερου εξαδέλφου
του, δισέγγονου του πρώτου Δεληγιάννη, Γεωργίου Δεληγιαννάκη, που
διέμενε στο Ασφένδου Σφακίων, αδελφή του Νικολάου Γ. Δεληγιαννάκη ή
Μπίκου, που ακολουθεί, απέκτησε πέντε γιους, που θα αναφερθούν
παρακάτω (τους Μανούσο Βαρδουλάκη-Δεληγιαννάκη, ή
Βαρδουλομανούσο, Βάσο Βαρδουλέ ή Δεληγιαννάκη, Αναγνώστη Βαρδή
Βαρδουλάκη ή Δεληγιαννάκη, Νικόλαο Βαρδή Βαρδουλάκη ή
Δεληγιαννάκη και Ιωάννη Βαρδή Βαρδουλάκη ή Δεληγιαννάκη.
Ο Νικόλαος Γεωργίου Δεληγιαννάκης, που γεννήθηκε στο Ασφένδου
Σφακίων το 1745 (1745 - μετά το 1828), ανηψιός των παραπάνω,
Ζαππετοβαρδή και Ζαππετογιώργη Δεληγιάννηδων, που ονομάσθηκε και
Μπίκος, επειδή ήταν σκληρός πολεμιστής (ονομασία που διατήρησαν σαν
παράνομα και οι απόγονοι του ) πήρε μέρος και αυτός σαν οπλαρχηγός στην
επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770. Τον βρίσκουμε ξανά να πολεμά
σε ηλικία 76 ετών, το 1821, με τους παρακάτω γιους του, αρχηγούς
Ρεθύμνης και να είναι « ο πρώτος που τον πάτηξε » το πύργο της
Επισκοπής Ρεθύμνης την 19 Ιούνη 18216. Στην έμμετρη αφήγηση
γεγονότων της επανάστασης 1821-1830 του γιου του Σήφη Δεληγιαννάκη ,
αναφέρεται κατ' επανάληψη να δίνει γνώμες και συμβουλές στο μεγαλύτερο
γιο του, Αρχηγό Σήφη Ν. Δεληγιαννάκη, σε διάφορες στιγμές του αγώνα.
Τελευταία αναφορά το 1828.
Με τους γιους του {Σήφη, Ανδρέα, Μανώλη, Θεόδωρο, Στρατή,
Γιώργη, Μάρκο (επονομαζόμενους και Μπίκηδες) και Γιάννη και Βαρδή
(επονομαζόμενους και Δούρους)} και τους γιους του θείου και γαμβρού του
6 Ντίνου Κονόμου : « Προκήρυξη Μελχνσεδέκ και αποσπάσματα για την επανάσταση του 1821». Πρακτικά
Γ! Κρητολογικού Συνεδρίου, σελίς 140.
7 Υπό δημοσίευσιν από τον γράφοντα.


ΦΩΤΟ 2

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ
Ε Ι Σ Τ Η Ν ΠΡΩΤΗΝ ΣΕΙΡΑΝ. 1η Ο Ιωάννης Βάσου Δεληγιαννάκης ή Βασούλης. Αρχηγός της Δυτ. Επαρχίας
Ρεθύμνου Κρήτης του 1866-68, 1889 και 1896-97. Εγεννήθη το 1816 εις Ασφέντου των Λευκών Ορέων των
Σφακιών, απεκατεστάθη το 1845 εις Αργυρούπολιν Ρεθύμνης και απεβίωσε και ετάφη κηδευθείς δημοσία δαπάνη
εκεί το 1906.
Ο 2ος είναι ο πατέρας του 1ου, ο Βάσος Βαρδουλές ή Δεληγιαννάκης. Οπλαρχηγός το 1821-31. Εγεννήθη εις
Ανώπολιν Σφακίων το 1771, αποκατεστάθη εις Ασφέντου το 1785 και απέθανε και ετάφη εκεί το 1845 (1). Ο 3ος
είναι ο θείος του 1ου, ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα του, ο Μανούσος Βαρδουλές ή Δεληγιαννάκης, ένας
από τους 5 Στρατάρχας της Κρήτης το 1821-31, εγεννήθη εις Ανώπολιν των Σφακίων το 1768, απεκατεστάθη
μετοικήσας εις Μολάους της Λακωνίας το 1835 και απέθανε και ετάφη εκεί, κηδευθείς δημοσία δαπάνη το 1858.
Συνταγματάρχης της Φάλαγγος. Τούτου απ' ευθείας εγγονός είναι ο Στρατηγός γερουσιαστής Λακωνίας Κ.Γ.
Βαρδουλάκης.
Ο 4ος είναι ο παππούς του 1ου και πατέρας του 2ου και 3ου, Βαρδουλές Ζαμπέτης ή Σκορδύλης. Οπλαρχηγός το
1770. Εγεννήθη και απέθανε εις Ανώπολι. Ή τ ο δε υιός του Πρωτοκαπετάνιου των Λ ε υ κ ο ρ ε ι τ ώ ν , 1690-1750,
Γεωργίου Ζαμπέτη-Σκορδύλη, απογόνου του Υπαρχηγού της κατά των Βενετών τελευταίας Επαναστάσεως του
1570 Αναστασ. Ζαππέτη-Σκορδύλη, απαγχονισθέντος μετά του πρώτου ξαδέλφου του Γενικού Αρχηγού
Καντανολέου.
Ε Ι Σ Τ Η Ν Β ΣΕΙΡΑΝ, 5ος, 6ος, 7ος και 8ος οι θείοι του 1ου (πρωτοξάδελφου του πατρός του) ο Γεώργιος,
Ιωάννης, Σήφης και Στρατής Δεληγιαννάκη δ ε ς ή Μπίκηδες, αρχηγοί του 1821-31 και του 1841, Εκ τούτων ο
Γεώργιος εφονεύθη μαχόμενος εις Αρμενόκαμπον Ρεθύμνου το 1822, ο Ιωάννης στην μάχη του Αρκαδίου την 17
Ιανουαρίου 1822, καθ' ήν κατέστρεψαν οι Δεληγιάννηδες τον Γενίτσαρον Γετήμ. Αλή, με όλο το Σώμα του, οι
άλλοι δύο, μετοικήσαντες εις Μήλον, Συνταγματάρχες της Φάλαγγος, απέθανον και ετάφησαν εκεί (2). Του Σήφη
εγγονός είναι ο οπλαρχηγός Νίκος Δεληγιαννάκης. Ε Ι Σ Τ Η Ν Γ ΣΕΙΡΑΝ, 9ος, 10ος, 11ος και 12ος είναι οι υιοί
του 1ου, ο Κανάκης, ο Γεώργιος, ο Μάρκος, και ο Ηλίας I. Δεληγιαννάκηδες οι γεννηθέντες και κατοικούντες εις
την Αργυρούπολιν του Ρεθύμνου, Οπλαρχηγοί και Αρχηγοί εν Κρήτη, Μακεδονία και Η π ε ί ρω το 1889, το 1896-
97, 1904-1908 και 1912-13. Εκ τούτων ο τελευταίος Αξιωματικός του 2ου Συντάγματος Μεραρχίας Σερρών,
σκοτώθηκε δια το μεγαλείον και την τιμήν της Ελλάδος εις το Σκρα Μακεδονίας την 17η Μαίου 1918.

(1) Εις το «Νεκτροταφείο Δεληγιαννάκηδων» στην Αργυρούπολη Ρεθύμνου υπάρχει επιγραφή με ημερομηνία
θανάτου την 11-1-1874.
(2) Ο Στρατής απέθανε και ετάφη στη Μονεμβασία την 10 Ιανουαρίου 1874.

5
από αδελφή Ζαππετοβαρδή Δεληγιάννη που ακολουθούν, εισέρχεται η
οικογένεια Δεληγιαννάκηδων - Βαρδουλάκηδων πρωταγωνιστικά στην
επανάσταση 1821 - 1830, εποχή από την οποία αυξάνονται και τα διαθέσιμα
ιστορικά στοιχεία.
Ο Γεώργιος Νικολάου Δεληγιαννάκης ή Μπίκος (1792 - 1822) γιος
του παραπάνω, γεννήθηκε το 1792 στο Ασφένδου Σφακίων.
Η ιστορική του πορεία από τις παραμονές και την έκρηξη της
επανάστασης του 1821, μέχρι τον θανάτου του το 1822, δείχνει από τα
διατιθέμενα στοιχεία να είναι κοινή με εκείνη των αδελφών του, που θα
αναφερθούν στη συνέχεια και που τον διαδέχθηκαν στην αρχηγία όπως θα
αναφερθεί (Σήφη, Στρατή, Θεόδωρο) ή σκοτώθηκαν στις υπό την αρχηγία
του επιχειρήσεις στο Αρκάδι το 1822 (Ιωάννη, Μανώλη).
Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στην έμμετρη (αδημοσίευτη εν πολλοίς)
αφήγηση των επαναστατικών γεγονότων από τον αδελφό του Σήφη, που
γράφτηκε το 1861, όπου συχνά γίνεται μνεία "των Ντεληγιάννηδων", χωρίς
μικρά ονόματα, οσάκις περιγράφονται επιχειρήσεις όπου συμμετείχαν και
εκινούντο τα Σφακιανά (Ασφενδιωτών) και Ρεθυμνιώτικα τμήματα, στα
οποία αρχήγευαν οι Δεληγιαννάκηδες. Γίνεται π.χ μνεία για μπαϊράκια όπως
και εφοδιοπομπές (τζεπχανέδες) των Ντεληγιάννηδων.
Μυήθηκε, όπως και οι αδελφοί του Σήφης και Στρατής, στις αρχές του
1821 στη Φιλική Εταιρεία, από το Νικόλαο Βαρελτζόγλου, « πρώτον
απόστολον της ελληνικής Εταιρείας από τους εν Κωνσταντινουπόλει
επιτρόπους της Φιλοελληνικής Εταιρείας ».
Μετέχει με τους αδελφούς του στην επαναστατική συγκέντρωση
πρώτον στις 7 Απριλίου 1821 στα Γλυκεία Νερά, μετά στις 15 Απριλίου
στο Λουτρό και τέλος στην Παναγιά Θυμιανή, κοντά στο χωριό Κομιτάδες
Σφακίων, την 17 Ιουνίου, ημέρα Κυριακή, όπου ελειτουργήθησαν οι
συγκεντρωμένοι αντιπρόσωποι των Σφακίων και εκήρυξαν την κατά των
Τούρκων επανάσταση, αρχίσαντες αυθημερόν επιχειρήσεις. Στη
συγκέντρωση αυτή του ανατέθηκε η αρχηγία του χωριού του Ασφένδου και
της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης και του απονεμήθηκε ο ανώτατος γι' αυτήν
την εποχή βαθμός του Πεντακοσίαρχου ή Στρατηγού.
Την ίδια ημέρα 17 Ιουνίου 1821, μαζί με άλλα σώματα και
αρχηγούς, επιτίθενται κατά των συγκεντρωμένων στο Ζουρίδι Ρεθύμνης, με
σκοπό να εισβάλλουν στα Σφακιά Τούρκων και τους διασκορπίζουν,
πολεμώντας πεντακόσιοι Σφακιανοί εναντίον 4.000 Τούρκων του Ισμαήλ
Αγά, τον οποίο και φονεύουν. Την επομένη, 19 Ιουνίου περιέρχονται τα
μέχρι το Ρέθυμνο χωριά, όπου βρίσκουν ελάχιστους Τούρκους, αφού οι
άλλοι έσπευσαν να κλεισθούν στο Φρούριο της Ρεθύμνης και την 20
Ιουνίου επιτίθενται, καταλαμβάνουν και πυρπολούν τον Πύργο της
Μεγάλης Επισκοπής Ρεθύμνης, που τον πάτησε πρώτος ο μετέχων στις
επιχειρήσεις παρά τα 76 χρόνια του, πατέρας του Νικόλαος.


ΦΩΤΟ 3  Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ 4 ΓΙΟΥΣ

 


1 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. (Παρατσούκλι γ ι α τον σκληρό πολεμιστή) Οπλαρχηγός στην
Επανάσταση του 1770. Πατέρας των 2, 3, 4, και 5.
1 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. Αρχηγός Ρεθύμνης το 1821-22. Πεντακοσίαρχος. Πορθητής
-: ν Αρκαδίου το 1822. Σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1822 στον Αρμενόκαμπο Ρεθύμνης.
. : ΣΗΦΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣ. Αρχηγός Δυτ. Ρεθύμνης 1822-1830. Συνταγματάρχης της Βασ.
Φάλαγγος των Αγωνιστών. Εγκαταστάθηκε και απέθανε στη Μήλο το 1874, 106 ετών.
-ι. ΣΤΡΑΤΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ή ΜΠΙΚΟΣΤΡΑΤΗΣ. Αρχηγός Ανατ. Ρεθύμνης 1822-30. Ο Ή ρ ω ς του
Φοοιγκοκάστελλου. Συνταγματάρχης της Φάλαγγος Αγωνιστών. Εγκαταστάθηκε στη Μήλο και απέθανε το 1874 εις
ηλικ. 76 ετών στη Μονεμβασιά. Φρούραρχος Μονεμβασιάς.
5. ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Οπλαρχηγός το 1821, υπό τον αδελφό του Γεώργιο σκοτώθηκε την 17/1/1822
ττην εκπόρθηση του Αρκαδίου.

6
Την 21-23 Ιουνίου εκκαθαρίζουν την ύπαιθρο της Ρεθύμνης και
τρεπόμενοι προς Άγιον Βασίλειον συνάπτουν την 24ην Ιουνίου νικηφόρο
μάχη στην οποία εφόνευσαν τον Τούρκο αρχηγό Δελή Μουσταφά, ενώ
άλλοι αρχηγοί εισβάλλοντες στην Αμπαδιά συνάπτουν καταστρεπτική για
τους Αμπαδιώτες Τούρκους μάχη την 28 Ιουνίου.
Στις 29 Ιουνίου με άλλους αρχηγούς προσβάλλουν στο χωριό Γάλλος
Ρεθύμνης επί 4 ημέρες με σημαντική επιτυχία 1500 Τούρκους που βγήκαν
από το Ρέθυμνο για να προσβάλλουν τα Σφακιά.
Υπό την πίεση μεγάλης τουρκικής δύναμης, τουλάχιστον 12.000
ανδρών, κατά τον Σήφη Δεληγιαννάκη 24.000, που ήλθαν από το Ηράκλειο
για να καταστρέψουν τη βάση της επανάστασης στα Σφακιά, υποχωρούν τα
δρώντα στο Ρέθυμνο σώματα προς τα Σφακιά, όπου, αφού εξασφαλίζουν τις
οικογένειες των, εγκλωβίζουν τους Τούρκους στο οροπέδιο του Ασκύφου
και καθώς αυτοί επιχειρούν να εγκαταλείψουν τα Σφακιά προς τον
Αποκόρωνα τους επιτίθενται και συνάπτουν την 4 Ιουλίου 1821 φονικότατη
μάχη στο « λαγγό του Κατρέ », όπου εφονεύθησαν άνω των 1.000
Τούρκων, έναντι 7 μόνον Σφακιανών και εγκαταλείφθηκαν ως 10.000 ζώα.
«Επτακόσιοι, κακώς εξοπλισμένοι Σφακιανοί καταδίωξαν 12.000 καλώς
συντεταγμένους και εξοπλισμένους Τούρκους σ' αυτή την μάχη » κατά τον
Γάλλο συγγραφέα Τ. Περώ. Την επομένη, 5 Ιουλίου 1821, με τους αρχηγούς
Αναγν. Μανουσέλη, Ρούσσο Βουρδουμπά, Πωλογιωργάκη,
Μανουσογιαννάκη και άλλους, εξοντώνουν στο μικρό οροπέδιο της
Αμπέλλου, μεταξύ Ασκύφου και Ασφένδου Σφακίων το τουρκικό Σώμα των
Γερλήδων, από την Ιεράπετρα, του Γερλή Τζαηρλασή, δυνάμεως 960
ανδρών κατά τον Ψιλάκη, 850 κατά τον Σήφη Δεληγιαννάκη. Κατά τον
τελευταίο " μόνον 7 " εγύρισαν στον τόπο τους, Είχαν φιλοδοξήσει να
μοιρασθούν τη δόξα της άλωσης των Σφακίων με τους προηγούμενους
12.000.
Από τις 2 αυτές μάχες εκυριεύθησαν 2.000 όπλα, με τα οποία
εξοπλίσθηκαν οι Ριζίτες και βοηθήθηκε σημαντικά η συνέχιση του αγώνα,
κατά τον Σήφη Δεληγιαννάκη.
Στα τέλη Ιουλίου 1821, με τους αρχηγούς Α. Πρωτοπαππαδάκη, Ρ.
Βουρδουμπά, Π. Μανουσέλη, Αν. Μανουσογιαννάκη, Καυκαλοσήφη,
Πωλογιωργάκη, Γ. Τσουδερό και Ρουστικιανό και 3.000 μαχητές,
συγκεντρώνονται στον ανατολικό Αποκόρωνα (Κουρνοπατήματα) και από
την 1η-5η Αυγούστου 1821 μάχονται εναντίον πολλαπλασίων Τούρκων
στον Αλμυρό, Κουρνά, Κάστελλο, Δράμια, Πάτημα και πιεζόμενοι
υποχωρούν προς υψηλότερες μαδάρες, με συνέπεια μεγάλες καταστροφές
στον Αποκόρωνα από τους Τούρκους, τις οποίες ακολούθησε η καταστροφή
των Σφακίων τον Αύγουστο του 1821 και τρίμηνος ανακωχή μεταξύ των

7
αντιμαχομένων. Οι Ρεθύμνιοι, εκτιμώντας τη δράση του, τον ονομάζουν
Γενικό Αρχηγό της επαρχίας των. 8. ( 8.  Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη )
Συμμετέχει μετά την καταστροφή των Σφακίων στην ανασυγκρότηση
των επαναστατικών δυνάμεων περί το Ρέθυμνο, με τους αδελφούς του και
άλλους αρχηγούς και στον εκ νέου περιορισμό των Τούρκων στην πόλη της
Ρεθύμνης, όπου και δρουν, όταν στα τέλη Οκτωβρίου 1821 φθάνει στην
Κρήτη ο ορισθείς από την Κεντρική Επαναστατική Επιτροπή της Ελλάδος
πρώτος Γενικός Διοικητής ή Έπαρχος Κρήτης, Μιχαήλ Κομνηνός
Αφεντούλης ή Αφεντούλιεφ.
Συμπεριλαμβάνεται στους πρώτους 9 αρχηγούς στους οποίους ο
ανωτέρω απένειμε τον ανώτερο τότε βαθμό του Πεντακοσιάρχου
(=Ταγματάρχου) το Δεκέμβριο του 1821 (κατά τον Παππαδοπετράκη την
9/11/1821).
Στις μάχες του Νοεμβρίου 1821 εφονεύθησαν οι αρχηγοί των Τούρκων
Ρεθύμνης Γλυμηδαλής, ο σερασκέρης της Μεσαράς Αγριολήδης και ο
σερασκέρης της Ρεθύμνης Ρεστέμης. Μόνον εις τον αφανισμό του
τελευταίου δεν ήτο παρών και ο αδελφός του Σήφης, που όμως
συμπολεμούσε σ' όλες τις προμνησθείσες μάχες.
Επικεφαλής 60 Σφακιανών, κατά την επιχείρηση ανακαταλήψεως της
Μονής Αρκαδίου, που πρόσφατα είχαν καταλάβει οι Τούρκοι του
περιβόητου Γετήμ Αλή, εισέρχεται την 17 Ιανουαρίου 1822 από υπόγειο
θυρίδα (ή υπόνομο) που εγνώριζε, στον περίβολο της Μονής και εκτύπησε
εκ των νώτων τους προσβαλλόμενους από τους άνδρες των Πωλογεωργάκη,
Μανουσέλη, Μελιδόνη και Μαυροθαλασσίτη Τούρκους του Γετήμ Αλή και
τους εξοντώνει. Στην επιχείρηση αυτή σκοτώθηκε « ο ανδρειότατος
αγωνιστής Ιωάννης Δεληγιαννάκη ς, αδελφός του ». Κατά άλλες ιστορικές
πληροφορίες και ο δεύτερος αδελφός του, ο Μανώλης σκοτώθηκε στην ίδια
μάχη.
Στη συνέχεια την 26 Ιανουαρίου 1822, με τους Μανουσέλη και
Τσουδερό, αποκρούει τους 2.000 Ρεθύμνιους Τούρκους του Γλυμηδαλή,
που έσπευσαν να εκδικηθούν την πανωλεθρία του Γετήμ Αλή, στη μάχη στα
Ακόνια, στην οποία και σκοτώθηκε και αυτός ο ονομαστός Τούρκος
αρχηγός.
Πρωτοστατεί, ως αρχηγός της επαρχίας, με σύμπραξη και άλλων
αρχηγών, στα μέσα Φεβρουαρίου 1822, σε ενέδρες και αψιμαχίες πέριξ της
Ρεθύμνης και στη νικηφόρο εκστρατεία κατά των εισβαλλόντων εις το
Αμάρι, Τούρκων.
Στα μέσα Απριλίου 1822 μετέχει στις υπό τον Γάλλο λοχαγό και
χιλίαρχο της ελληνικής Επανάστασης Βαλέστρα ατυχείς επιχειρήσεις, με
σκοπό την κατάληψη της πόλεως και του φρουρίου Ρεθύμνης, εις τους
άνδρας του δε ανήκε ο « πελώριος και ατρόμητος Σφακιανός Ανδρέας  
Βούρβαχης » που προσπάθησε τελευταίο: να διασώσει τον
τραυματισθέντα και στη συνέχεια φονευθέντα από τους Τούρκους
Βαλέστρα, την 14 Απριλίου 1822.
Τον Ιούνιο 1822 μετέσχε στην επίθεση κατά του Τυμπακίου Μεσαράς
και στις πολυήμερες μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσαράς.
Τον επόμενο μήνα μετέχει στις πολυήμερες μάχες αναχαίτισης του
προελαύνοντος προς τα Σφακιά Αιγυπτίου Χασάν Πασά, που τον
εξανάγκασαν να υποχωρήσει την νύκτα της 6ης Αυγούστου 1822 από τα
Σφακιά.
Τον Οκτώβριο 1822 προσέτρεξε με άλλους αρχηγούς σε βοήθεια των
απειλουμένων Λασηθιωτών.
Τέλος, τον Οκτώβριο (κατά τον Ψιλάκη και τους Ζαμπέλιο και
Κριτοβουλίδη) ή τον Νοέμβριο (κατά τον Παππαδοπετράκη) του 1822,
έπεσε σε ενέδρα (ζουρίδα) τούρκικη στην περιοχή των Αρμενων Ρεθύμνης
και εφονεύθει, μαζί με άλλους 12 ή 20 Σφακιανούς. Τη σημασία της
εξολόθρευσης του εόρτασαν οι Τούρκοι του Ρεθύμνου με 5 κανονιές από το
κανόνι της Πόρτας του Ρεθύμνου, όταν τον πήγαν στην πόλη, εορτάζοντας
για το θάνατο του (αναφέρεται το γεγονός από τον αδελφό του Σήφη).
Κρίνουμε καλό να περατώσουμε την εξιστόρηση, με το σχόλιο των
Ζαμπελίου - Κριτοβουλίδη περί του ανδρός.
« Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Δεληγιαννάκης ήτο και αυτός γέννημα των
ορεινών Σφακίων εκ του χωρίου Ασφένδων, είς ων των προαχθέντων εξ
αρχής σχεδόν της επαναστάσεως, δια την ικανότητα, ανδρείαν και
στρατιωτικήν του αρετήν, εις τον βαθμόν του πεντακοσιάρχου, τον οποίον
απέδιδε τότε εις τους αξιότερους η διοίκησις της Κρήτης. Ανήρ φιλότιμος,
με συμπεριφοράν καλήν, επροσπάθει να συμμορφώνεται με τα ήθη των
ανθρώπων εκείνων, μεθ' ων ενόμιζε συμφέρον να σχετισθεί, προσπαθεί να
συνοικειούται περιποιητικώς με τους στρατιώτας τους οποίους ωδήγει, διό
και ηγαπάτο υπ' εκείνων και συνηνδραγάθη πολλάκις. Ο Γ. Δεληγιαννάκης
ήγε τότε το τριακοστόν περίπου έτος της ηλικίας του » .
Ήτο μνηστευμένος, κατά τον Ψιλάκη « με την ωραία μοναχοκόρη του
Ρεθυμνίου επισήμου πατριώτου Χατζή Ιωάννου Δαμβέργη ». Οικογενείας
που συνεισέφερε πολλά στον αγώνα 1821 - 1830.
Στην αρχηγία τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωσήφ.
Συνέπραττε πάντοτε και ο νεώτερος αδελφός των Στρατής, ο οποίος,
όντας άγαμος, τον διαδέχθηκε και στον αρραβώνα με τη Δαμβέργη. Ίσως
αυτό υποδεικνυόταν και από τα έθιμα της εποχής.
Ο Σήφης Νικολάου Δεληγιαννάκης (1768-1874) ήταν πρωτότοκος
από τους 9 γιους του Νίκου Δ. Βρίσκεται από την αρχή στην πρώτη γραμμή
του αγώνα 1821-1830, έχοντας μυηθεί μαζί με τους αδελφούς του Γεώργιο
και Στρατή στη Φιλική Εταιρεία, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγούμενη
παράγραφο, που αναφέρεται στο Γεώργιο Δεληγιαννάκη.

9
Στις 7 Απριλίου 1821, μετέχει με τους αδελφούς του Γεώργιο και
Στρατή στη συνέλευση στα Γλυκεία Νερά και στη συνέχεια στις 15
Απριλίου στο Λουτρό των πρωτεργατών της επαναστάσεως και στις 17
Ιουνίου 1821 στην κύρηξή της στην Παναγία Θυμιανή.
Συνέπραττε με τους αδελφούς του, όπως σχολιάσθηκε στην παράγραφο
που αναφέρεται στο Γεώργιο Δεληγιαννάκη και μετά το θάνατο εκείνου, τον
Οκτώβριο 1822, τον διαδέχεται στην Αρχηγία της περιοχής Ρεθύμνης μαζί
με τον αδελφό του Στρατή.
Λίγες ημέρες πριν από την κήρυξη της επανάστασης, όταν οι Τούρκοι
επιχειρούσαν να αφοπλίσουν τα Σφακιά χωρίς πόλεμο, απευθύνθηκαν σ'
αυτόν δύο κρυπτοχριστιανοί από τα Ρούστικα, με επιστολή και τον
πληροφορούσαν για σχεδιαζόμενη εισβολή στα Σφακιά κατά την Τρίτη
ημέρα του μπαϊραμιού, που υπολογίζεται στην έμμετρη αφήγηση του ότι
ήτο η 17 Ιουνίου 1821. Η πληροφορία αυτή εξώθησε στην συγκέντρωση
στην Παναγία Θυμιανή, την κύρηξη της επανάστασης και έναρξη των
εχθροπραξιών την ίδια εκείνη ημέρα στα δυτικά χωριά της επαρχίας
Ρεθύμνης από τα σώματα των Ανατολικών Σφακιανών χωριών Ασφένδου-
Καλλικράτη (σώματα Δεληγιαννάκηδων - Μανουσέληδων).
Την 4 Ιουλίου 1822 υπογράφει ως «Καπετάν Σήφης Ντεληγιαννάκης»,
με άλλους 7 επιφανείς Σφακιανούς επιστολή προς τον πρώτο Αρμοστή
Αφεντούλιεφ, στην οποία τον παροτρύνουν να συλλέξει πληροφορίες και να
φροντίσει για ενισχύσεις από όπου δύναται.
Με το υπ' αριθμόν 129 /9-9-1822 έγγραφο της "Προσωρινής
Διοικήσεως Κρήτης", υπογραφόμενο από το "Γενικό Έπαρχο Κρήτης"
Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλιεφ προάγεται από το βαθμό του
τριακοσιάρχου σε εκείνο του πεντακοσιάρχου « διά τας καλάς και πολλάς
προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του ... και προ πάντων διά την ένδοξον
αριστείαν, την οποίαν προ ολίγου έκαμεν εις τα Ρεθεμνιώτικα » .
Την 27 Οκτωβρίου 1822 συνυπογράφει το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου
39 έγγραφο της Προσωρινής Διοικήσεως Κρήτης-Επαρχίας Σφακίων, στο
Λουτρό, ως πεντακοσίαρχος μαζί με άλλους 6 πεντακοσιάρχους και 10
προύχοντες και ιερείς, με το οποίο επιβάλλονται φόροι στο εμπόριο και στα
λάφυρα πολέμου, με σκοπό την οικονομική ενίσχυση του αγώνος.
Τέλος Μάιου 1823 μετέχει, όπως και οι αδελφοί του Ανδρουλής και
Στρατής στις τριήμερες μάχες, προς εκδίωξη των Τούρκων από την
Κάνδανο Σελίνου, υπό την ηγεσία του νεοαφιχθέντος (την 23 Μαίου 1823)
αρμοστού Κρήτης Τομπάζη.
Με το υπ' αριθμόν 12 / 1-7-1823 έγγραφο καλείται επειγόντως να
προσέλθει αμέσως ως αναγκαίος εις τον Αρμοστήν Μανώλην Τομπάζην.
Την 15 Ιουλίου 1823 πρωτοστατεί στην νικηφόρο μάχη στη θέση
Εβλιγιά Ρεθύμνης.
Με το υπ' αριθμόν 75 / 16-7-1823 έγγραφο του Αρμοστή Κρήτης
Τομπάζη, από τις Βρύσες Αμαρίου, του ανατίθεται η γενική αρχηγία επί των

 


ΦΩΤΟ  ΣΕΛΙΔΑΣ  9


ΣΗΦΗΣ ΝΙΚ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Καπετάνιος Ρεθύμνης το 1821-22. Πρωτοκαπετάνιος Ρεθύμνης 1822-1830.
Συνταγματάρχης της Φάλαγγος Αγωνιστών. Εγκαταστάθηκε μετά την
επανάστασι στη Μήλο, όπου και υπαγόρευσε το 1861 απομνημονεύματα
από τη μεγάλη επανάστασι. Δημοσιεύονται σε ιδιαίτερο βιβλίο. Απέθανε το 18
Προσωπογραφία στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Ηράκλειο.


ΦΩΤΟ  ΣΕΛΙΔΑΣ 9


Σήφη Ν. Δεληγιαννάκη, πρωτοκαπετάνιου Ρεθύμνου 1822-1830.
Πιστόλες, σπαθιά, παράσημα, ζώνη.
Διαφυλάσσονται από απογονούς του στον Πειραιά

10
καπεταναίων και αρματωμένων εν γένει του Ρεθύμνου και η συνέχιση
στενής πολιορκίας του φρουρίου Ρεθύμνου, προκειμένου να εξασφαλιστούν
τα νώτα της προέλασης προς τα «Καστρινά», των κύριων επαναστατικών
δυνάμεων υπό την γενική αρχηγία του ιδίου του αρμοστού.
Εις το υπ' αριθμόν 318 / 31-8-1823 έγγραφο του Φροντιστηρίου του
Πολέμου, υπογραφόμενο από τον Αρμοστή Κρήτης Μανώλη Τομπάζη στις
Βρύσες και απευθυνόμενο «Προς τον Γενναιότατον Κ. Σήφην
Ντεληγιαννάκην» αναγράφεται: «Αφού κατά την παραλαβούσαν διαταγήν
του Εξοχότατου Αυθέντου μας εδιορίσθητε ο Πρωτοκαπετάνιος του
Στρατεύματος της Ρεθύμνης, το φροντιστήριον μας κρίνει ήδη αναγκαίον το
να σου συντροφεύσει τας εφεξής οδηγίας, έως ότου αι περιστάσεις να
συγχωρήσουν εις αυτό την μόρφωσιν του πρέποντος πολεμικού οργανισμού
της πατρίδος μας.
I. Το κυριώτερον χρέος σου είναι η στενότατη πολιορκία του
Φρουρίου Ρεθύμνης.
II. Αναγκαιότατον είναι διά τούτο να κρατάς περιμαζευμένους και εις
απόστασιν όλους τους αρματωμένους του αυτού Καστελίου χωρίς
εξαίρεσιν
III. Τα μονετζιά (= χρήματα) θέλει μοιράζονται εις το στράτευμα μόνον
από την γενναιότητα σου, όθεν κανένας άλλος δεν έχει την άδειαν να
ζητήσει παρά του Κου Επαρχου, ο οποίος θε να τα έχη όλα εις
φύλαξιν, επειδή εις παραλαβήν τούτου θα έρχονται
IV. Μικροί και μεγάλοι έχουν χρέος να ακούουν τας προσταγάς σου, δι'
όσα αποβλέπουν το καλόν του στρατεύματος και της πατρίδος,
λοιπόν να γίνη τούτο γνωστόν εις όλους, δια να λάβη ο καθείς τα
μέτρα του».
Γενικά, σε τρεις χειρόγραφες σελίδες δίδονται γενικές οδηγίες
επιχειρήσεων και διοικήσεως, γεγονός που το θεωρούμε, σε συσχετισμό και
με το υψηλής ευθύνης και διορατικότητος περιεχόμενο, εξαιρετικά
σημαντικό στοιχείο για την εποχή του.
Εις το υπ' αριθμόν 16 / 11-2-1824 έγγραφον του Αρμοστού Κρήτης
Μανώλη Τομπάζη, προσαγορεύται ως χιλίαρχος και εξουσιοδοτείται να
προβαίνει σε εθελοντική στρατολογία και να οδηγεί τους κατατασσόμενους
στις επιχειρήσεις.
Δια του υπ' αριθμόν 291 / 14-3-1826 εγγράφου της Προσωρινής
Διοικήσεως Κρήτης από τη Γραμπούσα, διορίζεται «μέλος της (εξαμελούς)
επιτροπής των πολεμικών .... δια να φροντίζη περί της ασφαλείας και
σωτηρίας του φρουρίου τούτου».
Το έτος 1827 απεστάλη στις νήσους για στρατολογία πολεμιστών,
όπως αναφέρει αργότερα από την Μήλο, στην αναφορά του « προς την

11
επιτροπήν θυσιών και αγώνων», όπως και ο αδερφός του Στρατής, όπως και
στην αφήγηση του λεπτομερώς περιγράφει.
Εις το από 6 Μαίου 1827 έγγραφο του Πολιτικού Οφικίου
Τσιριγώτου " πιστοποιείται ότι ο Σήφης Δεληγιαννάκης. Κρης, αλλά προς
το παρόν κάτοικος εις την νήσον Τσιριγώτον (Αντικύθηρα), ανεχώρησε
κατά την 14ην Φεβρουαρίου 1827 διά Γραμβούσαν και ένα γαλλικό
Βασιλικό (=πολεμικό) πλοίο, το "Καπάρα" τους έβγαλε στην
Αγριογραμβούσα και πήγε το πλοίο-τρικάταρτο "καΐκι μίστικον" , με ένα
κανόνι και όλα τα για την ασφάλεια του ψιλοάρματα - του Σήφη
Δεληγιαννάκη, στα -Τουρκοκρατούμενα- Χανιά. Βεβαιώνει ότι το πλοίο δεν
είχε κάμει καμμιά αταξία ή κουρσός. Το περιστατικό αυτό βεβαιώνουν και
γαλλικά προξενικά έγγραφα, σε αλληλογραφίες που εξακολούθησαν και
από τη Μήλο, μετά τη μόνιμη εγκατάσταση εκεί του Σήφη Δεληγιαννάκη,
μετά το τέλος της επανάστασης το 1830.
Το υπ' αριθμόν 428 / 12-1-1828 έγγραφον του Συμβουλίου Νήσου
Κρήτης «προς τους κ. Σήφην Δεληγιαννάκην, Αναγ. Παναγιώτην,
Μανούσον Ζαμπετάκην και λοιπούς», αφού αναφερθεί σε 2 προηγούμενα
γράμματα, που στο δεύτερο τους εγνώριζαν «τον ερχομό του Κυβερνήτου
εις την Ελλάδα και τον ερχομό της Καβαλαρίας μας στη Γραμβούσα, με το
Στρατηγό Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη», τους γνωρίζει την πρόθεση να
προωθήσουν το Σώμα του Χατζή Μιχάλη σε 2-3 ημέρες και ζητεί να
προετοιμασθούν για τη Διοικητική τους Μέριμνα και τους παροτρύνει για
την αναζωπύρωση του επαναστατικού κινήματος.
Την 19-1-1828, υπογράφει ως μέλος της τριμελούς Δημογεροντίας
Σφακίων, που στο έγγραφο αναγράφεται και " Διοίκησις Σφακίων ",
έκκληση περί επιταχύνσεως αποστολής ενισχύσεων από την Γραμβούσα
(δηλαδή του τμήματος του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη).
Εις το υπ' αριθμόν 6/2/1828 έγγραφον, υπογραφόμενον υπό κατοίκων
του χωρίου Ασφένδου και επικυρούμενον εις το Λουτρό Σφακίων την
10/2/1828, υπό της Επιτροπής Σφακίων, προτείνεται ως εκπρόσωπος τους
διά τα οικονομικά και χαρακτηρίζεται "άξιος της πατρίδος ".
Διά του υπ' αριθμόν 835 / 12-11-1828 εγγράφου, από το Γαβαλοχώρι
Αποκορώνου, το Κρητικόν Συμβούλιον θεωρεί ευχάριστους τους
λογαριασμούς της ενεαμήνου υπηρεσίας του εις τα Σφακιά, τον απαλάσσει
ταύτης και υπόσχεται την εν καιρώ ανταμοιβήν του διά τας προσφερθείσας
υπηρεσίας και διά τα οποία κατέβαλε μετρητά διά τας ανάγκας της πατρίδος.
Την 12 Απριλίου 1828 υπογράφει, με άλλους εκπροσώπους της
επαρχίας Σφακίων έγγραφον «προς τον εςοχώτατον Κυβερνήτην της
Ελλάδος» Καποδίστριαν.
Διά του υπ' αριθμόν 1071 / 30-11-1828 εγγράφου, το Κρητικό
Συμβούλιο από το Γαβαλοχώρι, τον διορίζει μέλος της επί του Ταμείου
Επιτροπής και τον διατάσσει άμα λήψει να έλθει εις Γαβαλοχώρι και «να
αναδεχθή το χρέος τούτο».

12
Διά του υπ' αριθμόν 1074 / 1-12-1828 εγγράφου, το Κρητικό
συμβούλιο που έδρευε τότε στο Γαβαλοχώρι Αποκορώνου, τον διορίζει
μέλος της τετραμελούς επί των οικονομικών επιτροπής, διά το μέρος της
επαρχίας Σφακίων, κατόπιν και του προηγουμένου εγγράφου.
Όλες οι παραπάνω αναφορές, με αριθμημένα έγγραφα έχουν ληφθεί
από το προσωπικό αρχείο του Σήφη Δεληγιαννάκη, όπως και αυτές που θα
παρατεθούν παρακάτω και αφορούν την από 1830 - 1874 περίοδο, κατά την
οποία έζησε στη Μήλο. Αυτό το αρχείο, εμπλουτισμένο και από οψιμότερα,
έως και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στοιχεία, που αφορούν
απογόνους του, διασώζεται ως ιερή παρακαταθήκη, μαζί με λίγα προσωπικά
αντικείμενα, από τους απογόνους του Κρητικομηλιούς Δεληγιαννάκηδες και
ήδη διαφυλάσσεται από τον δικηγόρο, Νομικό Σύμβουλο της ΓΣΕΕ
Θεόδωρο Δεληγιαννάκη, Πειραιώτη, που ανεπιφύλακτα το έθεσε στη
διάθεση του γράφοντος. Χωρίς αυτό, οι ιστορικές αναφορές στα κλασσικά
ιστορικά βιβλία που αφορούν τον Καπετάν Σήφη Δεληγιαννάκη, τον
αφήνουν να μοιάζει σαν πρωταγωνιστής δεύτερης γραμμής, ενώ είναι
παραπάνω από σαφές και από την έμμετρη αφήγηση των επαναστατικών
γεγονότων από τον ίδιο, που θα δημοσιευθεί προσεχώς σαν ιδιαίτερο βιβλίο,
ότι μετά το θάνατο του αρχικού αρχηγού αδελφού τους Γεωργίου το 1822, η
διευθυντική ευθύνη της οικογένειας πέρασε τελικά στο μεγαλύτερο αδελφό
Σήφη, αν και αρχικά, όπως θα αναφερθεί στη σχετική παράγραφο, ο πρώτος
Αρμοστής Κρήτης Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, όρισε διάδοχο του τον
αδελφό τους Θεόδωρο (τούτο αναφέρεται μόνο στη συλλυπητήριο για το
θάνατο του Γεωργίου επιστολή, που βρίσκεται στο προμνησθέν αρχείον,
αλλά σε καμμιά επίσημη ιστορία). Και αυτό όμως το γράφουμε με πολλή
επιφύλαξη γιατί το διατιθέμενο σχετικό έγγραφο είναι εξαιρετικά
δυσανάγνωστο και ασαφές και ίσως δεν αναφέρεται στον θάνατο του
Γεωργίου, αλλά άλλου αρχηγού.
Γενικά είναι προφανές ότι και άλλοι υπομνημονεύονται στις ιστορίες,
όπως ο εξάδελφος τους Μανούσος Βαρδουλάκης ή Βαρδουλομανούσος του
Σελίνου, καπετάνιος του 1821-30, αλλά και ο Ιωάννης Βάσου
Δεληγιαννάκη ς, αρχηγός Ρεθύμνης των επαναστάσεων 1866-68, 1878 και
1897 και ο γιος του Ηλίας, Μακεδονομάχος πρώτης γραμμής και συνεχούς
παρουσίας το 1904-1908.
Το ανά χείρας πόνημα προσπαθεί να ρίξει λίγο περισσότερο φως. Διότι
οι Δεληγιαννάκηδες που πρωταγωνίστησαν στην Ιστορία, υπήρξαν υπέρ το
δέον σεμνοί και κράτησαν χαμηλό προφίλ, με συνέπεια σχεδόν να χαθούν
στο ρου της Ιστορίας. Αυτό γίνεται περίτρανα σαφές στην έμμετρη διήγηση
του Σήφη Δεληγιαννάκη, που στο κομμάτι της αφήγησης του που αφορά τη
Μάχη του Φραγκοκάστελλου της 17 Μαΐου 1828, σχεδόν «ξεχνά» να
αναφέρει την προσωπική συμμετοχή του αδελφού του Στρατή, πραγματικού
και αναμφισβήτητου «ήρωα του Φραγκοκάστελλου», γράφοντας μόνο ότι

13
«του γέμιζαν 10 άνδρες τουφέκια και καμιά φορά δεν τον πρόφταναν και
έριχνε και με την πιστόλα».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο Σήφη Δεληγιαννάκη και στο 1828, σε
σχέση με το Φραγκοκάστελλο.
Με τους Α. Παναγιώτου και Πωλιό Βολουδάκη υπογράφουν την
19/1/1828 έγγραφο ως «Διοίκησις Σφακίων» προς το εις Γραμβούσαν
Συμβούλιον διεκτραγωδώντας την κατάσταση και τους κινδύνους των
Σφακίων και ζητούντες επίσπευση ενεργειών και επανέρχονται την 2/2/1828
για ενίσχυση σε πολεμοφόδια, τροφές και ζωοτροφές για ίππους. Κατόπιν
αυτών προωθήθηκε από τη Γραμβούσα στα Σφακιά ο Χατζή Μιχάλης
Νταλιάνης με το σώμα του, κατά τους Ζαμπέλιο-Κριτοβουλίδη (σ. 683) και
Γρ. Παπαδοπετράκη (σ. 384 ).
Την 12/4/1828 συνυπογράφει έγγραφο προς τον Κυβερνήτη της
Ελλάδος, αιτούμενος πολεμοφόδια και ζωοτροφές, εν όψει των
επιχειρήσεων που κατέληξαν στη μάχη του Φραγκοκάστελλου.
Την 8η Μάιου εκστρατεύει μετά των Χατζημιχάλη Νταλιάνη,
Μανουσέλη και Μανουσογιαννάκη κατά των Ρεθυμνίων Τούρκων εκ των
οποίων εφόνευσαν άνω των 40, αιχμαλώτισαν πολλούς, μεταξύ των οποίων
και «τον επισημότατον εν Ρεθύμνη Ικιντζή αγάν» και ήρπασαν περί τις
6.000 διάφορα ζώα του Στρατού.
Την 15η Μάιου συνυπογράφει με άλλους αρχηγούς συμβουλευτική
προς το Χατζημιχάλη επιστολή, στην οποία επρότειναν κατάλληλον τρόπον
αντιμετώπισης του επερχόμενου πολυάριθμου εχθρού, αντί της αναμονής
του στο ανοικτό πεδίο του Φραγκoκάστελλου, όπως εκείνος επέμενε.
Δυστυχώς δεν τους άκουσε αλλά και απάντησε περιφρονητικά.
Την 17η Μαΐου, ημέρα της μάχης του Φραγκοκάστελλου
καταλαμβάνουν με άλλους αρχηγούς το χωριό Πατσιανό, στα νώτα του
εχθρού και αναγκάζουν έτσι τον Μουσταφά πασά να αποδυναμώσει την εξ
8.000 ανδρών στρατιά του, στέλνοντας 3.000 να φυλάξουν τα νώτα του από
τους επιτιθέμενους Σφακιανούς.
Την 29η Μαΐου άρχισε η υποχώρηση του Μουσταφά από το
Φραγκοκάστελλο και η καταδίωξη του από τους Σφακιανούς. Ο Σήφης
Δεληγιαννάκης αναγράφεται εις τον Παπαδοπετράκη, ότι ήτο ένας από τους
λίγους που τη συνέχισαν μέχρι της εξόδου του εχθρού εις τον Άγιον
Βασίλειον, των πολλών ασχολουμένων εκείνη την ώρα με την περισυλλογή
λαφύρων, γεγονός που περιόρισε τις απώλειες των Τούρκων σε 1902 κατά
την υποχώρησι και 2727 στη συνολική επιχείρηση του Φραγκοκάστελλου,
από σύνολον 8.000 περίπου εκστρατευσάντων.
Αλλά και από τον Ψιλάκη αναφέρεται μεταξύ των «διαπρεψάντων και
ηρωικότατα αγωνισθέντων» κατά την καταδίωξη του στρατού του
πολιορκητού του Φραγκοκάστελλου Μουσταφά, μετά την απόκρουση του
τελευταίου στο Φρούριο του Φραγκοκάστελλου από τον αδελφό του
Στρατή. Ο ιστορικός στην περιγραφή αυτή τον αναφέρει ως «άνδρα

14
σοβαρότατον και φρονιμότατον ... μεγαλύτερον αδελφόν από τον διαπρεπή
οίκον των Δεληγιαννάκηδων εις Ασφένδου... ο οποίος έθανεν εις Μήλον,
αντισυνταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγος, απολαμβάνων σεβασμού και
αγάπης από όλους».
Μια πολύ λιγότερο γνωστή πλευρά της επανάστασης στην Κρήτη το
1821-1830, είναι η οικονομική της πλευρά.
Όταν αποφασίσθηκε η επανάσταση η Κρήτη διέθετε, κατά την γενική
ιστορική γνώση 1200 όπλα, εκ των οποίων 800 τα Σφακιά και 400 η
υπόλοιπη νήσος. Κατά τον Ψιλάκη μάλιστα οι αριθμοί είναι μικρότεροι και
μάλιστα 713 όπλα στα Σφακιά και 138 στην υπόλοιπη Κρήτη. Πυρομαχικά,
μπαρούτι, χαρτί, μολύβι, εισάγονταν γιατί η Κρήτη δεν διέθετε
μπαρουτόμυλους και οι εισαγωγές γίνονταν κυρίως με τα Σφακιανά
καράβια, που αποτελούσαν μια αξιόλογη εμπορική δύναμη με έδρα κυρίως
το ασφαλές λιμάνι του Λουτρού Σφακίων .
Κύρια πηγή ανεφοδιασμού αποτέλεσαν τα λάφυρα από τις πολυάριθμες
νικηφόρες μάχες. Αλλά πολλές φορές, εκτός από την προσφορά υπηρεσιών
τόσο ο λαός, όσο και ακόμη περισσότερο οι ηγετικές οικογένειες και οι
αρχηγοί, καλούνταν να συνεισφέρουν οικονομικά στον αγώνα.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται σ' αυτό η περιγραφή από το Σήφη
Δεληγιαννάκη της απαιτηθείσης από τον αρμοστή Τομπάζη συλλογής
100.000 γροσίων όταν η πίεση του Αιγυπτιακού Στρατού το 1823 απειλούσε
την επιβίωση της επανάστασης. Παραθέτομε τα ίδια του τα λόγια:
«Ο Τομπάζης ήλθε εις τα Σφακιά και τσ' αρχηγούς μαζώβει
« 100 χιλιάδες μαζώψετε γρόσα να συναχθούσι.
Εις τη Νύδρα να γράψω εγώ θάρθου 10 καράβια».
Στην Καντζηλερία επήγασι, κράζανε ένα - ένα.
 « Γρόσα θε να μαζώψουμε, να φέρομε καράβια,
 όποιος θα βάλει τα χρήματα, αυτός δεν θα τα χάσει,
 στην Καντζηλερία θα γραπτούν και πάντα θα τα λάβει».
 Άλλος 5 χιλιάδες έβανε και άλλος βάζει από 10.
 Ένας μόνο αντιστάθηκε, εκείνος γρόσα δε δίδει.
 Έκαμε τον κινημό έξω για να πορίση,
 μα κει τονε ρεστάρασι «μέσα θε να κάτσης,
 να τα ξεκαθαρίσωμε ή δίδεις ή δε δίδεις».
 Τότες ένας ξάδελφος λέγει «εγώ γι' αυτό(ν) τα δίνω».
 Και ο Τομπάζης έγραψε να ρθουσι τα καράβια....
Απ' όσα γνωρίζει ο γράφων, μόνο η Ύδρα άδειασε τα σεντούκια της
για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας σε τέτοια τουλάχιστον μαζικότητα. Και
εκείνη τουλάχιστον ευτύχησε να ελευθερωθή τότε, όχι όμως και η Κρήτη.

15
Ως αποδεικτικά στοιχεία αυτών των συνεισφορών εχορηγούντο
πιστωτικά έγγραφα. Από τέτοια έγγραφα του αρχείου του Σήφη
Δεληγιαννάκη γίνεται φανερή και αυτή η πλευρά της συμβολής του στον
αγώνα.
Έτσι βρίσκουμε το από. 9/12/1825 από Γραμβούσα έγγραφο που τον
πιστώνει 100 γρόσια. Το 374/16-5-1826, με το οποίο η Προσωρινή
Διοικούσα Επιτροπή Κρήτης τον πιστώνει 1112 γρόσια και παράδες 20. Το
695/16-11-1827 του Κρητικού Συμβουλίου που τον πιστώνει 1000 γρόσια.
Το 835/12-11-1828 του ιδίου Συμβουλίου, που υπόσχεται ανταμοιβήν του
για εννεάμηνο υπηρεσία στα Οικονομικά των Σφακίων, της οποίας εγκρίνει
ως «ευχάριστους τους λογαριασμούς» και απόδοση των «όποιων κατέβαλε
μετρητών διά τας ανάγκας της πατρίδος», όπως και νωρίτερα γράφτηκε.
Όπως θα αναφέρει λίγα χρόνια αργότερα από την Μήλο προς την
«Εξεταστικήν επί των θυσιών και αγώνων επιτροπήν», διέθετεν «επί τριών
επαρχιών πλείστην ακίνητον περιουσίαν, συνισταμένην εις οικίας,
αμπέλους, αγρούς κ.λ.π.Εις τας δύο επαρχίας μοι κατέκαυσεν ο εχθρός τας
οικίας, καθώς και άπαντα τα ζώα μου κατέσφαξαν. Πολεμοφόδια
επρομηθευόμην εξ ιδίων μου, χωρίς να αποζημιωθώ ούτε δι' οβολού. Είχα
800 περίπου χοίρους, τους οποίους οι εξ Ελλάδος ελθόντες τότε στρατιώτες
τους κατέφαγαν εξ ολοκλήρου, αλλά και οι Τούρκοι μοι αφήρεσαν άπασαν
την περιουσίαν μου, συνισταμένην εκ δύο εμπορικών καταστημάτων
κειμένων εις Γραμπούσαν, έξ(6)οικίας εις Σιγκιλιό καθώς και αγρούς,
αμπέλους, ελαίες κ.λ.π., έτι δε οι Γάλλοι μοι αφήρεσαν εν πλοίον 500
κοιλών 9, εμπεριέχον πυροβόλα και άπασαν εν γένει την εξαρτησίν του, μοι
το αφήρεσε δε μία φρεγάδα Γαλλική, μάρτυρες δε πάντων τούτων εισίν
άπαντες οι επιζήσαντες συμπατριώτες μου Κρήτες ... κ.λ.π.».
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη μετά το Φραγκοκάστελλο και ως το
τέλος της επανάστασης το 1830 δράση του. Πάντως παρέμεινε στην Κρήτη
και το 1830.
Ακολουθώντας τη μοίρα των διαπρεπών επαναστατών, των οποίων η
παραμονή στην Κρήτη μετά τους δεκαετείς αγώνες ήτο αδύνατος, πήρε το
δρόμο της προσφυγιάς για την ελεύθερη Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι, όπως και ο αδελφός του Στρατής, εγκαταστάθηκε
αρχικά στην περιοχή Ναυπλίου (Μινώα - σημερινό Τολό), όπως
υποδεικνύεται από πολλά έγγραφα αναφερόμενα εις την παραχώρηση
«Εθνικών γαιών» στους Κρήτας αγωνιστάς, εκ των οποίων μνημονεύομεν
τα ακόλουθα:
Ελληνική Πολιτεία, υπ' αριθ. 1106/4-7-1832. Δυνάμει του υπ' αριθ.
ΚΔ ψηφίσματος και της υπ' αριθ. 208 προσκλήσεως της επί των Κρητών
Επιτροπής, παραχωρούνται εκ της κατά το χωρίον Κουρτάκη και Κούτζι
9 «Κοίλον»: Μονάς μετρήσεως σιτηρών.

16
εθνικής γης εις την συντροφιάν του καπετάν Σήφη Δεληγιαννάκη
στρέμματα 850.
Εν Ναυπλίω, την 27η Μάιου 1838. Αριθμός κώδικα 140.
Παραχωρήθησαν στον κύριον Σήφην Δεληγιαννάκην στρέμματα 90 στη
θέση Χαρδαλούπες, χωρίου Κουρτάκη... Εις το κύριον Ανδρουλήν
Δεληγιαννάκην (αδελφός του Σήφη) 30 στρέμματα στη θέση Λούτσες,
χωρίου Κουρτάκη, (αριθμός κώδικα 144/ 27 Μαΐου 1835) ... Εις τον κύριον
Στρατήν Δεληγιαννάκην 90 στρέμματα εις την θέσιν Τσουρχάχου, χωρίου
Κουρτάκη (αριθμός κώδικα 147/ 27 Μαΐου 1838.
Τα υπ' αριθμόν 1286/ 23-6-1832 και υπ' αριθμόν 1291/ 23-6-1832 της
επί των Κρητών επιτροπής με τα οποία γνωστοποιείται εις τον Σήφη με το
πρώτο και εις τον Ανδρουλή Δεληγιαννάκη με το δεύτερο ότι " θέλει λάβει
...το εις αυτόν ανήκον εις γην και χρήματα, κατά την έννοιαν του υπ' αριθ.
3382 Κ.Δ. ψηφίσματος της Κυβερνήσεως ".
Υπάρχουν επίσης οψιμότερα έγγραφα, από την περίοδο της Μήλου,
που αναφέρονται σε δικαστικές ενέργειες για εκβολή καταπατητών από τις
παραπάνω παραχωρηθείσες γαίες.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για το πότε οι αδελφοί Δεληγιαννάκη
εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Μήλο, αλλά σε σωζόμενη κατάσταση
οικογενειών συνοικισθέντων στη Μήλο Κρητών, χωρίς χρονολογία,
αναφέρονται:
Όνομα Παιδιά οικογένειας Η οικογένεια
οικογένειας έχει
εν όλω ψυχάς
τον αριθμόν
Αρσενικά Θηλυκά
Ι.Σήφης
Δεληγιαννάκης 2 2 6
2.Θεόδωρος
Δεληγιαννάκης 2 3 7
3.Στρατής
Δεληγιαννάκης 2 3 7
Σύνολο
Οικογένειες 29 130
Τελικά, όπως η οικογενειακή παράδοση των Κρητικομηλιών
Δεληγιαννάκηδων διασώζει, οι πρόγονοι των, Σήφης, Θεόδωρος, Στρατής,
Ανδρουλής, όπως και Βαρδουλάκηδες συγγενείς των, εγκαταστάθηκαν
οριστικά στη Μήλο, απ' όπου σε μέρες με διαυγή ατμόσφαιρα μπορούσαν
να βλέπουν τα βουνά της Κρήτης, πάνω στα οποία μεγαλούργησαν και απ'

17
όπου ευκολότερα μετέβαιναν στη Μεγαλόνησο για να υποκινήσουν, ή
απλώς να μετάσχουν σε μεταγενέστερες επαναστάσεις.
Από την περίοδο της Μήλου, βρίσκουμε στο αρχείο της οικογένειας
του έγγραφα από τα οποία διαπιστώνονται τα ακόλουθα:
Με συμβολαιογραφική πράξη υπ' αριθ. 64/22-4-1837 «ο Σήφης
Δεληγιαννάκης χιλίαρχος ... Ανδρουλής Δεληγιαννάκης ΙΟΟρχος ... και
πολλοί άλλοι, εξουσιοδοτούν τον συνάδελφον των οπλαρχηγόν Στρατήν
Δεληγιαννάκην, ευρισκόμενον ήδη εις Αθήνας, διά την υποστήριξιν των
δικαίων τους αμοιβών, διά τας προαναφερθείσας εις τον αγώνα υπηρεσίας».
Σε «Δίπλωμα της 15ης Τετραρχίας χαρακτηρίζεται ο κύριος I.
Δεληγιαννάκης Ταγματάρχης. Ημερομηνία 10-7-1838.
Διά του υπ' αριθ. 1861/1-6-1845 εγγράφου του Διοικητού Σύρου
κοινοποιείται στον «προικοδοτημένον χαρακτηρισμένον Ταγματάρχην της
Φάλαγγος κ. Σήφην Δεληγιαννάκην ... ότι η Α.Μ. ο Βασιλεύς, διά του από
16 τρέχοντος μηνός διατάγματος ευηρεστήθη να χορηγήσει προς αυτόν τον
πραγματικόν του Ταγματάρχου βαθμόν, με την διαφοράν της μεταξύ
λοχαγού και Ταγματάρχου προικοδοτήσεως».
Διά του υπ' αριθ. 1407/ 5-9-1850 εγγράφου του έπαρχου Μήλου
ορίζεται πρώτος μετ' άλλων 6 ως σύμβουλος διά τον έλεγχον των
δικαιουμένων να συνοικισθούν εις τον δημιουργούμενον Δήμον Αδάμαντος
Μήλου προσφύγων Κρητών.
Διά της υπ' αριθ.9270/1870 Διαταγής του Υπουργείου Στρατιωτικών
κοινοποιείται η δια Βασιλικού Διατάγματος από 23 Μαΐου ανάκλησις «εκ
της προικοδοτουμένης φάλαγγος εις την εν ενεργεία» του Ταγματάρχου
Σήφη Δεληγιαννάκη».
Διά του υπ' αριθ. 98/2-3-1874 εγγράφου της υπομοιραρχίας Μήλου
του κοινοποιείται ότι «"διά του από 5 Φεβρουαρίου 1874 Βασιλικού
Διατάγματος ... επροβιβάσθητε εκ του βαθμού του Ταγματάρχου της
ενεργητικής φάλαγγος εις τον του Αντισυνταγματάρχου».
Απεβίωσε στη Μήλο σε ηλικία 106 ετών την 1 Οκτωβρίου 1874,
αφήνων πίσω του πάνω από ογδόντα απογόνους, και διατηρών μέχρι τέλους
ακμαίας τας πνευματικός του δυνάμεις. Επικήδειον του αφιέρωσεν η
εφημερίς ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ της ΣΥΡΟΥ στο φύλλο 509 της 12-10-1874.
Είναι γενάρχης του μεγαλύτερου αριθμού Δεληγιαννάκηδων της
Μήλου, οι πλείστοι των οποίων έχουν μετοικήσει στον Πειραιά.


Ο Στρατής Νικολάου Δεληγιαννάκης (1798 - 1874), ήτο ο 5ος από
τους εννέα γιους του Νίκου Δ.. Μυήθηκε στις αρχές του 1821 στη Φιλική
Εταιρεία, μαζί με τους αδελφούς του Σήφη και Γεώργιο και όπως στη
εξιστόρησι εκείνων περιγράφηκε έλαβε μέρος στις προ και κατά την
κήρυξη της επανάστασης συγκεντρώσεις, μαζί με τους αδελφούς του Σήφη,
Γεώργιο και Θεόδωρο -τουλάχιστον-, όπως δε και νωρίτερα εγράψαμε,
μετείχε σ' όλες τις επιχειρήσεις στα Ρεθεμιώτικα και στα Σφακιά, με τα

18
οικογενειακά σώματα, υπό την αρχική αρχηγία του Γεωργίου. Τις μάχες
αυτές περιέγραψε γλαφυρότατα αργότερα σε έμμετρη αφήγηση των
επαναστατικών γεγονότων ο αδελφός του Σήφης, ενώ διαβιούσε στη Μήλο.
Σ' αυτήν καταφαίνεται ότι, αν και κατά τις επίσημες ιστορίες τον Γεώργιο
διαδέχθηκαν στην αρχηγία της Ρεθύμνης οι Σήφης και Στρατής, και είναι
σαφές ότι δεν δρούσαν πάντα μαζί, η αφήγηση, όσες φορές αναφέρεται στον
"Ντεληγιάννη", χωρίς μικρό όνομα εννοεί το Σήφη, ενώ όταν θέλει να
μιλήσει για τον Στρατή ή και τους αδελφούς του Θεόδωρο ή Γιάννη,
προσθέτει στο επίθετο και το μικρό όνομα όπως και αν αναφέρεται στον
πατέρα τους, τον χαρακτηρίζει « ο Ντεληγιαννονικόλας ».
Ακόμη σημειώνουμε εδώ ότι, ενώ στην αρχική απόδοση αρμοδιοτήτων
κατά την κήρυξη της επανάστασης δόθηκε στο Γεώργιο Δεληγιαννάκη και
κατ' επέκταση στον οίκο Δεληγιαννάκηδων η αρχηγία της επαρχίας
Αμαρίου, βαθμιαία επεκτάθηκε πολύ ευρύτερα η αρμοδιότητα της
οικογένειας, ώστε σε συνομιλία με τον Αρμοστή Τομπάζη, που καταγράφει
ο Σήφης Δ., να αναφέρεται ότι «καπετανίζουν οι Ντεληγιάννηδες σε επτά
επαρχίας ... ως εξής: Το Αμάρι και το Ρέθυμνο ολόκληρο, μέρος του
Μυλοποτάμου, μέρος της Μεσαράς, μέρος του Αγίου Βασιλείου, μέρος των
Σφακίων και μέρος του Αποκορώνου».
Μετέσχε σε όλες τις μάχες που αναφέρθηκαν στην παράγραφο που
αναφέρεται στον Γεώργιο, τις οποίες και περιγράφει γλαφυρά στην
αφήγηση του ο αδελφός του Σήφης10, ως τον θάνατο του αδελφού του
αυτού. Μετά το θάνατο αυτό μοιράζεται την περιοχή ευθύνης της
οικογένειας με το μεγαλύτερο αδελφό Σήφη, με τον οποίο δρουν άλλοτε
μαζί και άλλοτε ανεξάρτητα.
Μετείχε στη μάχη και κατάληψη της Μονής Αρκαδίου την 17
Ιανουαρίου 1822 και την 25/1/1822 στη μάχη των Περιβολιών, όπου και
διακρίθηκε.
Τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου του 1822 συμμετέχει με
άλλους αρχηγούς και 2.000 άνδρες στην απόκρουση 4.000 Ηρακλειωτών
Τούρκων στο Αμάρι και τη ματαίωση της πορείας των προς τα Σφακιά.
Την 18 Ιουλίου 1822 κατά τον Ψιλάκη (12 Ιουλίου κατά τον αδελφό
του Σήφη) μετέχει πρωταγωνιστικά στη μάχη του Κρουσώνα Ηρακλείου,
όπου και διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο να διαμελισθεί από πελώριο Αλβανό,
που με μεγάλο ξίφος διεπέρασε τα χονδρά ενδύματα του, από του ώμου
μέχρι του λαγόνος και όπως γράφει ο Ψιλάκης, που είχε ο ίδιος " ακούσει
πολλάκις " διήγηση του Στρατή, σώθηκε χάρις στην ευκινησία του
πυροβολήσας αμέσως τον εχθρό, ενώ " καθ' ην στιγμήν πυροβολούσε με
την πιστόλαν, επεκαλείτο την Παναγία του Λουτρού (Σφακίων), λέγων με
το Ασφενδιώτικο εκείνο ιδίωμα και προφοράν: -Παναγιά μου βόθα με κι'
1 0 Το έργο του αυτό, μερικώς δημοσιευμένο ως τώρα, προτιθέμεθα να φέρουμε στη δημοσιότητα σύντομα,
μαζί με το παρόν πόνημα.


ΦΩΤΟ  ΣΕΛΙΔΑΣ  18


Προτομή του ήρωα του Φραγκοκάστελλου Στρατή Δεληγιαννάκη (Μπικοστραι
αναμένενουσα την τοποθέτηση της στο Φραγκοκάστελλο.
(Δωρεά του συγγραφέα)

 

ΦΩΤΟ  ΣΕΛΙΔΑΣ 18

 


ΣΤΡΑΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Καπετάνιος Ρεθύμνης με τους αδελφούς του Γιώργο και Σήφη το 1821-31.
Συνταγματάρχης της Φάλαγγος. Ο ήρως του Φραγκοκάστελλου το 1828
(ο θρυλικός Μπικοστρατής). Μετέσχε και στις επαναστάσεις 1841 και 1866 -
απέθανε ως Φρούραρχος της Μονεμβασίας το 1875.
Νωρίτερα είχε εγκατασταθεί στην Μήλο
Προσωπογραφία στό Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Ηράκλειο

19
όσα βρω απάνω του, τα μισά δικά σου και τα μισά δικά μου- διότι καθώς
έπεσεν ο Αλβανός νεκρός, ο Στρατής, αφού ώρμησεν, απέκοψε το κεμέρι
του Αλβανού και εξησφάλισεν, όπως ήξευρεν, διά λογαριασμόν του τα εις
αυτό χρυσά νομίσματα".
Τον Ιανουάριο του 1823 με 300 περίπου Σφακιανούς και με σύμπραξη
του Ρούσου Βουρδουμπά, Μανουσογιαννάκη και Μανουσέλη, καθώς και με
Αγιοβασιλιώτες υπό τον Γ. Τσουδερόν, έσπευσαν εις βοήθειαν των
αποκλεισμένων στο σπήλαιο της Μιλάτου Λασηθιωτών, αλλά το μόνο που
επέτυχαν ήτο να βοηθήσουν στη διαφυγή των εξ αυτών ενόπλων.
Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1823, με τον Εμ. Ρουστικιανό
εμποδίζουν έξοδο των Τούρκων από το Ρέθυμνο.
Την 23η Μάιου 1823 μετέχει εκστρατείας του αρμοστή Τομπάζη στην
Κάνδανο, την οποία πολιορκούν 3 ημέρες και αναγκάζουν τους Τούρκους
να αποχωρήσουν με συνθήκη, αλλά στη συνέχεια τους καταδίωξαν προς τα
Χανιά, συνάψαντες μάχη στο Βατολάκο.
Μετέχει στην τριήμερη συνέλευσι της Αρκούδαινας του Μαΐου 1823.
Τον Ιούνιο 1823 μετέχει στην ανεπιτυχή δεκαήμερη προσπάθεια
διασώσεως των πολιορκημένων αμάχων στο σπήλαιο Μελιδονίου στο
Μυλοπόταμο, όπως ο Σήφης γράφει, όπου ο Χασάν πασάς κατόρθωσε να
τους αποπνίξει με καπνό, ρίχνοντας καιόμενα υλικά, αφού πρώτα πέτυχε να
στενέψει την είσοδο του σπηλαίου, κατακρημνίζοντας βράχους.
Την 25η Ιουλίου 1823 με άλλους αρχηγούς και 2000 άνδρες
αποκρούουν νέα έξοδο των Τούρκων από το Φρούριο της Ρεθύμνης που
προσπαθούσαν να διασωθούν από επιδημία πανούκλας που εμάστιζε την
πόλη.
Τον Απρίλιο 1824, σε ημέρες καταστροφής της επανάστασης,
αιχμαλωτίζεται η οικογένεια Δαμβέργη και η μνηστή του Μαρουλή
Δαμβέργη, την οποίαν αντήλλαξε με αιχμαλώτους Οθωμανίδας.
Αναφέρεται στην έμμετρη αφήγηση του Σήφη ως «πολιτάρχης» στη
Μήλο το 1824 που «ο Δεληγιάννης κι ο Τσουδερός» περιέρχονται τα νησιά
του Αιγαίου και κυρίως τις Κυκλάδες, στρατολογώντας ξενητεμένους
Κρητικούς, με τους οποίους εγέμισαν 7 καΐκια, για να τους μεταφέρουν
μέσω Γραμβούσας στην Κρήτη, για αναζωπύρωση της επανάστασης. Δεν
αποκλείεται να πρόκειται για πρωθύστερη αναφορά, γιατί τον βρίσκουμε
«πολιτάρχη» στη Μήλο αργότερα, μετά την εγκατάστασί του σ' αυτό το
νησί.
Μετά την κατάπνιξη της καθ' αυτό Επανάστασης της Κρήτης από τους
Αιγυπτίους του Μεχμέτ Αλή, συνεχίζει στις αρχές του 1826 με τους άνδρες
του κλεφτοπόλεμο, ώστε με την παρόμοια δράση πολλών άλλων
αντάρτικων ομάδων ανά την Κρήτη να διατηρούν τον αναβρασμό και την
ετοιμότητα για αναβίωση της Επανάστασης στο νησί. Χαρακτηριστικά
γράφει ο Ψιλάκης «Και εις την Ρεθύμνην οι άνδρες του φοβερού Στρατή
Δεληγιαννάκη και μερικοί από τους γείτονας Καλλικρατιανούς, με τους

20
γείτονας των Αγιοβασιλιώτας Τσουδερούς, εθέριζαν συνεχώς τους εχθρούς
που εξακολουθούσαν να παραμένουν εις το Τμήμα αυτό».
Τον Ιανουάριο 1828 με τους Αναγνώστην Παναγιώτου και Π.
Βολουδάκην, ο Στρατής Δεληγιαννάκης ορίζεται από τους Σφακιανούς
μέλος της «Διοικήσεως Σφακίων», η οποία αντικατέστησε τη
«Δημογεροντία» και την «Επιμελητική Επιτροπή», όταν ήδη ο Χατζή
Μιχάλης Νταλιάνης είχεν αποβιβασθη στη Γραμβούσα, με στόχο την
αναζωπύρωση και ενίσχυση της Επανάστασης.
Μετά την άφιξη και εγκατάσταση του Χατζή Μιχάλη στο
Φραγκοκάστελλο, εκστρατεύει αυτός με τους Στρατή Δεληγιαννάκη, Π.
Μανουσέλη και Μανουσογιαννάκη και συγκροτούν την 8η Μάιου 1828
μάχη προ της Ρεθύμνης επιφέροντες απώλειες στους Τούρκους και
αποσύρονται εκ νέου στο Φραγκοκάστελλο, συναποκομίζοντες περί τις
6.000 ζώα.
ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟΥ
Σκεφθήκαμε να αφιερώσουμε, έστω και πολύ συνοπτικά ένα ιδιαίτερο
κεφάλαιο στη Μάχη αυτή, που αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές των
Κρητικών Επαναστάσεων εν γένει. Της μάχης που αποτέλεσε το Χάνι της
Γραβιάς της Κρήτης και σε πολύ μεγάλη μεγένθυσι μάλιστα, που συνδέθηκε
τελικά με το θρύλο των « Δροσουλιτών » και που έδωσε στο Στρατή
Δεληγιαννάκη (ή «Μπικοστρατή», όπως μερικές ιστορίες προτιμούν να τον
αποκαλούν) το ζηλευτό τίτλο του ΗΡΩΑ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟΥ,
που, όπως θα φανή στην εξιστόρηση, τον κέρδισε πολύ σκληρά με τους 60
άνδρες του, ενώ δυστυχώς τον έχασε ο επίσης θαυμαστός ήρωας Χατζή
Μιχάλης Νταλιάνης, λόγω της εσφαλμένης του τακτικής.
Το Φθινόπωρο του 1827 έφθασε στην Γραμβούσα ο υπέροχος
ιδεολόγος Βορειοηπειρώτης μαχητής Χατζή Μιχάλης, επονομαζόμενος και
"Νταλιάνης", επειδή είχε σπουδάσει γιατρός στην Ιταλία, επικεφαλής
ιδιωτικού στρατού αποτελούμενου από 72 ιππείς και 500 πεζούς, για να
ενισχύσει την Επανάσταση στην Κρήτη, που τότε βρισκόταν σε κάμψη, και
η οποία είχεν εξάψει τα πατριωτικά του αισθήματα, λόγω των άφθαστων
ηρωισμών της. Αφού δυσκολεύτηκε να φύγει από την Γραμβούσα, που
πάνω στα άγρια βράχια της δεν μπορούσαν να συντηρηθούν ούτε τα ζώα,
ούτε οι άνθρωποι και μετά από μακρά αλληλογραφία - γιατί και
οπουδήποτε στην Κρήτη ήταν προβληματική η συντήρησις τόσο μεγάλου
ενιαίου τμήματος- γίνεται δεκτός και μεταβαίνει στα Σφακιά, όπου και
στρατοπεδεύει στη μόνη πεδινή λωρίδα της επαρχίας, στην περιοχή του
Φραγκακάστελλου. Από εκεί εκστρατεύει μαζί με ντόπιους, όπως και λίγο

21
πιο πάνω γράφτηκε προς το Ρέθυμνο, με σημαντική επιτυχία. Διέθετε τότε
72 ιππείς και 500 πεζούς, κατά το Σήφη Δεληγιαννάκη.
Η ύπαρξις αυτού του μεγάλου και ασυνήθιστου, λόγω και της ύπαρξης
ιππικού, τμήματος στα Σφακιά, έγινε αισθητή σαν σημαντική απειλή από
τους Τούρκους, που οργανώνουν ειδική εκστρατεία για την καταστροφή
του.
Έτσι τη 13η Μαΐου του 1828 εκστρατεύει ο Μουσταφά Πασάς
επικεφαλής 8.000 περίπου στρατού με τμήματα ιππικού και 4 πυροβόλα και
κατασκηνώνει αρχικά στο Ασκύφου, απ' όπου προσπάθησε να πείση τους
Σφακιανούς αρχηγούς να μη λάβουν μέρος στις επιχειρήσεις, διότι αυτός
έχει στόχο μόνο τους ξενόφερτους και δεν θα πειράξει τα Σφακιά.
Εν τω μεταξύ, τις προηγούμενες ημέρες, οι συναθροισμένοι στο
Ασκύφου καπεταναίοι των Σφακιών είχαν καταβάλλει επανειλημένες
προσπάθειες να πείσουν τον Χατζή Μιχάλη να μην υλοποιήσει τη σκέψη
του να πολεμήσει στο ανοικτό πεδίο έξω από το Φρούριο του
Φραγκοκάστελλου, όπου θα τους ήτο αδύνατον να του παρέξουν σοβαρή
βοήθεια, σε μια τέτοια εκ παρατάξεως μάχη, εναντίον πολλαπλασίου
στρατού, αλλά εις μάτην. Σαν τελευταία προσπάθεια εζήτησαν την
προσωπική παρέμβαση του μεταξύ αυτών Σήφη Δεληγιαννάκη, αρχηγού
κοινώς αναγνωριζομένου για την σωφροσύνη και τη γενναιότητα του, αλλά
ούτε αυτός εισακούσθηκε. Επειδή δε του υπεδείκνυαν έστω να παρατάξει
τους πεζούς αμέσως έξω από τα τείχη του φρουρίου, ώστε να μπορέσουν να
μπουν σ' αυτό πιεζόμενοι, προβλέποντες ότι άλλως θα τραπούν σε φυγή,
αυτός τυφλωμένος κυριολεκτικά από εγωισμό και για να αποφύγει τέτοιο
ενδεχόμενο εξευτελισμό, ανώρυξε ορύγματα αρκετά μακριά από το
Καστέλλι και διέταξε τους πεζούς του να προσδεθούν από τα σφυρά μεταξύ
των, ώστε να μείνουν αμετακίνητοι. Περιφρονητικώς δε υπέδειξε εις τους
Σφακιανούς αρχηγούς να μείνουν ψηλά εις τα όρη και να παρακολουθήσουν
«πώς πολεμούν οι άνδρες». Εκείνοι δεν εκάκιωσαν απέναντι του γιατί τον
εκτιμούσαν βαθειά και έπιασαν τις υπώρειες, εκεί που τελειώνει το γυμνό
πεδίο και αρχίζουν τα λιόφυτα, στην περιοχή των χωριών Πατσιανού και
Κολοκασίων, απ' όπου αναγκάζουν τον Μουσταφά να διασπά τις δυνάμεις
του, για λόγους ασφαλείας.
Όμως ο Στρατής Δεληγιαννάκης, μαζί με τους Α. Διληδά. Κ.
Δαμβέργη, Α. Σημιακό, Μ. Πωλιουδάκη και Κ.Νιπιανό, δεν άντεξε την
εγκατάλειψη του Χατζή Μιχάλη και με 60 περίπου άνδρες συντάχθηκαν
μαζί του, αλλά μέσα στο Φρούριο, όπου και θα υποδέχονταν τυχόν
υποχωρούντας, ενώ το ιππικό ενίσχυσαν οι Μ. Καστρινός και Μ. Καλούδης.
Έτσι το σύνολο των αμυνομένων Ελλήνων ανήλθε, κατά τους Ζαμπέλιο και
Κριτοβουλίδη σε 666 άνδρες, εξ ων 70 περίπου ιππείς, κατά δε τον
Παπαδοπετράκη σε 530 πεζούς και 70 ιππείς " εκτός των 60 ανδρών του
Δεληγιαννάκη " του οποίου τη συμπαράταξη με το Χατζή Μιχάλη
χαρακτηρίζει "Ευδοκία Θεού". Και ο Ψιλάκης αναφέρεται σε 606
Το Φραγκοκάστελλο
Χώρος της ομόνυμης μάχης. Κτίστηκε από τους Ενετούς από το 1371, από
τα ερείπια της αρχαίας πόλης «Νικήτα».

22
στρατιώτας και 70 ιππείς και βεβαιώνει την απόφαση να συνταυτίσουν την
τύχη τους με αυτούς του "αφόβου και ατρόμητου Στρατή Δεληγιαννάκη",
του γυναικάδελφου του Κ. Δαμβέργη και των λοιπών που αναφέρουν οι
πρώτοι αναφερθέντες παραπάνω συγγραφείς.
Ο Χατζή Μιχάλης είχε οργανώσει τους πεζούς σε 3 χαρακώματα, που
απείχαν μεταξύ τους, αλλά και από το Φρούριο τόσο, ώστε να μην μπορούν
να αλληλοϋποστηριχθούν. Το πρωΐτης 17ης Μαΐου 1828 άρχισε η μάχη11.
Στην πρώτη έφοδο εξοντώθηκαν μέχρις ενός οι άνδρες του δυτικού
προμαχώνος, που είχε επίκεντρο την εκκλησία της Αγίας Πελαγίας, υπό τον
ανηψιό του Χατζή Μιχάλη, Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη. Πολύ γρήγορα
ακολούθησαν την τύχη τους οι υπόλοιποι και ο αρχηγός, παρά τη φοβερή
άμυνα που αντέταξε προσωπικά, αφού απέτυχε προσπάθεια του, όπως και
άλλων μερικών που σώθηκαν για λίγο, να μπουν στο φρούριο, του οποίου
όμως οι πύλες ήσαν φραγμένες από σωρούς πτωμάτων, κατά το πλείστον
εχθρικών. Έτσι εξοντώθηκαν όλοι και η κεφαλή του Χατζή Μιχάλη
προσκομίσθηκε στον πασά, που όμως ύβρισε τους προσκομίσαντας γιατί
τον ήθελε ζωντανό. Οι τελευταίοι αμυνόμενοι στον ανατολικό προμαχώνα,
οχυρομένοι σε τοπική εκκλησία της Παναγίας, προσπάθησαν να μπουν στο
φρούριο από τοπική πύλη, που εστερείτο πόρτας και πίσω τους κατά πόδας
το ίδιο επεχείρουν οι Τούρκοι. Η ετοιμότης ενός Κρητικού, Μαρκάκη όπως
τον ονομάζει ο Σήφης Δεληγιαννάκης, να σφάξη στην πόρτα ένα γάιδαρο
δκαι μερικά ακόμη ζώα και με πτώματα που συσώρρευσαν εκεί και έφραξαν
την πύλη, έσωσε εκείνη τη στιγμή το φρούριο, ενώ βαθμιαία άρχισαν να
υποχωρούν οι Τούρκοι.
Η όλη μάχη αυτή δεν κράτησε περισσότερο από μία ώρα, κατά την
οποία σκοτώθηκαν 338 Έλληνες του Χατζή Μιχάλη, 8 από τους
Σφακιανούς και 13 τραυματίστηκαν, ενώ μπροστά στις πύλες του Φρουρίου
έμειναν την πρώτη αυτή ημέρα 800 Τούρκοι "ων τους πλείστους εφόνευσεν
ο Δεληγιαννάκης" κατά τον Παπαδοπετράκη. Η παρουσία του ανδρός
χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως "θεία ευδοκία" (Ψιλάκης)
"ευδοκία Θεού" (Παπαδοπετράκης), ενώ ο εντυπωσιακά σεμνός αδελφός
του πρωταγωνιστή Σήφης στο αφήγημα του αρκείται να αναφέρη ότι «Του
Ντεληγιάννη του Στρατή 10 Κρητικοί ήσαν εκεί και οι δέκα του γεμίζα και
δεν τονε προφταίνουσι, κέντα και την πιστόλα». Ήταν φημισμένος
σκοπευτής και κυριολεκτικά έσωσε την κατάσταση. Όμως "στον Πύργο
που ήτανε ο Στρατής ο Ντεληγιάνης ένα μόνο εσκοτώσα κι' είναι μεγάλο
θαύμα, η μπόμπα που έσκασε εκεί πώς άφηκε κανένα".
Ο Ψιλάκης (Δ 35) γράφει «εις τον Δεληγιαννάκην προπαντός οφείλεται
η σωτηρία τότε του φρουρίου, εις το οποίον είχαν καταφύγει και τόσα
γυναικόπεδα ανοήτως εκ των προτέρων και τόσοι άλλοι απόλεμοι και
κατατραυματισμένοι εις την φοβεράν εκείνην ώραν της σφαγής».
1 1 Μερικοί ιστορικοί γράφουν την 18η . Ο Σήφης Δεληγιαννάκης γράφει κατ' επανάληψη την 17η .

23
Τη θηριώδη αυτή μάχη της 17ης Μαΐου ακολούθησε η στενή πολιορκία
του φρουρίου. Οι πολιορκητές εμπόδιζαν τη λήψη νερού από τα λίγα
παρακείμενα στο Φρούριο πηγάδια και η βασανιστική δίψα, στο θερμό
τέλος του Μαΐου ήτο το κύριο μαρτύριο των πολιορκημένων. Καμμιά
πρόβλεψις δεν είχε προηγηθή της επιχειρήσεως και μόνο ζωντανά ζώα
βρίσκονταν στο φρούριο. Τα έσφαζαν, τα "έψηναν" στον ήλιο και χωρίς
αλάτι τα έτρωγαν. Με τα νωπά δέρματα και μεγάλους κινδύνους
κατόρθωναν την νύκτα να φέρνουν νερό από τα πηγάδια. Η δυσοσμία από
τη σήψη των πτωμάτων, ζώων και ανθρώπων ήταν η δεύτερη, μετά τη δίψα,
μεγάλη πληγή. Τη νύκτα της 19 προς 20 Μαΐου ο διαθέτων στεντορίαν
φωνήν και δεινός κολυμβητής Διληνδάς (ή Ντιληντάς), ολόγυμνος διέφυγε
μέχρι που πλησίασε τη θάλασσα την προσοχή των νυκτοφρουρών Τούρκων
και όταν, αργά, τον αντελήφθησαν, ρίχτηκε στη θάλασσα και εκολύμβησε
ως τον Εμπροσγιαλό (Χώρα Σφακίων σήμερα), σε απόστασι αρκετών
μιλίων κι' από εκεί διεκπεραιώθηκε στο Λουτρό, ενημέρωσε τους εκεί
εντοπίους, ζητώντας βοήθεια και γύρισε την επομένη με μια γολέτα και από
απόσταση βολής εφώναζε να αντέξουν οι πολιορκημένοι γιατί έρχονται
Σφακιανοί, Κυδωνιάτες και Αποκορωνιώτες σε επικουρία τους. Οι Τούρκοι
αλλαλάζοντες προσπαθούσαν να μη γίνεται ακουστός, αλλά και μετέφεραν
το μήνυμα στο Μουσταφά. Στην πραγματικότητα όμως και στον κλοιό περί
το στρατόπεδο του Μουσταφά είχαν φύγει πολλοί από τα δυτικά Σφακιά,
φοβούμενοι εκδικητική πορεία του Μουσταφά προς τα μέρη των, όπως και
οι Γραμβουσιανοί. Άλλοι όμως από διάφορα μέρη της Κρήτης και όλα τα
ανατολικά Σφακιά επύκνωναν τις τάξεις των και αύξαναν την απειλή κατά
των αμηχανούντων Τούρκων.
Ο Μουσταφάς επρότεινε επανειλημένα την έξοδο των πολιορκημένων
πλην των Κρητών και χωρίς όπλα, αλλά ελάμβανε αρνητική απάντηση ή και
ομοβροντίες πυροβολισμών. Τελικά επηρεασθείς και από το στρατήγημα
του Ντιλιντά, βλέποντας τα εφόδια του να τελειώνουν και την απειλή του
κλοιού των επαναστατών στις ρίζες να ενισχύεται κάθε μέρα και έχοντας
εξαιρετικά επισφαλή οδό υποχωρήσεως, μέσω στενωπών, φαράγγων και
χάλαρων, προς Άγιον Βασίλειον, μέσω Ροδάκινου, αφού την επιστροφή από
το δρομολόγιο που ήλθε, μέσα από τα πολυματωμένα και κατάσπαρτα από
λευκάζοντα από το 1821 οστά Τούρκων περάσματα των Σφακιών από τον
Αποκόρωνα ούτε να τη διανοηθή μπορούσε, συνθηκολόγησε και
αποδέχθηκε την αναχώρηση των πολιορκημένων ενόπλων, κατά τους όρους
των. Αντηλλάγησαν όμηροι και την 24η Μαΐου, ο μικρός στρατός του
Στρατή Δεληγιαννάκη, ένοπλος, συνοδεύων όλους του αμάχους και
πληγωμένους, αναχώρησε με το κεφάλι ψηλά, αφήνοντας πίσω μόνο τα λίγα
κανόνια του Χατζή Μιχάλη και αιχμαλώτους τους Τούρκους που είχαν μέσα
στο Φρούριο. Όλες τις άλλες αποσκευές των τις πήραν.

2 4
Η Κρήτη είχε ζήσει το δικό της Χάνι της Γραβιάς και ο υπερασπιστής
του δικαιώθηκε από την Ιστορία το ζηλευτό τίτλο του «Ήρωα του
Φραγκοκάστελλου».
Κατησχυμένος ο «νικητής» Μουσταφάς, αφού ανατίναξε τμήματα του
φρουρίου, άρχισε να υποχωρεί την 28η Μαΐου, υπό την καταδίωξη των
παρακολουθούντων αυτόν Σφακιανών, πλευροκοπούμενος στις στενωπούς.
Για καλή του τύχη άκουσε τον πολύπειρο Αλβανό Ταλίκ Βέη και διέταξε
την εγκατάλειψη των φορτηγών ζώων και αποσκευών, ακόμη και απόρριψη
του οπλισμού στα φαράγγια που περνούσαν, ώστε δελεασθέντες οι
Σφακιανοί, επέπεσαν στα λάφυρα και έδωσαν χρόνο στο Στρατό να φθάσει
σε ομαλότερα μέρη του Αγίου Βασιλείου, όπου είχε συμφωνηθεί να τον
κτυπήσει ο Τσουδερός με τους 150 Αηβασιλιώτες του και να τον
αποτελειώσει. Αυτός, παραδόξως και για το χαρακτήρα του κορυφαίου
αυτού αρχηγού, εγκατέλειψε τη νευραλγική θέση του. Ίσως προτίμησε να
φυλάξει τα χωριά του. Η ιστορία δεν βρήκε το γιατί. Έτσι ο Μουσταφάς,
έχασε μεν όλο το υλικό του, αλλά έσωσε τον κύριο όγκο του στρατού του. Ο
Κριτοβουλίδης ανεβάζει το σύνολο των απωλειών του σε 1700 άνδρες, αλλά
ο επίσημος αιχμάλωτος Ικιντζή αγάς, σε 800 στο Φρούριο και 1902 στην
υποχώρηση, σημειώνοντας την παρατήρηση ότι αν δεν λαφυραγωγούσαν
δεν θα εσώζετο κανείς. Και ο Τούρκος Καντάνιος έδωσε τους ίδιους
αριθμούς με τον αγά στο Σφακιανό φίλο του Καυκαλοσήφη.
Όμως και στην καταδίωξη βρέθηκαν άνδρες συνετοί που δεν
ελαφυραγώγησαν αλλά καταδίωξαν κατά πόδας τους υποχωρούντας. Απ'
αυτούς αναφέρει ο Παπαδοπετράκης ονομαστικώς τους από τον
Καλλικράτη Παπαδόπετρο (Πέτρο Παπαδάκη), Εμ. Βουγιουκαλάκη,
Μανούσο Μουντάκη, Εμ. Νταλαβέρη, Κων. Βενέρη, Νικ. Γαλανό,
σημαιοφόρο των Καλλικρατιανών, από τον Καψοδάσο τον Παπαδογιάννη
και από το Ασφένδου τον Ανδρέα Βούρβαχη και Σήφη Δεληγιαννάκη.
Αφού έφυγαν οι Τούρκοι και επειδή οι περίοικοι δε επλησίαζαν από τη
δυσοσμία, κάποια μοναχή ονόματι Μαγδαληνή, έψαξε και ανακάλυψε το
ακέφαλο πτώμα του Χατζή Μιχάλη και αφού το ένωσε με τη γδαρμένη
κεφαλή του που βρέθηκε στο Καψοδάσος, το ενταφίασε στο μικρό νάί'σκο
του Αγίου Χαραλάμπους. Εν συνεχεία εμίσθωσε ανθρώπους και εμάζεψαν
όλα τα πτώματα, φίλων και εχθρών και τα έριξαν σε «σχισμές και ορύγματα
της βραχώδους παραλίας» όπου και ακόμη φαίνονταν, όταν έγραφε την
ιστορία του ο Ψιλάκης, το 1898. Όπως φαίνονταν ατελείωτες δεκαετίες τα
λευκασμένα οστά χιλιάδων Τούρκων στο «Λαγγό του Κατρέ» και των 850
(ή 960) στο εκτάσεως 3-4 στρεμάτων οροπέδιο της Αμπέλλου, μεταξύ
Ασκύφου και Ασφένδου, από τις θρυλικές μάχες του τέλους Ιουλίου 1821,
που περγράφηκαν νωρίτερα.
ΑΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ. Η θυσία των παληκαριών του Χατζή Μιχάλη
Νταλιάνη την 17η Μαΐου 1828, έξω από το φρούριο του Φραγκοκάστελλου,
αν και εντελώς μάταια και άδικη, συγκίνησε βαθειά την Κρητική ψυχή, κι'

25
ακόμη τη συγκινεί. Γι' αυτό και την έκανε θρύλο και της πρόσδεσε την
έννοια του φαινομένου των Δροσουλιτών.
Κάποια νύκτα μεταξύ 17 και 20 Μαΐου κάθε χρόνο -αν και όχι πάντα-
κατά τις 3-4 η ώρα πριν από το ξημέρωμα, στο βαθύ λυκαυγές, μια φάλαγγα
αχνή, που μοιάζει να είναι μακρινοί καβαλάρηδες, αναδύεται από το Λιβυκό
Πέλαγος στο Φραγκοκάστελλο και ανηφορίζει στη Μαδάρα, όπου και
σβήνει σιγά-σιγά. Μπορεί να είναι, όπως προσπαθούν να κατανοήσουν οι
επιστήμονες, φαινόμενο ατμοσφαιρικό, όπως αντικατοπτρισμός από την
Αφρικανική έρημο, μα για την Κρητική Σφακιανή ψυχή, είναι τα
αδικοχαμένα παληκάρια του υπέροχου, αν και ελάχιστα στρατηγικού,
πατριώτη Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, που θυσιάστηκαν χωρίς πρακτικό
αποτέλεσμα. Όμως, καθώς καμμιά θυσία για υψηλό σκοπό δεν χάνεται στη
λήθη, θα εξάπτουν για πάντα την Εθνική ψυχή και φιλοτιμία. Άλλωστε
τους εκδικήθηκε στο πολλαπλάσιο ο θρυλικός συμπολεμιστής τους, ο
καπετάν Στρατής Νικολάου Δεληγιαννάκης ή «Μπικοστρατής», με τους 60
ημίθεους του, που τελικά πέτυχαν αυτό που και ο Χατζή Μιχάλης επεδίωξε.
Κατήσχυναν και περίπου κατέστρεψαν την περήφανη στρατιά του
Μουσταφά Πασά, με τους 8.000 πεζούς και 400 ιππείς τους. Και οι ήρωες,
έγιναν ΔΡΟΣΟΥΑΙΤΕΣ.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΑΛΟ
Τον Ιούλιο 1828, αφού αποφασίσθηκε στη συνέλευση του Ασκύφου η
συνέχιση της επανάστασης, αναζωπυρώνει μετά των Πέτρου Μανουσέλη, Γ.
Τσουδερού και I. Μοσχοβίτη, τις εχθροπραξίες στο Νομό Ρεθύμνης,
συνάπτοντας μάχη στα Ρούστικα, που κατέληξε σε συντριβή των Τούρκων
με πολλές απώλειες και αναγκάζουν πάλι τους Τούρκους να εγκαταλείψουν
την ύπαιθρο της Ρεθύμνης.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1828 μετέχει στην πραγματοπειηθείσα,
κατ' εντολήν του Κρητικού Συμβουλίου εκστρατεία Σφακιανών,
Αγιοβασιλιωτών και Μεσαριτών στις περιοχές Ηρακλείου, Ιεράπετρας,
Σητείας, με εντολή να διατηρούν φυσιογνωμία επαναστάσεως,
αποφεύγοντας καταστροφές και φόνους, με το σκοπό να φαίνεται όλη η
Κρήτη κατειλημένη από τους επαναστάτες, για να ενισχυθούν οι
προσπάθειες που καταβάλλονταν να περιληφθή και η Κρήτη στα όρια του
ιδρυόμενου τότε βασιλείου της Ελλάδος.
Ορίζεται και πάλιν αρχηγός του ανατολικού τμήματος της επαρχίας
Ρεθύμνης, ενώ ο Καλλλικρατιανός Πέτρος Μανουσέλης ορίζεται αρχηγός
του δυτικού τμήματος, μόνοι αυτοί Σφακιανοί ορισθέντες αυτή τη φορά
αρχηγοί εκτός Σφακίων, αφού υπήρχαν ήδη εμπειροπόλεμοι και εκτός
Σφακίων από τις άλλες επαρχίες, κατάλληλοι για αρχηγοί, κατ' αντίθεση
προς την αρχή του αγώνα, το 1821, όταν όλες οι επαρχίες εζήτησαν

2 6
αρχηγούς από τα Σφακιά, που μόνο αυτά διέθεταν εμπειροπόλεμους άνδρες,
κυρίως από την επανάσταση του 1770.
Το Φεβρουάριο 1829 μετείχε, με τους Μανουσέλη και Μανούσο
Πρωτοπαπαδάκη ή Μανουσάκη, ισχυρού σώματος που καταπολέμησε τους
Τούρκους του χωρίου Γάλλου Ρεθύμνης.
Τον Ιούνιο 1829 κατέχει το Αρκάδι και την 25η Ιουνίου μετέχει της
καταδίωξης των Τούρκων ως το Φρούριο Ρεθύμνης, μετά σκληρή μάχη
προς 5.000 Τούρκους στον Αρμενόκαμπο.
Τον Οκτώβριο 1929 βρίσκεται πάλι στρατοπεδευμένος στο Αρκάδι
καθώς και την Άνοιξη του 1830 και από κει «εσυγκρατούσε και απέκρουε
τους εξορμώντας Τούρκους». Είχεν ήδη προαχθεί σε χιλίαρχο από το
Διοικητικό Συμβούλιο, υπό τον αρμοστή Ρενιέρη.
Ήδη την 22α Ιανουαρίου (νέα ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου) 1830 είχε
ανακοινωθεί το τελευταίο πρωτόκολλο των τριών Συμμάχων (Γάλλων,
Αγγλων και Ρώσων) που απέκλειε τη συνεχώς αγωνιζόμενη Κρήτη, που είχε
ουσιαστικά περιορίσει τους Τούρκους στις μεγάλες πόλεις και στα Φρούρια
Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου, Ιεράπετρας, από το νέο Ελληνικό Κράτος,
που εδημιουργείτο ήδη και διέτασσεν εξ ονόματος του αντιναυάρχου
Δεριγνύ και των Δυνάμεων την παύση του πολέμου και την υποταγή εις το
Σουλτάνο.
Συμμετέχων εις τη Δημογεροντία Σφακίων μετά των Μ. Δασκαλάκη,
Χατζηστρατή Βουρδουμπάκη και του γραμματέως Α. Ζωντανού, παίρνει
μέρος στην παρακίνηση του εν Μαργαρίτες Μυλοποτάμου Επαναστατικού
Συμβουλίου, για να απευθυνθή προς τους ισχυρούς της Ευρώπης, που
διαμόρφωναν τον χάρτη της Ελλάδος, ώστε να περιληφθή και η Κρήτη σ'
αυτόν. Ματαίως όμως.
Συνυπογράφει, ως ένας από τους πληρεξουσίους της επαρχίας
Ρεθύμνης, την 14η Οκτωβρίου 1830 το προς το Γάλλο Στρατηγό Λαφαγιέτ
έγγραφο ικεσίας των Κρητών, διά να συμπεριληφθεί η Κρήτη στο ελεύθερο
Ελληνικό Κράτος.
Με το από 23 Νοεμβρίου 1830 ψήφισμα του Κρητικού Συμβουλίου
από τις Μαργαρίτες ορίζεται μέλος της επιτροπής από 57 μέλη, που
ορίστηκε για τη διαχείριση ζητημάτων που θα ανέκυπταν με το τέλος του
Αγώνος, αλλά και για μελλοντικές ενέργειες απελευθερώσεως και που
γενικά θα υποκαθιστούσε την Κρητική Διοίκηση που διαλυόταν. Το
Κρητικό Συμβούλιο διαλύθηκε την 16η Δεκεμβρίου 1830 και έτσι εξέλιπε
από την Κρήτη κάθε άλλη Ελληνική αρχή.
Η Κρήτη εγκαταλείφθηκε στον Τουρκικό ζυγό και ο λαός της υπέκυψε
στη θέληση των Μεγάλων Δυνάμεων και την αδυναμία της ελευθέρουμένης
πατρίδος να του συμπαρασταθή. Αλλά, όπως γράφει ο Ψιλάκης, «εκ των
πρωταγωνιστών μερικοί επέμεναν ακόμη και δι' ολίγον διάτημα να ζουν τον
αρματολικόν βίον και ο ακατάβλητος και ανυπότακτος Ασφενδιώτης
Στρατής Δεληγιαννάκης, με μερικούς ακόμη γύρω του, επιτίθεται αιφνιδίως

27
εις τα Περιβόλια Κυδωνιάς, εξολόθρευσε τον εκεί διαμένοντα Αβδήν αγάν
και προσπάθησε να πειση και άλλους να σηκώσουν πάλι τα όπλα και να
αποθάνουν κατ' αυτόν τον τρόπον. Αλλά ήτο ματαία κάθε τέτοια
προσπάθεια».
Εκείνη την εποχή επετράπη από τις Δυνάμεις η εκκένωση οικογενειών
αγωνιστών από τη Νήσο υπό του ναυτικού του νέου Ελληνικού Κράτους, με
επικεφαλής τον Κανάρη και ιδρύθηκαν Κρητικοί οικισμοί στην
Πελοπόνησο και Κυκλάδες, προ παντός στη Μονεμβασιά, Μολάους,
Σπάρτη, Κορώνη, Άργος, Πειραιά και κυρίως στο Τολό (Μινώα) και
Πρόνοια Ναυπλίας, ιδρύθηκε ο οικισμός του Αδάμαντος Μήλου και της
Νέας Κρήτης (Λαχανάδες), πλησίον της Κορώνης στη Μεσηνία. Από τους
αγωνιστές αυτούς σχηματίσθηκαν οι ΙΕ και ΙΣΤ (15η και 16η ) Τετραρχίες
της Βασιλικής Φάλαγγος.
Από τον Κριτοβουλίδη υπολογίζεται ότι έφυγαν τότε από την Κρήτη
περί τα 60.000 άτομα, «εξ' ων απωλέσθησαν κακήν κακώς οι πλείστοι».
Μετά τα γεγονότα αυτά, οι Τούρκοι επαγίωναν εκ νέου την κατοχή της
Νήσου, αποφεύγοντας εν τούτοις τις συγκρούσεις, που θα έδιναν τροφή
στους υποστηρικτές των Ελληνικών δικαίων στην Ευρώπη.Έτσι ο Νουρεδήν
πασάς, αρχηγός στρατού που αποτελείτο εξ Αλβανών της Αιγύπτου και
Κρητοτούρκων, έκανε επιθέσεις στις επαρχίες. Και κατά πρώτον δέχθηκε
την υποταγή των Σφακιανών, που τους μιμήθηκαν και οι άλλοι και
προσήρχοντο και εδήλωναν υποταγή. Έτσι επροχώρησε γρήγορα από την
επαρχία Αποκορώνου στο Ρέθυμνο όταν, κατά τον Ψιλάκη, «γύρω από την
Επισκοπή εστάθησαν εμπρός του ο πανταχού παρών Στρατής
Δεληγιαννάκης και ο Γ. Τσουδερός, μαζί με πολλούς δικούς των και επί
πολύ του αντεστάθησαν, ενώ αυτός καθόλου σχεδόν δεν απήντησεν» και
εκαθυστέρησαν την προέλαση του προς τα ανατολικά έως τα μέσα
Δεκεμβρίου 1830. Διαλυθέντων αφ' εαυτών των Ελλήνων, λόγω της
αδράνειας, μετά την τελευταία αυτή μάχη της Επαναστάσεως 1821 - 1830,
επροχώρησαν και πάλιν οι Τούρκοι την 13η Δεκεμβρίου προς το Ρέθυμνο
και Μυλοπόταμο, όπου την 16η Δεκεμβρίου 1830 διαλύθηκε το εδρεύον
στις Μαργαρίτες Κρητικό Συμβούλιο, ως ανωτάτη επαναστατική αρχή. Ο
Πρόεδρος του Ρενιέρης είχεν ήδη ενωρίτερα αναχωρήσει από τα Σφακιά.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, με το από 23 Νοεμβρίου 1830 ψήφισμα του
Κρητικού Συμβουλίου, όπως και νωρίτερα αναφέρθηκε, ορίστηκε ο Στρατής
Δεληγιαννάκης μέλος της 57μελούς Επιτροπής που ορίσθηκε για τη
διαχείριση ζητημάτων που θα ανέκυπταν με το τέλος του Αγώνος, αλλά και
για μελλοντικές ενέργειες απελευθερώσεως και που γενικά θα
υποκαθιστούσε την Κρητική Διοίκηση που διαλυόταν.
Η καταπίεση από τους Αιγυπτίους κυριάρχους βαθμιαία καθιστούσε τη
ζωή των Χριστιανών αβίωτη και τότε, μέσα στη γενική απελπισία (1832 ή
1833) κατά τους Ζαμπέλιο και Κριτοβουλίδη «ο Ασφενδονίτης Στρατής
Δεληγιαννάκης ετόλμησε να παρουσιασθεί ένοπλος μετά των οπαδών του

28
εναντίον της αυθαιρεσίας», αλλά οι λοιποί Κρήτες, με ανοικτές τις πληγές
της Επανάστασης δεν τολμούσαν να καταφύγουν στα όπλα και έσπευσαν να
περιορίσουν, αλλά και να υποχρεώσουν να αναχωρήσουν από την Κρήτη
τους εξεγερθέντες.
Ακολούθησε το Σεπτέμβριο 1833 η άοπλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας
Κρητών, Χριστιανών αλλά και Μουσουλμάνων στις Μουρνιές Κυδωνιάς
κατά του Αιγυπτιακού ζυγού και υπογραφή πρωτοκόλλου διαμαρτυρίας την
23η Σεπτεμβρίου. Σ' αυτή παρουσιάσθηκε ο Στρατής Δεληγιαννάκης με
τους άνδρες του ενόπλους, αλλά υποχρεώθηκε να αναχωρήσει από τη
συγκέντρωση -που έμεινε στην ιστορία σαν «κίνημα των Μουρνιδών»- για
να μη θεωρηθεί η διαμαρτυρία ως ένοπλη εξέγερση. Ο Οσμάν Νουρ Ελ Ντιν
βέης επιτέθηκε και διέλυσε βιαίως τη συγκέντρωση και εκρέμασε 41
πρωταιτίους από μουρνιές, εξ ου και ονομάσθηκε το κίνημα αυτό και «η
εποχή των Μουρνιδών». Η διάλυση έγινε και με ανοχή εκπροσώπων της
Μεγάλης Βρετανίας.
Δεν γνωρίζουμε επακριβώς πότε εγκατέλειψε την Κρήτη. Προφανώς
όπως εγράψαμε και για το Σήφη, εγκαταστάθηκε αρχικά στην περιοχή
Ναυπλίου, όπου του είχαν εκχωρηθεί 90 στρέματα στο χωριό Κουρτάκη και
στη συνέχεια στη Μήλο.
Από τη Μήλο υποκίνησαν οι αδελφοί, πρωτοστατούντος του Στρατή,
την εξέγερση του 1838 στην Κρήτη, που ονομάσθηκε και «Κίνημα του
Μπικοστρατή». Ο Στρατής Δεληγιαννάκης, που ποτέ δεν μπόρεσε να
αποδεχεθεί τη διακοπή του αγώνα το 1830, άρχισε το 1838 μυστικές
συνεννοήσεις με τους Κρήτες πρόσφυγες στο Τολό Ναυπλίας και τη Σύρο,
με σκοπό την οργάνωση ομάδων οπλοφόρων, που θα μετέβαιναν στην
Κρήτη, όπου ενούμενες με άλλες ομάδες που υπήρχαν στο νησί, θα
ςεσήκωναν σε επανάσταση τον Κρητικό λαό. Τον Σεπτέμβριο τέλος του
ίδιου έτους 1838, με 17 συντρόφους του αναχώρησε από τη Μήλο για την
Κρήτη. Ατυχώς το κίνημα ήτο ανοργάνωτο και απέτυχε από τη γέννηση του.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, όχι μόνο δεν συμπαραστάθηκε, αλλά και έσπευσε
να το αποδοκιμάσει, χαρακτηρίζοντας το ληστρική επιδρομή, από φόβο
δημιουργίας εθνικών περιπλοκών. Για το λόγο αυτό έστειλε επείγουσες
οδηγίες στους προξένους της στην Κρήτη και Αλεξάνδρεια, προς τη Μήλο
δε έστειλε διαταγή με την οποία καλούσε σε απολογία τον διοικητικό ιατρό
Χαιρέτη, το Διοικητή και το Δήμαρχο Μήλου, ως «γνωρίζοντας τα σχέδια»
του κινήματος.
Μετά την αποτυχία του κινήματος, ο Μπικοστρατή ς με μεγάλες
δυσκολίες μπόρεσε να εγκαταλείψει την Κρήτη, με 15 συντρόφους του, με
σκοπό να μεταβεί στην Πάτμο. Αναγκάσθηκε να προσεγγίσει στη Μήλο,
όπου όμως βρήκε την κανονιοφόρο «Ανδρούτσος» που τον διέταξε να φύγει
από κει διότι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνούνταν την περαιτέρω παραμονή
του σε ελληνικό έδαφος. Με βαθειά λύπη έφυγε, πήγε στη Σέριφο, από όπου
επίσης τον έδιωξαν και τελικά έφθασε στην Πάτμο με 10 μόνο συντρόφους

2 9
του. Τους άλλους είχαν κρατήσει στις προηγούμενες προσεγγίσεις του στα
παραπάνω νησιά, για να τον αποδυναμώσουν. Βαθμιαία βρέθηκε πάλι να ζει
στη Μήλο.
Στη Μήλο έχαιρε γενικής εκτιμήσεως, τόσο μεταξύ των
Κρητικομηλιών, που κατ' επανάληψη του ανέθεσαν την εκπροσώπηση τους
σε κοινά θέματα των εκπατρισμένων και διασώζονται έγγραφα τους με
επαινετικό για το Στρατή περιεχόμενο καθώς και που του αναθέτουν την
εκπροσώπηση τους ενώπιον της Κυβέρνησης των Αθηνών το 1837 «για την
υποστήριξη των δικαίων τους αμοιβών διά τας προσφερθείσας εις τον
αγώνα υπηρεσίας, όσον και μεταξύ του εντοπίου πληθυσμού, τον οποίον
εκπροσώπησε ως βουλευτής επί Κυβερνήσεως Κωλέτη.
Στη Μήλο, διατελών εν χηρεία, παντρεύτηκε τη Μαρία Ιωαννίδου,
κόρη μιας από τις επισημότερες οικογένειες του νησιού. Τιμήθηκε με το
βαθμό του αντισυνταγματάρχου της Βασιλικής Φάλαγγος και εκλέχθηκε
από το βασιλιά Όθωνα μέλος της επί των θυσιών και εκδουλεύσεων του
αγώνος επιτροπής.
Η καταπίεση αυξανόταν και μαζί και ο αναβρασμός στην Κρήτη και
στις εκτός Κρήτης παροικίες των Κρητών και αγωνιστές ξεκινούσαν από
την Ελλάδα για την Κρήτη από το Φθινόπωρο του 1840.
Ο Στρατής Δεληγιαννάκης στάλθηκε τότε, φθινόπωρο του 1840, μαζί
με τον Πατερόπωλο από την ελεύθερη Ελλάδα από την Ελληνική
Κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κωλέτη για να υποκινήσουν επανάσταση
στην Κρήτη. Ταξίδεψαν στα νοτιοδυτικά της Κρήτης και αποβιβάστηκαν
στο Λουτρό Σφακίων. Τελικά άρχισαν την 14 Μαΐου 1841 οι εχθροπραξίες
στο Πρόβαρμα Αποκορώνου. Και στην επανάσταση αυτή του δόθηκε ο
βαθμός του πεντακοσιάρχου.
Και η επανάσταση αυτή κατεπνίγη ως τον Σεπτέμβριο 1841. Με τους
Τούρκους και Αλβανούς συνέπραξε σ' αυτό και η Μεγάλη Βρετανία, που
επέμενε να εμποδίζει την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωση της με
την Ελλάδα, γιατί επιχειρούσε να την ιδιοποιηθεί, για τις ανάγκες των
επικοινωνιών της με την Ανατολική Μεσόγειο και την Ινδία.
Μετά την αποτυχία και της Επανάστασης αυτής εγκαταστάθηκε αρχικά
στην Αθήνα και στη συνέχεια πάλι στη Μήλο.
Μετά το κίνημα της Γ! Σεπτεμβρίου 1843 και την επιβολή
Συντάγματος, «οι απανταχού Κρήτες τον εξέλεξαν μετά των Δ. Καλλέργη,
Ρενιέρη, Ζερβουδάκη, Κουμή και Χρυσαφοπούλου, μέλος της Εθνικής εν
Αθήναις Συνελεύσεως και κατόπιν βουλευτή ν, ως τοιούτος δε εξεπλήρωσε
τα καθήκοντα του πάντοτε επί τιμιότητι και ευθύτητι σωφρόνως και
ευόρκως, ως ήρμοζεν εις άνδρα τίμιον και ελεύθερον»12.
Εις ηλικίαν 59 ή 60 ετών εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε
στη Μονεμβασία, της οποίας στη συνέχεια εχρημάτισε φρούραρχος.
1 2 Επικήδειος εις 'ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΝ', 9 Φεβρουαρίου 1874.

30
Το 1861, κατά την έρευνα του Ντίνου Κονόμου , ευρισκόμενος στη
Μήλο, υπαγόρευσε έμμετρη αφήγηση των γεγονότων της Επαναστάσεως
του 1821-1830, από την οποία αρυσθήκαμε ωρισμένα από τα στοιχεία που
παραθέσαμε ως τώρα και αφορούν την επανάσταση γενικότερα και το ρόλο
των Δεληγιαννάκηδων σ' αυτήν ειδικότερα. Κατά σύγχρονη δική μας
έρευνα, το έργο αυτό αποδίδομε στον αδελφό του Σήφη.
Η επανάσταση της Κρήτης του 1866-68 τον βρίσκει εγκατεστημένο
στη Μονεμβασία. Ήδη μεγάλης ηλικίας και χωλός από παλιά τραύματα, δεν
έπαυε να διαθέτει μεγάλη ζωτικότητα και ακόμη μεγαλύτερη φλόγα
ελευθερίας, αλλά και κύρος, που του έδιναν τη δύναμη και την ικανότητα να
συγκεντρώσει γύρω του συμπατριώτες του ξενητεμένους, φλεγόμενους κι'
αυτούς από τον έρωτα της ελευθερίας και τη θέληση να θυσιάσουν τη ζωή
τους για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Από επιστολές του Μίνωα Μπογιατζόγλου που φυλάσσονται στο
Εθνολογικό Μουσείο, με τα Αρχεία της «Κεντρικής υπέρ των Κρητών
Επιτροπής» γνωρίζουμε ότι το τέλος Ιανουαρίου 1867 έφθασε στη Σύρο,
προερχόμενος εκ Μονεμβασίας και την 17η Φεβρουαρίου 1867 αναχώρησε
από εκεί για τα Σφακιά με περίπου 60 άνδρες με το ατμόπλοιο «Αρκάδι».
Την 16η Μαρτίου 1867, αρχηγός πολλών Σφακιανών, μετά τουΠ.
Μωράκη, I. Καζάκου και άλλων, ενισχύει τους αρχηγούς της Ρεθύμνης,
μεταξύ των οποίων και ο ανηψιός του Ιωάννης Βάσου Δεληγιαννάκης ή
Φασουλής, από την Αργυρούπολη Ρεθύμνης, αρχηγός του δυτικού
τμήματος της επαρχίας Ρεθύμνης στις πολυήμερες μάχες κατά των Τούρκων
της Ρεθύμνης, που εξορμούσαν προς τον Άγιο Βασίλειο και τα Σφακιά.
Τέλος Μαΐου 1867 μετέχει δυνάμεως 3.000 - 3.500 επαναστατών, που
επιχειρεί να αμυνθεί των Σφακίων, απειλουμένων από εισβολήν άνω των
50.000 εχθρών, υποστηριζόμενων και από ναυτική δύναμη, τασσόμενος στο
τμήμα από το γνώριμο του Φραγκοκάστελλο, ως τον Καλλικράτη.
Μετά την αποτυχία και αυτής της Επανάστασης, επανήλθε στη
Μονεμβασία, της οποίας ήτο Φρούραρχος και απεβίωσε εκεί σε ηλικία 75
ετών. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλλει στην εκεί εκκλησία του
ελκομένου Χριστού, τον επικήδειο δε λόγο εκφώνησεν ο Ε. Βυβιλάκης,
συντάκτης της εφημερίδας "ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ" την 11η Ιανουαρίου 1874.
Άρα ο θάνατος του έλαβε χώραν την 10η Ιανουαρίου 1874.
Άφησε λίγους απογόνους που επιβίωσαν στη Μήλο και την Αθήνα.
Ο Θεόδωρος Νικολάου Δεληγιαννάκης ή Μπικοθόδωρος, αδελφός
των προηγουμένων, τους ακολούθησε από την αρχή της επανάστασης του
1821-1830 και σ' όλη τη διάρκεια της. Στην έμμετρη αφήγηση του αδελφού
του Σήφη αναφέρεται να έχει δραστηριοποιηθεί από την προεπαναστατική
Ντίνου Κονόμου: Πρακτικά Γ' Κρητολογικού Συνεδρίου σελίς 140.

Είσοδος Μελών

Ποιός είναι online?

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 79 επισκέπτες και κανένα μέλος

Αναζήτηση